Δείτε την απολογία-σοκ του συζυγοκτόνου του Βελβεντού, Τάσου Τσιουχάρα (ΦΩΤΟ-VIDEO)
<p>"Η Ανθή μου είπε “άντε γ@μησου εσύ και η μάνα σου” .. "Το μυαλό μου γύρισε. Βγήκα εκτός εαυτού.Της έσφιγγα το λαιμό και τη χτυπούσα με μπουνιές στο πρόσωπο".. Δείτε την απολογία του</p>
Την ώρα που ο 40χρονος Τάσος Τσιουχάρας παίρνει τον δρόμο της φυλακής, μετά την σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα, το φως της δημοσιότητας βλέπει η ανατριχιαστική απολογία του συζυγοκτόνου, όπως περιγράφεται στη δικογραφία.
Μετά την σύλληψη του, ο 40χρονος «έσπασε» και ομολόγησε στους αστυνομικούς τα πάντα, από το πώς ξεκίνησε να μαλώνει με την 37χρονη Ανθή Λινάρδου, μέχρι το πώς την σκότωσε, την έθαψε και στη συνέχεια έπαιζε θέατρο αναζητώντας την. Τα λόγια που θα διαβάσετε παρακάτω είναι σοκαριστικά, καθώς ο Τάσος Τσιουχάρας περιγράφει λεπτομερώς, ψυχρά και κυνικά, πως στέρησε την ζωή της συζύγου και μάνας των τριών παιδιών του:
Η αρχή του κακού και ο μοιραίος καβγάς
«Στις 9 το βράδυ του Σαββάτου βρισκόμουν στο σπίτι μαζί με τη γυναίκα μου και τα τρία μας παιδιά. Αφού έβαλα τα παιδιά για ύπνο, τη ρώτησα αν ήθελε να φάει κρέπα και αφού μου απάντησε θετικά, προσφέρθηκα να πάω να της αγοράσω. Αφού την έφαγε πήγα στην κρεβατοκάμαρα όπου καθόταν μόνη της, και γύρω στις 10 έκατσα μαζί της για να μιλήσουμε. Η συζήτηση αφορούσε στην απόφαση της Ανθής να χωρίσουμε και να πάρει τα παιδιά μας να φύγει σε άλλο μέρος όπου θα έβρισκε δουλειά. Αυτή την απόφαση την είχε πάρει εδώ και μερικούς μήνες, και μου την είχε ανακοινώσει και σε προγενέστερο χρόνο»
«Άντε γ@μήσου και εσύ και η μάνα σου»
Αυτό που όπως λέει ο δράστης τον έκανε να θολώσει ήταν ότι «κάποια στιγμή και ενώ είχαμε έντονο διάλογο, σε έντονο ύφος η Ανθή μου ανέφερε ότι δεν περνούσε καλά στο χωριό και ότι ήθελε να φύγει, και ότι ένας από τους λόγους ήταν η κακή σχέση που είχε με τη μητέρα μου. Της έλεγα ότι η μητέρα μου δεν την ενοχλεί και δεν έρχεται στο σπίτι μας απρόσκλητη, και αυτή απαντούσε ότι της έκανε πόλεμο νεύρων και δεν της μιλούσε. Ενώ μιλούσα ήρεμα και προσπαθούσα να τη μεταπείσω, αυτή όντας πολύ νευριασμένη, μου είπε “άντε γ@μησου κι εσύ και η μάνα σου”. Το μυαλό μου γύρισε. Βγήκα εκτός εαυτού και την έπιασα από το λαιμό. Αυτή άρχισε να φωνάζει και να προσπαθεί να αμυνθεί χτυπώντας με και γρατζουνώντας με στο πρόσωπο. Εγώ προκειμένου να μην ακούσουν τα παιδιά που κοιμόντουσαν στο διπλανό δωμάτιο τι γινόταν και στην προσπάθεια μου να την κάνω να σωπάσει, της έκλεισα το στόμα, ενώ ταυτόχρονα της έσφιγγα το λαιμό και την χτυπούσα με μπουνιές στο πρόσωπο. Η Ανθή αντιστεκόταν για πέντε με δέκα λεπτά, μέχρι που πέθανε. Κατά την διάρκεια της πάλης μας, μάτωσε η μύτη της με αποτέλεσμα να λερωθούν τα σεντόνια».
