Ένα πολυπαραγοντικό πλάνο «δημιουργικού σοκ» για την ελληνική οικονομία δρομολογεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με ορίζοντα το δεύτερο εξάμηνο του 2020 και συγκεκριμένη στόχευση. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο τελικός στόχος του πρωθυπουργού είναι μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα η Ελλάδα να είναι σε θέση να ενταχθεί στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που προανήγγειλε ο Μάριο Ντράγκι, ο οποίος διανύει την τελευταία του περίοδο στο τιμόνι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Για να επιτευχθεί ο τελικός στόχος του πρωθυπουργού, ωστόσο, απαιτείται να έχουν ολοκληρωθεί μια σειρά από βήματα, με τα πρώτα από αυτά να έχουν ξεκινήσει από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία.

Τη στρατηγική της κυβέρνησης δείχνουν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τα εμπροσθοβαρούς στρατηγικής νομοσχέδια που περνούν από τη Βουλή.

Πρόκειται κατά βάση για το φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο ψηφίστηκε με διευρυμένη πλειοψηφία και προβλέπει μείωση του ΕΝΦΙΑ μεσοσταθμικά κατά 22% από το 2019 και βελτίωση της ρύθμισης των 120 δόσεων, και σε δεύτερο επίπεδο για το νομοσχέδιο που θα αφορά το άσυλο στα πανεπιστήμια και τη βελτίωση του «Κλεισθένη» για την κυβερνησιμότητα δήμων και περιφερειών - με τα δύο τελευταία στοιχεία να μην έχουν ποσοτικό αντίκτυπο, αλλά να δημιουργούν αίσθημα μακροπρόθεσμης ασφάλειας. Εκτός από την πολιτική βούληση που απέδειξαν οι πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, έχουν και ακόμα έναν στόχο. Αυτός είναι, σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη, η εμπέδωση κλίματος σταθερότητας στην οικονομία, δίνοντας ανάσα στους φορολογούμενους, κλίματος που θα φανεί στα οικονομικά στοιχεία της περιόδου, βελτιώνοντας τα μακροοικονομικά μεγέθη, τα οποία συνεχίζουν να εξετάζονται από τους εταίρους της Ελλάδας. Αξίζει εδώ να σημειωθεί η βελτίωση του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος, ο οποίος, όπως προκύπτει από τα τελευταία στοιχεία της Ε.Ε., τον Ιούλιο αυξήθηκε κατά 4,3 μονάδες σε σχέση με τον Ιούνιο και βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από τον Μάρτιο του 2008.

Στον ίδιο άξονα εντάσσεται και η επιτυχής έκδοση επταετούς ομολόγου από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (OΔΔΗΧ) περίπου μία εβδομάδα μετά τις εκλογές, με την απόδοση να κυμαίνεται στο 1,9% και τις προσφορές να ανέρχονται σε περίπου 13 δισ. ευρώ, υπερκαλύπτοντας κατά περίπου πέντε φορές τον αρχικό στόχο των 2,5 δισ. ευρώ

ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ

Απώτερος στόχος των δύο παραπάνω είναι να επανέλθει η ελληνική οικονομία σε επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους αξιολόγησης. Fitch, Moody’s, Standard & Poor’s και DBRS εκτιμάται από παράγοντες της αγοράς ότι το προσεχές διάστημα θα προχωρήσουν σε σταδιακή αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας. Στην πορεία αυτή βοηθούν οι χαμηλές τιμές των ομολόγων, ενώ αποφασιστική αναμένεται να είναι η πλήρης άρση των capital controls. Μια τέτοια εξέλιξη έχουν προβλέψει και επενδυτικές τράπεζες, όπως η Barclays, εκτιμώντας ότι η Ελλάδα έχει πιθανότητες να μπει στην ομάδα των χωρών που κατέχουν «επενδυτική βαθμίδα» στο β’ εξάμηνο του 2020. Αυτό εκτιμάται ότι θα δώσει ένα «όπλο» στα χέρια του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ώστε η Ελλάδα να ενταχθεί στο πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων, γνωστό και ως ποσοτική χαλάρωση, έχοντας εκπληρώσει μία βασική προϋπόθεση, αυτή της επενδυτικής βαθμίδας.

Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα έμεινε εκτός του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ εξαιτίας του πρώτου εξαμήνου της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. και των χειρισμών στις διαπραγματεύσεις. Εκτοτε έχασε το τρένο της ποσοτικής χαλάρωσης, χάνοντας παράλληλα ένα μέσο για την εξασφάλιση φθηνής ρευστότητας. Οσο περίπλοκη και αν είναι η διαδικασία μέχρι τα ελληνικά ομόλογα να ενταχθούν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτελεί τον μείζονα στόχο σε οικονομικό επίπεδο. Ενδεχόμενη επιτυχία εκτιμάται ότι θα προκαλέσει ένα «δημιουργικό σοκ» στην ελληνική οικονομία, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην επιστροφή σε μια κανονικότητα, την οποία η Ελλάδα δεν έχει βιώσει από το 2010 μέχρι σήμερα. Παράλληλα, πρόκειται για μια εξέλιξη που θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία, αφού θα αποκατασταθεί περαιτέρω η υγιής εικόνα της τραπεζικής αγοράς, θα ομαλοποιηθεί η πρόσβαση των επιχειρήσεων και των πολιτών στον δανεισμό των τραπεζών και θα υπάρξει ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά, με τα οφέλη να φθάνουν στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Στην πορεία αυτή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει «σύμμαχο» τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος είχε σχολιάσει την εξαγγελία του Μάριο Ντράγκι για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ως «παράθυρο ευκαιρίας που ανοίγεται για την Ελλάδα...». Οπως είχε συμπληρώσει ο κεντρικός τραπεζίτης, παρουσιάζεται για τη χώρα μας μια μεγάλη ευκαιρία να καλύψει το έδαφος που έχασε από τη μη ένταξή της στο προηγούμενο αντίστοιχο πρόγραμμα.

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

Σαφή σύνδεση με το αποτέλεσμα των εκλογών και τις στοχεύσεις της Νέας Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη έχουν οι πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης.

Οπως έδειξε η ανάλυση του αποτελέσματος των εκλογών της 7ης Ιουλίου, η αποκαλούμενη «μεσαία τάξη» ήταν εκείνη που έδωσε τη νίκη και κυρίως την αυτοδυναμία στη Νέα Δημοκρατία. Τη «μεσαία τάξη» αφορούσε και το πρώτο νομοσχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη και του οικονομικού επιτελείου, το οποίο ψηφίστηκε στη Βουλή, μειώνοντας τον ΕΝΦΙΑ και βελτιώνοντας τη ρύθμιση των 120 δόσεων.

Σύμφωνα με έμπειρους αναλυτές, πρόκειται για μια μελετημένη κίνηση από τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος δείχνει με πράξεις ότι προτίθεται να κατοχυρώσει και να διευρύνει όσο μπορεί την κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας στην εν λόγω κοινωνική ομάδα. Οι ίδιοι επισημαίνουν με νόημα ότι το αφήγημα της μεσαίας τάξης δεν είναι κάτι καινοφανές, αλλά το είχε αναφέρει ο ίδιος ο πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Στην κεντρική προεκλογική ομιλία του στο Θησείο είχε πει χαρακτηριστικά ότι με τα μέτρα του προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας θέλει «να αναστηθεί η μεσαία τάξη, η ραχοκοκκαλιά της κοινωνίας μας», κάτι που επανέλαβε από το βήμα της Ολομέλειας της Βουλής κατά τη συζήτηση του φορολογικού νομοσχεδίου.

Ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «το νομοσχέδιο υπηρετεί τους στόχους που εξαρχής βάλαμε, τηρώντας τις υποσχέσεις μας: την αναγέννηση της παραγωγικής μεσαίας τάξης, την αναζωογόνηση της αγοράς ακινήτων, την αλλαγή του μείγματος οικονομικής πολιτικής για νέες επενδύσεις, ανάπτυξη και πολλές καλές δουλειές. Και τελικά τη μεγέθυνση του εθνικού προϊόντος, ώστε αυτό να μεταφραστεί σε μεγαλύτερο εισόδημα για κάθε Ελληνίδα, για κάθε Ελληνα».

Η τελευταία φράση αποτυπώνει και ακόμα έναν στόχο, που έχει ως κοινό σημείο τη «μεσαία τάξη», και αυτός είναι η διεύρυνσή της, η οποία θα έχει γίνει πράξη από τη Νέα Δημοκρατία, που έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει στον μετασχηματισμό ενός τμήματος της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται για τους πιο αδύναμους, οι οποίοι είναι το σημείο διαφοροποίησης του φορολογικού νομοσχεδίου σε σχέση με όσα ίσχυαν. Η στόχευση των αλλαγών στις 120 δόσεις ήταν να μπορέσουν να ενταχθούν σε αυτές και οι πιο αδύναμοι, ενώ η μείωση του ΕΝΦΙΑ ναι μεν μεσοσταθμικά είναι 22%, αλλά αγγίζει το 30% για ακίνητη περιουσία μικρότερης αξίας. Πρόκειται για στοχευμένες και κοστολογημένες παρεμβάσεις, στην κατεύθυνση της ανακούφισης της μεσαίας τάξης, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τις πολιτικές της περασμένης κυβέρνησης.

Πόσω μάλλον από τη στιγμή που ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Γιώργος Χουλιαράκης είχαν παραδεχθεί στη Βουλή ότι υπερφορολόγησαν τη μεσαία τάξη.

* Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ», το Σάββατο, 3 Αυγούστου 2019.