Καλώς ή κακώς (και μάλλον κακώς) το στρες και η ανισότητα αποτελούν δεδομένα της σύγχρονης ζωής. Μια νέα ελβετική επιστημονική έρευνα έρχεται να συσχετίσει αυτά τα δύο φαινομενικά άσχετα πράγματα, δείχνοντας ότι επειδή ένας άνθρωπος με στρες έχει μειωμένη αυτοπεποίθηση, αυτό τον φέρνει σε μειονεκτική θέση σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο.

Στον βαθμό που κάτι τέτοιο συμβαίνει σε μεγάλο μέρος των ανθρώπων, το στρες και το άγχος εντείνουν γενικότερα τις ανισότητες. Στην ουσία, πρόκειται για την πρώτη μελέτη, η οποία επιβεβαιώνει ότι όχι μόνο η ανισότητα προκαλεί στρες, αλλά ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή ότι το στρες «γεννά» ανισότητα.

Οι ερευνητές της Ομοσπονδιακής Πολυτεχνικής Σχολής της Λωζάννης (EFPL), με επικεφαλής την Κάρμεν Σάντι, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Psychoneuroendocrinology» (Ψυχονευροενδοκρινολογία), πραγματοποίησαν πειράματα με 230 εθελοντές. Οι τελευταίοι αξιολογήθηκαν για τον βαθμό του στρες που είχαν και παράλληλα κλήθηκαν να εκτελέσουν διάφορα καθήκοντα (εικονικές συνεντεύξεις για πρόσληψη, χρηματικά παιγνίδια με κίνητρο το κέρδος κ.α.)

Τα πειράματα, σύμφωνα με τους ερευνητές, έδειξαν ότι το στρες και το μεγάλο άγχος παγιδεύουν τους ανθρώπους σε έναν φαύλο κύκλο, με αποτέλεσμα να υστερούν σε κρίσιμες στιγμές της ζωής τους, π.χ. όταν ανταγωνίζονται άλλους υποψηφίους για την πρόσληψη σε κάποια δουλειά.

Η αυτοπεποίθηση συνιστά καθοριστικό παράγοντα επιτυχίας και ανταγωνιστικότητας σε μια κοινωνία, ιδίως στο βαθμό που αυτή είναι ανταγωνιστική. Οι άνθρωποι με στρες και χωρίς αυτοπεποίθηση, όπως φάνηκε και από τα πειράματα, δεν αξιοποιούν σωστά τις ευκαιρίες που τους παρουσιάζονται, ούτε παίρνουν πάντα τις κατάλληλες αποφάσεις. Όσο πιο απειλητικό βιώνει κανείς τον κόσμο γύρω του, τόσο περισσότερο στρες έχει και τόσο δυσκολότερα αποδίδει.

Από την άλλη, οι επιστήμονες τόνισαν ότι όπου υπάρχει μεγάλη ανισότητα (π.χ. μεγάλο χάσμα πλουσίων και φτωχών), οι άνθρωποι στο κατώτερο τμήμα της κοινωνικοοικονομικής κλίμακας «φορτώνονται» με υψηλά επίπεδα στρες.