Πως την εξαφάνησε:
Χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του λέει πως, «μόλις κατάλαβα ότι πέθανε, πήγα αμέσως να δω αν είχαν ξυπνήσει τα παιδιά από την φασαρία. Δεν είχαν καταλάβει τίποτα και κοιμόντουσαν. Τότε πήρα το σώμα της με τα ρούχα που φορούσε –ένα γκρι κολάν και ένα ροζ μπλουζάκι- και το μετέφερα από την εσωτερική σκάλα του σπιτιού μας στο υπόγειο γκαράζ. Το έβαλα στο αγροτικό, στη θέση του συνοδηγού, με τρόπο ώστε να μην φαίνεται από το παράθυρο. Τη σκέπασα με ένα μπουφάν που είχα στο υπόγειο και αποφάσισα προκειμένου να μην τη βρει κανείς, να την θάψω σε ένα από τα χωράφια μου. Έτσι λοιπόν τη μετέφερα στο χωράφι μου στην τοποθεσία Ισκιώματα, όπου ήδη υπήρχε ένα σημείο σκαμμένο από παλιά, καθώς είχα σκοπό να απομακρύνω μια τεράστια πέτρα που βρισκόταν μέσα στο χώμα. Την έριξα στο σημείο γύρω από την πέτρα που ήταν πιο βαθύ, και με ένα φτυάρι που είχα πάρει μαζί μου από το σπίτι, την κάλυψα πρόχειρα ώστε να μην φαίνεται, με χώμα. Γύρισα στο σπίτι και έψαξα στην κρεβατοκάμαρα να δω τι ίχνη υπήρχαν και πώς θα μπορούσα να τα απομακρύνω. Το μόνο που υπήρχε ήταν τα αίματα στα σεντόνια και στην παπλωματοθήκη. Αμέσως τα πήρα και τα έκαψα στον ξυλολέβητα που βρίσκεται στο υπόγειο. Η ώρα κόντευε 24:00. Τότε άρχισα να συνειδητοποιώ τι είχα κάνει , να στεναχωριέμαι, να αγχώνομαι πάρα πολύ, και παράλληλα να σκέφτομαι πώς δεν θα αποκαλύψει κανείς τι είχα κάνει ώστε να μπορέσω να συνεχίσω να μεγαλώνω εγώ τα παιδιά μου».
«Γυρνούσα στο χωριό και έκανα ότι την αναζητώ»
Στη συνέχεια περιγράφει πως έπαιξε θέατρο, λέγοντας πως «κάποια στιγμή και ενώ είχα σκεφτεί την ιστορία που θα έλεγα σε όλους, ότι δηλαδή η Ανθή βγήκε έξω με την παρέα της και δεν γύρισε ποτέ, αποφάσισα να καλέσω στο κινητό της ώστε να φαίνεται ότι την αναζητούσα. Έμεινα ξύπνιος ως το πρώι, αφού από την υπερένταση και τις τύψεις δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το πρωί κατά τις 8 τηλεφώνησα στο 100 και δήλωσα την εξαφάνιση. Στη συνέχεια πήρα τηλέφωνο και τη μητέρα της στο Πέραμα και της είπα την ιστορία που είχα σκεφτεί. Κατά τις 10:20 άρχισα να παίρνω και άλλους γνωστούς και φίλους, ενημερώνοντας τους για την εξαφάνιση και σκηνοθετώντας παράλληλα το σκηνικό που θα κατεδείκνυε ότι την αναζητούσα. Σε αυτή την προσπάθεια γυρνούσα μέσα στο χωριό αλλά και σε διάφορα άλλα σημεία, προσποιούμενος ότι την αναζητώ».
