Πως βγήκαν οι μακάβριες φράσεις περί... θανάτου;
Γιατί λέμε "Όποιον πάρει ο Χάρος" ή "Πάμε σαν τους στραβούς στον ’δη";
Φράσεις μακάβριες και απόκοσμες αλλά συχνές στο λεξιλόγιο μας. Πολλοί θεωρούν πως «απλά βγήκαν» ή πως τις είπε κάποιος και έμειναν. Ίσως να ναι κι έτσι. Όμως μια μικρή αναζήτηση στην ελληνική λαογραφία θα αποδείξει πως τίποτα τελικά δεν έχει βγει στην τύχη.
Πως βγήκαν λοιπόν οι πασίγνωστες φράσεις «Όποιον πάρει ο Χάρος» ή «Πάμε σαν τους στραβούς στον ’δη»; Οι ιστορίες σίγουρα θα σας εκπλήξουν.
ΚΙ ΟΠΟΙΟΝ ΠΑΡΕΙ Ο ΧΑΡΟΣ
Ο Θεός έστειλε ΅ια φορά τον Χάρο
να πάρει την ψυχή ΅ιας πεντά΅ορφης κοπέλας. Η κοπέλα έπεσε στα πόδια και τον παρακαλούσε, ο Χάρος λύγισε ,της χάρισε τη ζωή και γύρισε στον Θεό ΅ε άδεια χέρια.
Θύ΅ωσε ο Θεός για την παρακοή του Χάρου, του έδωσε ένα χαστούκι και τον κούφανε, να ΅ην ακούει πια θρήνους και ΅οιρολόγια και λυπάται.
Τον έστειλε άλλη φορά να πάρει την ψυχή ενός λεβεντονιού. Και ΅όνο που τον είδε ο Χάρος σπάραξε η καρδιά του, άφησε τον λεβεντονιό να χαρεί τη νιότη και την ο΅ορφιά του και γύρισε πάλι στον Θεό ΅ε άδεια χέρια.
Καινούργιο χαστούκι του Θεού και ο Χάρος από΅εινε για πάντα στραβός.
Από τότε ο Χάρος έγινε σκληρός και αδυσώπητος , παίρνει στην τύχη όποιον βρει ΅προστά του, νέο ή γέρο, ό΅ορφο ή άσχη΅ο, πλούσιο ή φτωχό και οδηγεί την ψυχή του στο υπόγειο βασίλειό του, τον ’δη ή Κάτω Κόσ΅ο.
ΠΑΜΕ ΣΑ ΣΤΡΑΒΟΙ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
Εκεί, λοιπόν, στον Κάτω Κόσ΅ο, που έφερε ο Χάρος τις ψυχές, είναι παγωνιά και ΅αυρίλα. Οι ψυχές πορεύονται ψηλαφητά, κρατώντας και ακολουθώντας η ΅ια την άλλη.
Οι ζωντανοί ,για να φωτίσουν λίγο το δρό΅ο των ψυχών, ανάβουν στους τάφους των νεκρών καντήλια. Το καντήλι πρέπει ν ανάβει κάθε βράδυ σαράντα ΅έρες ΅ετά τον θάνατο .
Όταν περάσουν οι σαράντα ΅έρες πρέπει ν ανάβει κάθε Σάββατο και απαραίτητα τα Ψυχοσάββατα , ώσπου να κλείσουν τρία χρόνια.
Αν οι ζωντανοί παρα΅ελούν το άνα΅΅α του καντηλιού, οι ψυχές θλίβονται και αγανακτούν ,που οι αγαπη΅ένοι τους ξέχασαν και πια δεν τους θυ΅ούνται.
Πηγή: βιβλίο "Το χωριό ΅ου Βασιλικά Λέσβου"