Ο σχολικός εκφοβισμός αποτελεί ένα βίαιο φαινόμενο που εδρεύει στις σχολικές μονάδες εδώ και δεκαετίες.

Πρόκειται για μια (συμβολική ή κυριολεκτική) επιθετική συμπεριφορά, η οποία χαρακτηρίζεται από διάρκεια στο χρόνο, προέρχεται από ένα μαθητή ή από μια ομάδα μαθητών (συνήθως μικρή) και στοχεύει ένα μαθητή-θύμα, ο οποίος δεν είναι ικανός να υπερασπίσει τον εαυτό του.

Οι εμπλεκόμενες δυνάμεις χαρακτηρίζονται από την ανισορροπία, με τους θύτες να υπερέχουν πρωτίστως σε σωματική δύναμη. Το αποτέλεσμα είναι ο εξουσιαστικός χειρισμός των παιδιών – θυμάτων. Οι μορφές του σχολικού εκφοβισμού είναι: λεκτικός, σωματικός, κοινωνικός και ηλεκτρονικός.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι δεν πρόκειται για μια απλή διαμάχη ή σύγκρουση μεταξύ συμμαθητών, ούτε για ένα αθώο αστείο ή ατυχές πείραγμα.

Οι συνέπειες μάλιστα του εκφοβισμούστα παιδιά – θύματα είναι ποικίλες και κάποιες από αυτές ιδιαιτέρως σοβαρές: διατροφικές διαταραχές, προβλήματα με τον ύπνο, τάση φυγής, σχολική άρνηση και μειωμένη μαθητική επίδοση, απώλεια συγκέντρωσης κι ενδιαφέροντος, κοινωνική απομόνωση, απώλεια αυτοεκτίμησης και χαμηλή αυτοπεποίθηση, επιθετικότητα ή θλίψη ενώ υπάρχουν κι αρκετές περιπτώσεις όπου το παιδί κατέληξε σε αυτοκτονία. Στις σοβαρές συνέπειες συγκαταλέγεται και η εναλλαγή του θύματος σε θύτη με τον φαύλο κύκλο της βίας να συνεχίζεται.

Από την άλλη, τα παιδιά – θύτες είναι παιδιά που ίσως έχουν δεχτεί βία ή επιθετικότητα μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον . Έτσι, μέσω του εκφοβισμού καταφέρνουν να χτίσουν την αυτοεκτίμησή τους και να αντλήσουν ικανοποίηση. Μακροπρόθεσμα κινδυνεύουν επίσης από δυσμενείς συνέπειες όπως τη δυσκολία σύναψης διαπροσωπικών σχέσεων, αδυναμία διαχείρισης θυμού και συγκρούσεων, κοινωνική απομόνωση λόγω βίαιης συμπεριφοράς, χρήση αλκοόλ και ουσιών καθώς και αυξημένη πιθανότητα χρήσης βίας μέσα στην οικογένειά τους.

Σημαντική είναι η στάση των υπόλοιπων συμμαθητών σε τέτοια επεισόδια . Εκτός του θύτη και του θύματος, υπάρχουν και οι παρατηρητές (ο ακόλουθος, ο φανερός υποστηρικτής του θύτη, ο κρυφός υποστηρικτής, ο πιθανός υποστηρικτής, ο αδιάφορος και ο υποστηρικτής του θύματος). Η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών τείνουν να αποσιωπούν τέτοια φαινόμενα από τους ενήλικες. Για αυτό και έχει αξία η επιμόρφωση των μαθητών σε τέτοια θέματα ώστε να γνωρίζουν τι μπορούν να κάνουν για να βοηθήσουν.

Τέλος, η ανταπόκριση των γονέων είναι καταλυτική. Τα παιδιά συνήθως δεν εξομολογούνται στους γονείς τους τι τους συμβαίνει καθώς ντρέπονται, φοβούνται, πιστεύουν ότι δεν μπορεί να τα βοηθήσει κανείς ή μπερδεύουν το αίτημα για βοήθεια με “κάρφωμα”. Αν λοιπόν ο γονιός εντοπίσει κάποια από τα αναφερθέντα συμπτώματα, είναι καλό να προσεγγίσει το παιδί του με ειλικρίνεια για να διερευνήσει τι συμβαίνει. Να ανταποκριθεί συναισθηματικά δημιουργώντας ένα κλίμα εμπιστοσύνης και ασφάλειας, να του εξηγήσει ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να εξαναγκάζει τον άλλον σε οποιαδήποτε συμπεριφορά ή να τον υποτιμά και στο τέλος να επιβραβεύσει το παιδί του που τον εμπιστεύτηκε.

Το επόμενο βήμα είναι η επικοινωνία με το σχολείο, τους εκπαιδευτικούς, τις σχετικές  υπηρεσίες της εκπαίδευσης αλλά και την οικογένεια του παιδιού που προκαλεί τον εκφοβισμό. Η λύση δεν είναι ούτε η αντεκδίκηση, ούτε η απομάκρυνση / αποβολή από το σχολικό περιβάλλον. Στόχος είναι η ουσιαστική αποκατάσταση του χειριστικού εκφοβισμού με σχέσεις ισότιμες και αλληλέγγυες. Για να επιτευχθεί αυτό είναι απαραίτητη η επικοινωνία και η συνεργασία όλου του ανθρώπινου δυναμικού μιας σχολικής μονάδας, δηλαδή του συνόλου των μαθητών, των οικογενειών τους και του εκπαιδευτικού προσωπικού.

Από τη Μαρία Μαγδαληνή Μάρκου
«Μαζί για το Παιδί»
Πανελλαδική Γραμμή 115 25 και Συμβουλευτικό Κέντρο για μητέρες, γονείς, παιδιά και εφήβους