Η μικρή Άννα είναι μόνη της στο σπίτι, καθώς οι γονείς της λείπουν σε έκτακτο ταξίδι. Το βράδυ, ακούει θορύβους και βγαίνει από το δωμάτιό της να δει τι συμβαίνει, όταν κάποιος... την αρπάζει από πίσω και την σφίγγει από το λαιμό.

«Δώσε μου ό,τι χρήματα υπάρχουν στο σπίτι», της λέει, αλλά εκείνη του απαντά πως δεν υπάρχουν καθόλου χρήματα. Ξαφνικά, χτυπά το τηλέφωνο. «Αν δεν απαντήσω, θα ανησυχήσουν», λέει η μικρή Άννα, και ο διαρρήκτης την αφήνει να το σηκώσει, με τον όρο να μην πει τίποτα γι’ αυτόν στο τηλέφωνο, δείχνοντάς της απειλητικά ένα μαχαίρι. Η Άννα σηκώνει το ακουστικό και απαντά στην συμμαθήτριά της που καλούσε: «Γεια σου Βάσω, τι κάνεις; Θυμάσαι εκείνες τις σημειώσεις που σου δάνεισα; Δυστυχώς, τις χρειάζομαι πίσω. Θα ήταν μεγάλη βοήθεια για μένα, για το διάβασμα για το διαγώνισμα. Είναι επείγον, οπότε όποτε μπορέσεις να έρθεις και να μου τις φέρεις τις επόμενες ημέρες θα ήταν καλά. Ναι, καληνύχτα».

Ο διαρρήκτης, ευχαριστημένος που δεν ανέφερε τίποτα ύποπτο για εκείνον, την ξαναπλησίασε και την απείλησε με το μαχαίρι. Εκείνη, αφού αντιστάθηκε για λίγη ώρα, του είπε πως τα χρήματα βρίσκονται στο δωμάτιο των γονιών της. Εκείνος την οδήγησε στο δωμάτιο και ξεκίνησε να ψάχνει για τα χρήματα. Μέχρι που κάποια στιγμή, ακούστηκε η σειρήνα ενός περιπολικού, και ο διαρρήκτης έσπευσε να φύγει. Τελικά, τον έπιασαν στην είσοδο, ενώ η Άννα είδε την Βάσω και έτρεξε να την ευχαριστήσει. «Έξυπνα παιδιά», αναφώνησε ένας αστυνομικός. Τι είχε συμβεί;

Η λύση του γρίφου:
Κατά την διάρκεια του τηλεφωνήματος, η Άννα πατούσε το mute ανά διαστήματα, ώστε το μόνο που άκουσε τελικά η φίλη της ήταν οι λέξεις «Χρειάζομαι, βοήθεια, επειγόντως, να έρθεις».