Με κύριο άρθρο την Ελλάδα και την ευρωπαϊκή δημοκρατία, η εφημερίδα «The Washington Post» αναλύει την οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων και τις καταστροφικές συνέπειες που είχε για την χώρα μας καθώς και την άνοδο των ακραίων λαϊκιστών φέρνοντας ώς παράδειγμα την άνοδο στην εξουσία το 2015, ενός αριστερού πολιτικού νεόφυτου του Αλέξη Τσίπρα.

Πιο αναλυτικά στο δημοσίευμα η εφημερίδα «The Washington Post» γράφει ότι «Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ξεκίνησε στην Ελλάδα. Μερικοί λένε ότι σχεδόν τελείωσε και εκεί. Περίπου πριν από μια δεκαετία, καθώς ο κόσμος βυθίστηκε από την οικονομική κρίση, τα επίσημα οικονομικά στοιχεία της Αθήνας αποδείχτηκαν άσχημα εσφαλμένα. Στην πραγματικότητα, η χώρα πλησίαζε την αφερεγγυότητα, με ενδεχομένως καταστροφικές συνέπειες όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τις υπόλοιπες 18 χώρες της Ευρωζώνης που χρησιμοποιούν το κοινό νόμισμα, το ευρώ. Καθώς η χώρα κατέρρευσε στην κατάθλιψη και το χάος, φαινόταν ώριμη για τη λήψη ακραίων και λαϊκών ακραίων λαϊκιστών. Και μάλιστα, ένας πολύ αριστερός πολιτικός νεόφυτος, ο Αλέξης Τσίπρας, κέρδισε την πρωθυπουργεία το 2015, υποσχόμενος να αψηφήσει τους διεθνείς πιστωτές της Ελλάδας και να πραγματοποιήσει επαναστατικές αλλαγές».

washington_post


Αναφορά όμως γίνεται και στις εκλογές της 7ης Ιουλίου και στην ιστορική νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη τονίζοντας την πολιτική αλλαγή που αποφάσισαν οι πολίτες για τη χώρα μας.

«Την περασμένη Κυριακή όμως οι Έλληνες ψηφοφόροι πήγαν ειρηνικά στις κάλπες και ήρεμα αλλά αποφασιστικά ψήφισαν υπέρ του κεντροδεξιού κόμματος Νέας Δημοκρατίας με επικεφαλής τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Συνολικά, είναι μια μαλακή πολιτική προσγείωση για την Ελλάδα, με ελπιδοφόρες επιπτώσεις στην ανθεκτικότητα του ελληνικού και του ευρωπαϊκού, δημοκρατικού πολιτισμού».

Ο κ. Τσίπρας τα χρόνια της πρωθυπουργίας του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις ριζοσπαστικές πολιτικές υπέρ της μόνης ρεαλιστικής επιλογής: αποδοχή μακροπρόθεσμης διάσωσης από τους δανειστές υπό την ηγεσία της Γερμανίας, η οποία απαιτούσε αυστηρά μέτρα ελέγχου του χρέους και παρατεταμένη ύφεση για τη διατήρηση του ευρώ. Σήμερα, η οικονομία της Ελλάδας είναι 24% μικρότερη από ό, τι ήταν το 2007, αλλά τουλάχιστον η ανάπτυξη έχει ξαναρχίσει και έχουν ξεκινήσει να δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας αν και μάλλον περιορισμένες.

Ο πρώην πρωθυπουργός πέτυχε το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιονομικής λιτότητας του μέσω φορολογικών αυξήσεων. Αν είχε πραγματοποιήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να καταστήσει την Ελλάδα πιο αποτελεσματική και φιλική προς τις επενδύσεις, η ανάπτυξη θα μπορούσε να ήταν ταχύτερη και το ελληνικό εκλογικό σώμα πιο ευτυχισμένο με τις επιδόσεις του. Οι ομάδες πολιτικών συμφερόντων και η ιδεολογία του κ. Τσίπρα απέκλεισαν μια τέτοια προσέγγιση και έχασε από τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος υποσχέθηκε να περιορίσει τους φόρους, να προσελκύσει ξένες επενδύσεις και να επανεξετάσει την ελληνική γραφειοκρατία, η δυσλειτουργία της οποίας είναι ένας σημαντικός λόγος που η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών στην έρευνα ευελιξίας της Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Παρόλο που ο κ. Μητσοτάκης φέρει ένα υψηλά τεχνοκρατικό βιογραφικό, υπάρχουν λόγοι να υπάρχει σκεπτικισμός για τον ίδιο και για τις υποσχέσεις του. Οι διαρθρωτικές παθογένειες της Ελλάδας μπορεί να είναι τόσο βαθιές, συνεχίζει το άρθρο, που να βρίσκονται εκτός των δυνατοτήτων οποιουδήποτε μεταρρυθμιστή που θέλει να τις ξεριζώσει. Και παρά τις καλές του προθέσεις, ο κ. Μητσοτάκης είναι επικεφαλής ενός κόμματος, η παλιά φρουρά του οποίου μοιράζεται την ευθύνη για την πολιτική διαφθορά κατά της οποίας επαναστάτησαν οι Ελληνες ψηφίζοντας στον κ. Τσίπρα.

Ο κ. Μητσοτάκης, γράφει η «The Washington Post», πρέπει να ενεργήσει άμεσα και με ειλικρίνεια, προκειμένου η Ελλάδα να επιτύχει τελικά την ελάφρυνση του χρέους της, που σήμερα ισοδυναμεί με περισσότερο από 170% του συνολικού ΑΕΠ. Εάν πραγματοποιήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, τότε η υπόλοιπη Ευρώπη, υπό την ηγεσία της Γερμανίας, θα πρέπει να είναι πρόθυμη να χαλαρώσει τις αυστηρές δημοσιονομικές συνθήκες, που εξακολουθούν να περιορίζουν την κυβέρνηση της Αθήνας, ιδίως το τον πολύ δύσκολο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα ίσο με 3,5% του ΑΕΠ. Οι υποσχέσεις του κ. Μιτσοτάκη για φορολογικές ελαφρύνσεις και για μεγαλύτερες δαπάνες υποδομής είναι πρακτικές και όχι ψεύτικες. Η παροχή του δημοσιονομικού χώρου για την εκπλήρωσή τους θα έδειχνε στους Έλληνες και σε όλους τους Ευρωπαίους ότι υπάρχει ανταμοιβή για τη διατήρηση της ορθολογικής πολιτικής, ακόμη και υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες.