Ζωή μετά τον θάνατο: Συγκλονίζουν τα στοιχεία έρευνας
Το μεγαλύτερο μυστήριο της ύπαρξης
Φαίνεται ότι οι επιστήμονες πια είναι σε θέση να παρέχουν βάσιμα στοιχεία ότι υπάρχει ζωή -ή έστω συνείδηση- μετά τον θάνατο, θέτοντας έτσι τη βάση για την περαιτέρω διερεύνηση του μεγαλύτερου μυστηρίου της ύπαρξης.
Στη μεγαλύτερη σχετική έρευνα που έγινε ποτέ, από το Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, καταδεικνύεται ότι ασθενείς που είχαν διαπιστωθεί ως κλινικά νεκροί και επανήλθαν στη ζωή, μπόρεσαν να ανακαλέσουν πρωτόγνωρες για αυτούς εμπειρίες, αλλά και μνήμες -ακόμα και λεπτομέρειες- του περιβάλλοντος γύρω τους, ενώ ένα ποσοστό από αυτούς ανέφερε ότι χωρίστηκαν από το σώμα τους και έτσι είχαν «οπτική» και «συνειδητότητα» όλων όσων συνέβαιναν γύρω από το διαπιστωμένα νεκρό, κορμί τους!
Κλινικά νεκροί ασθενείς που επανήλθαν περιέγραψαν μιας μορφής συνειδητότητα ενώ η καρδιά τους είχε σταματήσει να χτυπάει
Ερευνητές που συμμετείχαν στο πρόγραμμα «AWARE» (“AWAreness during REsuscitation” – «συνειδητότητα κατά την τεχνητή αναπνοή») δημοσίευσαν σε επιστημονικό περιοδικό το πόρισμα ότι το 40% των ανθρώπων που επανήλθαν στη ζωή μετά από κλινικό θάνατο, περιέγραψαν μιας μορφής συνειδητότητα πριν αρχίσει η καρδιά τους να χτυπάει ξανά.
Η έρευνα διήρκησε για τέσσερα χρόνια και περιλάμβανε στοιχεία και περιπτώσεις από 15 νοσοκομεία στις ΗΠΑ, την Αγγλία και την Αυστρία και περισσότερες από 2.060 περιπτώσεις καρδιακών ασθενών.
Τα βασικά συμπεράσματα που προέκυψαν είναι τα εξής:
- Οι εντυπώσεις -ή οι εμπειρίες- που σχετίζονται με τον θάνατο έχουν πολύ μεγαλύτερο εύρος… θεματολογίας και εικόνων, από ότι πιστεύοταν μέχρι τώρα.
-Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι μνήμες της οπτικής συνειδητότητας των κλινικά νεκρών («εξωσωματική εμπειρία») ταυτίζεται με πραγματικά γεγονότα.
-Ένα μεγάλο ποσοστό κλινικά νεκρών που επανήλθαν στη ζωή έζησαν όντως διάφορες επιθανάτιες εμπειρίες, δεν μπορούν όμως να τις ανακαλέσουν λόγω βλάβης του εγκεφάλου ή χρήσης φαρμάκων που χορηγήθηκαν για την επαναφορά τους.
-Απαιτείται επέκταση των ερευνών, καθώς τα μέχρι στιγμής επιστημονικά πορίσματα κρίνονται ως ανεπαρκή.
Ο συντονιστής της έρευνας, Δρ. Sam Parnia από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, εξήγησε: «Ξέρουμε ότι το μυαλό δεν λειτουργεί όταν η καρδιά έχει σταματήσει να χτυπάει. Αλλά στις περιπτώσεις που εξετάσαμε, η συνειδητότητα συνέχισε να υπάρχει μέχρι και 3 λεπτά μετά τη στιγμή που η καρδιά σταμάτησε να χτυπάει, αν και ο εγκέφαλος σταματάει να λειτουργεί 20-30 δευτερόλεπτα μετά την παύση της καρδιάς. Αυτό είναι παράδοξο».
Η ομάδα του Δρ. Sam Parnia εξέτασε 330 ασθενείς που επιβίωσαν από καρδιακό, εκ των των οποίων οι 140 δέχτηκαν να αφηγηθούν την εμπειρία τους. Από αυτούς, το 39% διατηρούσε αναμνήσεις. «Ένας ασθενής περιέγραψε με ακρίβεια τι συνέβαινε στο δωμάτιο, την ώρα που οι γιατροί προσπαθούσαν να τον επαναφέρουν. Το σημαντικότερο όμως, είναι ότι ανακάλεσε δύο ήχους που κάνει το μηχάνημα κάθε τρία λεπτά – έτσι υπολογίσαμε το χρόνο που διήρκησε η εμπειρία του. Ότι μας περιέγραψε, συνέβη επακριβώς», σχολιάζει ο καθηγητής. «Αυτό είναι συγκλονιστικό, καθώς μέχρι τώρα θεωρούσαμε τις επι-θανάτιες εμπειρίες ως παραισθήσεις που συμβαίνουν είτε πριν σταματήσει η καρδιά να χτυπάει, είτε μετά την επαναφορά του χτύπου της. Τώρα όμως, έχουμε περιγραφή γεγονότων ενώ η καρδιά δεν λειτουργεί».
Αναλυτικά, το 46% των ασθενών έζησαν μια ευρεία γκάμα από πνευματικές εμπειρίες αλλά και αναμνήσεις, και το 15% βίωσε εξωσωματική εμπειρία (ένιωσε δηλαδή το σώμα του να χωρίζεται από το μυαλό και την οπτική του και παρατηρούσε τα τεκταινόμενα από ψηλά) κατά την οποία είχαν πλήρη συνειδητότητα.
Από τις μνήμες που ανακάλεσαν οι ασθενείς, οι πιο κοινές ήταν το αίσθημα του φόβου, της βίας και μιας αίσθησης καταδίωξης, ενώ άλλοι περιέγραψαν όμορφες μετα-θανάτιες εικόνες, της οικογένειάς τους, ζώων και ενός λαμπερού φωτός.
Οι ερευνητές καταλήγουν ότι το βασικότερο πόρισμα της μελέτης είναι ότι αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί και να επεκταθεί. «Υπάρχουν εκατομμύρια μαρτυρίες για μετα-θανάτιες εμπειρίες, όμως τα επιστημονικά στοιχεία και έρευνες είναι πολύ θολές, μέχρι τώρα», εξηγεί ο Δρ. Parnia. «Θα πρέπει η έρευνα να συνεχιστεί, χωρίς προκαταλήψεις»