«Φρέζαρα το χωράφι για να σβήσω κάθε ίχνος»
Για να είναι σίγουρος πως κανείς δεν θα τον καταλάβει, «πήρα το τρακτέρ μου, έζεψα το φρεζάκι και πήγα στο χωράφι που είχα θάψει την Ανθή για να το φρεζάρω. Το έκανα ώστε να φαίνεται σε όλη την επιφάνεια σκαμμένο και να μην ξεχωρίζει το σημείο που την είχα θάψει. Αφού τελείωσα το φρεζάρισμα κατά τις 18:00, άφησα το τρακτέρ και επέστρεψα σπίτι. Στη συνέχεια έκατσα εκεί μέχρι που κοιμήθηκα».
Λίγες ώρες μετά την απολογία ενώπιον ανακριτή και εισαγγελέα για τη δολοφονία της συζύγου του, Ανθής Λινάρδου στο Βελβεντό της Κοζάνης, ο Τάσος Τσιουχάρας περνούσε το κατώφλι των φυλακών στο Φελλί Γρεβενών, με τα μέτρα ασφαλείας να είναι δρακόντεια.
Ο Τάσος Τσιουχάρας απαντούσε για όλους και για όλα στον ανακριτή και τον εισαγγελέα. "Το ερωτικό πάθος και η θολούρα με έφεραν στο σημείο να αφαιρέσω μια ανθρώπινη ζωή. Ήταν λάθος απόφαση να το αποκρύψω” - φέρεται να είπε - κατά την απολογία του. Μπροστά στους δημοσιογράφους κράτησε το στόμα του κλειστό και εμφανίστηκε με σκυμμένο το κεφάλι..
''Ήταν ένα έγκλημα πάθους, ένα ερωτικό έγκλημα που δεν το σκέφτηκα και δεν το σχεδίασα. Άρχισα να σκέφτομαι τι θα κάνω το πτώμα όταν ήδη το κακό είχε γίνει'' είπε αρχικά ο συζυγοκτόνος.
''Σκότωσα τη γυναίκα μου εν βρασμώ ψυχής. Θόλωσα όταν μου είπε ότι θα φύγει και θα πάρει τα παιδιά. Τα παιδιά για μένα είναι ότι πολυτιμότερο είχα. Και την ίδια την αγαπούσα και δεν ήθελα να τη χάσω. Είχα προσπαθήσει πολλές φορές να τα βρούμε, αλλά εκείνη δεν ήθελε'' είπε ο Τάσος Τσιουχάρας που στη συνέχεια μίλησε για τα όσα έγιναν μετά τη δολοφονία.
Η αντίδραση της μητέρας της Ανθής Λινάρδου στην είδηση της προφυλάκισης του γαμπρού της, την βρήκε στο σπίτι. Κλαίγοντας, τον χαρακτήρισε ψυχρό και κυνικό δολοφόνο λέγοντας χαρακτηριστικά: ''σκότωσε το παιδί μου και έπεσε για ύπνο στο κρεβάτι. Δεν ξάπλωσε, κοιμήθηκε στο κρεβάτι που την σκότωσε''.
Την ώρα που ο 40χρονος απαντούσε στις ερωτήσεις ανακριτή και εισαγγελέα, η δικηγόρος της άλλης πλευράς μιλούσε στους δημοσιογράφους για τα μεγάλα θύματα της τραγωδίας. Τα τρία παιδιά που πλέον θα μεγαλώσουν ορφανά. “Η μαμά σας έγινε ένα αστεράκι στον ουρανό και ο μπαμπάς σας έχει κάποια προβλήματα και γι΄αυτό το λόγο δεν μπορεί να σας δει” τους είπε όταν τη ρώτησαν.