Η νέα κυβερνητική κρίση στην Ιταλία των συμμαχικών κυβερνήσεων που επιβάλλει, ουσιαστικώς, το εκλογικό της σύστημα και η ακυβερνησία -για πολλοστή φορά στη γείτονα- που το καθεστώς αυτό προκαλεί, δίνει ένα ισχυρό επιχείρημα στον Κυριάκο Μητσοτάκη για να αποτρέψει την «ιταλοποίηση» της ελληνικής πολιτικής ζωής. Επομένως, η αλλαγή του εκλογικού νόμου της απλής αναλογικής από τη νέα κυβέρνηση έχει σαφή στόχευση εθνικής ανάγκης.

Αλλωστε, δεν έχει ακόμη η χώρα την πολυτέλεια των συχνών εκλογικών αναμετρήσεων, αν δεν συμφωνούν τα κόμματα στον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η ακυβερνησία -πολύμηνος ή όχι- σε αυτές κάθε άλλο παρά επηρεάζει τη λειτουργία του κράτους, καθώς οι χώρες αυτές έχουν γερά δομημένη και έμπειρη σε τέτοιου τύπου αναταράξεις, κρατική μηχανή.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντλεί, επιπλέον, την επιχειρηματολογία της και από την ίδια την πραγματικότητα, που δεν είναι άλλη από τη δυσχέρεια που η καθιέρωση της απλής αναλογικής στις εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει δημιουργήσει. Δημοτικοί άρχοντες και συνδυασμοί που έχουν εκλεγεί με σημαντική μάλιστα διαφορά αδυνατούν να συγκροτήσουν πλειοψηφία στο Δημοτικό Συμβούλιο, με ό,τι και αν αυτό πρακτικά σημαίνει για την ομαλή διοίκηση ενός δήμου. Κάτι που, βεβαίως, επεδίωκε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, γνωρίζοντας ότι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση θα υφίστατο εκλογική πανωλεθρία και επιβεβαιώνοντας έτσι για ποιον λόγο καθιέρωσε την απλή αναλογική.

Ο υπουργός Εσωτερικών, Τάκης Θεοδωρικάκος, σε δηλώσεις του ανέφερε ότι «μετά το καλοκαίρι θα κατατεθεί στη Βουλή για ψήφιση ο νέος εκλογικός νόμος για τις εθνικές εκλογές». «Δεν υπάρχει», είπε, «κανένας λόγος μέσα στον Αύγουστο να κάνουμε κάτι τέτοιο, αλλά προετοιμαζόμαστε. Ο στόχος μας είναι να φέρουμε έναν εκλογικό νόμο αναλογικό, αλλά ταυτόχρονα ο εκλογικός νόμος πρέπει να διευκολύνει τον σχηματισμό κυβερνήσεων για να υπάρξει πολιτική σταθερότητα στη χώρα. Θα τον συζητήσουμε με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Θα τον συζητήσουμε με την κοινωνία, με στόχο να πετύχουμε τις μέγιστες δυνατές συγκλίσεις και συναινέσεις». Σε σχέση με τις δηλώσεις του κ. Θεοδωρικάκου, αυτό που έχει επιπρόσθετη σημασία είναι η αναφορά του στην πιθανότητα αλλαγών και στο σχετικό άρθρο του Συντάγματος -δεδομένης της συνταγματικής αναθεώρησης-, έτσι ώστε το νέο εκλογικό σύστημα, που θα εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις ώστε να μην υπάρχει ακυβερνησία, να ισχύσει από τις αμέσως επόμενες εκλογές. Ετσι, η κυβέρνηση θα προωθήσει έναν εκλογικό νόμο που θα επιτρέπει την αυτοδυναμία στο πρώτο κόμμα, με μικρή ίσως διαφοροποίηση σε σχέση με την προηγούμενη απλή αναλογική τη μείωση των εδρών του μπόνους τόσο ώστε να μη διακυβεύεται η αυτοδυναμία.

Λαϊκή πλειοψηφία

Πέραν όμως της αυτονόητης ανάγκης για ομαλές πάντα πολιτικές εξελίξεις με την αποτροπή της ακυβερνησίας μέσω του εκλογικού συστήματος, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει με το μέρος της και τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία στο θέμα αυτό. Πράγματι, σε σειρά δημοσκοπήσεων που είχαν διενεργηθεί προεκλογικώς, πέραν της, για πρώτη φορά σε τέτοια υψηλά ποσοστά, πρόθεσης της κοινής γνώμης να επισπευσθούν οι εκλογές -δηλαδή να αλλάξει η κυβέρνηση-, καταγραφόταν ένα πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ αυτοδύναμων κυβερνήσεων. Πρόθεση που μεταφράζεται, βεβαίως, ως ανάγκη ενός εκλογικού συστήματος που θα εξασφαλίζει ισχυρές κυβερνήσεις.

