Ποια απλή εξέταση μπορεί να προβλέψει το θάνατο εντός 15ετίας;
<p>Σ΄θμφωνα με ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Έμορυ των ΗΠΑ </p>
Μια απλή καρδιολογική εξέταση μπορεί να υποδείξει ποια άτομα κινδυνεύουν να χάσουν τη ζωή τους εντός της επόμενης 15ετίας. Η εξέταση επιτρέπει στο γιατρό να διαπιστώσει εάν έχουν συσσωρευτεί στις αρτηρίες μεγάλες ποσότητες ασβεστίου, δείκτης που φανερώνει τον αυξημένο κίνδυνο καρδιοπάθειας.
Η εξέταση ασβέστωσης της στεφανιαίας αρτηρίας (coronary artery calcification - CAC) είναι μια ειδική ακτινογραφία που εντοπίζει αποθέματα ασβεστίου στα τοιχώματα των στεφανιαίων αρτηριών. Η ασβέστωση αποτελεί πρώιμη ένδειξη της στεφανιαίας αρτηριοπάθειας.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Έμορυ των ΗΠΑ συνέλεξαν και αξιολόγησαν τα αποτελέσματα της εξέτασης CAC, καθώς και άλλα στοιχεία σχετικά με παράγοντες κινδύνου για τον πρόωρο θάνατο, από 9.715 ανθρώπους μεταξύ 1996 και 1999.
Τα στοιχεία αφορούσαν σε άτομα που είχαν κάνει την εξέταση στο πλαίσιο προληπτικού κοινοτικού προγράμματος και δεν παρουσίαζαν συμπτώματα στεφανιαίας αρτηριοπάθειας όταν έγινε η εξέταση.
Διαπιστώθηκε ότι το αποτέλεσμα της εξέτασης μπορούσε να προβλέψει με μεγάλη ακρίβεια ποια από τα άτομα θα έχαναν τη ζωή τους, ανεξαρτήτως αιτίας θανάτου, εντός 15ετίας.
«Η διαπίστωση αυτή μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τη σημασία της εξέτασης για την ασβέστωση της στεφανιαίας αρτηρίας ως δείκτη πρόβλεψης για τη θνησιμότητα», δηλώνει η Leslee Shaw, καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Έμορυ.
«Οι ασθενείς με υψηλά επίπεδα ασβέστωσης θα πρέπει να καθοδηγούνται από το γιατρό τους να υιοθετήσουν έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, με στόχο τη βελτιωμένη έκβαση της υγείας τους και την παράταση της ζωής τους.»
Η καθηγήτρια επισημαίνει πως τα αποτελέσματα της εξέτασης CAC χρησιμοποιούνται παραδοσιακά ως δείκτης πρόγνωσης της καρδιοπάθειας και του πρόωρου θανάτου βραχυπρόθεσμα, όμως στο πλαίσιο της νέας μελέτης εξετάστηκε για πρώτη φορά ο κίνδυνος θανάτου μακροπρόθεσμα, πριν καν εκδηλωθούν τα πρώτα σημάδια καρδιαγγειακών επιπλοκών.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύονται αναλυτικά στην επιθεώρηση Annals of Internal Medicine.
ΠΗΓΗ: onmed