Σύμφωνα με τον Τάκη Νατσούλη, η φράση αυτή δείχνει τη βαρβαρότητα που επικρατούσε σε ένα παλιότερο έθιμο του γάμου.

Στην παλιά Αθήνα όταν ένας άντρας ήθελε να ζητήσει να παντρευτεί μια γυναίκα, έστελνε πρώτα στα «πεθερικά» του και στους κουνιάδους του διάφορα δώρα: Μεταξωτές, φλοκάτες κουβέρτες, ασημένια μαχαιροπίρουνα, ναργιλέδες με χρυσά επιστόμια και πολλά άλλα.

Αν τα «πεθερικά» κρατούσαν τα δώρα αυτά, σήμαινε πως ήταν σύμφωνοι και τον ήθελαν για γαμπρό. Αν, όμως, συνέβαινε το αντίθετο, τότε ο υποψήφιος γαμπρός -αν ήταν παλικαράς- πήγαινε έξω από το σπίτι τους, τραβούσε την κουμπούρα του και άρχιζε να την αδειάζει στα παράθυρα και στις πόρτες των «πεθερικών» του.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ή να βγουν και άλλοι από μέσα και να αρχίσουν κι αυτοί τις κουμπουριές να σηκώσουν στα κεραμίδια ένα κόκκινο πανί, πράγμα που σήμαινε ότι άλλαξαν γνώμη και τον ήθελαν τώρα να γίνει παιδί τους. Η σκηνοθεσία άλλαζε, τότε, αυτομάτως.

Η νύφη κουκουλωμένη με ένα τσεμπέρι, έβγαινε στο δρόμο, έπιανε το γαμπρό από τη μύτη και του έκανε τρεις γύρους στη γειτονία, για να διαπιστώσουν όλοι ότι τα πράγματα τακτοποιήθηκαν με το καλό.

Ο Λουκιανός στο διάλογο Ήρας και Δία, παρουσιάζει την Ήρα να λέει θυμωμένη στον Δία: «Σ’ εσένα αυτός είναι δεσπότης και άγει σε και φέρει της ρινός έλκων» και συ τον ακολουθείς όπου σε οδηγεί, εύκολα δε αλλάζει και γίνεσαι ό,τι εκείνος διατάξει. Το ίδιο και στον Εργότιμο που λέει: «Δια τούτο είλκεν ημάς από της ρινός», που θα πει: «Για τούτο μας τραβούσε από τη μύτη».