Οι έρευνες 

Αναφέρουμε ενδεικτικώς: Σε έρευνα της MARC, τον περασμένο Ιούνιο, το 50,1% δήλωνε ότι θέλει μία κυβέρνηση της Ν.Δ., είτε αυτοδύναμη είτε σε συνεργασία με άλλο κόμμα. Μάλιστα, το 65% των ψηφοφόρων του ΚΙΝ.ΑΛ. επιθυμούσε μία κυβέρνηση Ν.Δ. είτε αυτοδύναμη είτε σε συνεργασία με άλλο κόμμα. Από τις σχετικές απαντήσεις προέκυπτε η προτίμηση στην αυτοδυναμία, αλλά και ότι το άλλο κόμμα για συνεργασία με τη Ν.Δ., αν δεν ήταν αυτοδύναμη, θα έπρεπε να είναι το ΚΙΝ.ΑΛ. Σε έρευνα, τον ίδιο μήνα, που είχε διενεργήσει η Pulse, οι πολίτες προτιμούσαν αυτοδύναμη κυβέρνηση της Ν.Δ. σε ποσοστό 36% και μόνον ένα 11% προτιμούσε κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού κομμάτων.

Σε έρευνα της Alco τον ίδιο μήνα, το 50% θεωρούσε ότι ήταν αναγκαία μία αυτοδύναμη κυβέρνηση, ενώ ένα 3% δεν τη θεωρούσε αναγκαία. Σε έρευνα της Prorata έναν μήνα αργότερα (αρχές Ιουλίου) και πάλι πλειοψηφούσε η προτίμηση σε αυτοδύναμη κυβέρνηση με ποσοστό 47%, έναντι 44% που δήλωνε ότι θα προτιμούσε συμμαχική κυβέρνηση. Τέλος, σε έρευνα της εταιρείας Rass, μολονότι δεν ετίθετο ευθέως το ερώτημα περί της ανάγκης αυτοδύναμης κυβέρνησης, από τις απαντήσεις προέκυπτε η επιθυμία για την εκλογή από τις κάλπες ισχυρής κυβέρνησης. Κάτι, βεβαίως, που παραπέμπει σε αυτοδυναμία και κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στο ερώτημα «για ποιον λόγο θα ψηφίσετε Ν.Δ.», το 61,6% απαντούσε επειδή πίστευε ότι με νεοδημοκρατική κυβέρνηση θα πάει μπροστά η χώρα, ενώ ένα 30% περίπου (29,9%) για να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η πρόθεση της κυβέρνησης να φέρει ακόμη και συνταγματική αλλαγή ως προς το εκλογικό σύστημα -όπως υπαινίχθηκε ο υπουργός των Εσωτερικών- πηγάζει από την εμπειρία ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα ούτε ωριμότητα ούτε εξοικείωση έχει με την εφαρμογή του ιταλικού μοντέλου - με την ιταλοποίηση, δηλαδή, της πολιτικής ζωής, διά της αναγκαστικής κυβερνητικής συνεργασίας πολλών κομμάτων. Η Ιταλία μπόρεσε να αντέξει πολυκομματικές κυβερνήσεις βραχύβιας διάρκειας γιατί είχε ισχυρή οικονομία, πολύπειρη και, κυρίως, υπεύθυνη επιχειρηματική τάξη και, φυσικά, αποτελεσματικότερη δημόσια διοίκηση.

Αλλο παράδειγμα επιβίωσης ενός κράτους όχι με πολιτική αστάθεια, αλλά κυριολεκτικώς χωρίς κυβέρνηση υπήρξε τα τελευταία χρόνια το Βέλγιο, του οποίου τις δομές δεν διαθέτει η Ελλάδα.

Παταγώδης αποτυχία και κλυδωνισμοί


Μία συνολική αποτίμηση της ιστορικής πορείας του ιταλικού μοντέλου διακυβέρνησης με τους συνασπισμούς πολλών κομμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, παρά την πολιτική κουλτούρα των Ιταλών, εν τούτοις συνολικώς η Ιταλία δεν ωφελήθηκε από αυτήν την κατάσταση. Πρόσφατο παράδειγμα της πολιτικής ασυναρτησίας που δημιουργεί το ιταλικό εκλογικό σύστημα συνιστά το γεγονός ότι την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Εσωτερικών της Ιταλίας και ηγέτης της Λέγκας του Βορρά, Ματέο Σαλβίνι, ζήτησε τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών το συντομότερο δυνατόν, τονίζοντας ότι δεν υφίσταται πλέον πλειοψηφία για τη στήριξη της κυβέρνησης. Ειδοποιώντας, μάλιστα, τον Ιταλό πρωθυπουργό, Τζ. Κόντε, ότι η συμμαχία της Λέγκας του Βορρά με το Κίνημα των Πέντε Αστέρων έχει καταρρεύσει.

Σε μία ιστορική αναδρομή του τι συνέβη με το εκλογικό σύστημα στην Ιταλία, μπορούμε να πούμε ότι «προϊόντα» της πολυκομματικής διακυβέρνησης με τους πολλούς συμβιβασμούς μεταξύ των πολιτικών αρχηγών των κομμάτων που απάρτιζαν τις εκάστοτε κυβερνήσεις στη γείτονα, αποτέλεσαν τρία δυσάρεστα φαινόμενα:
(α) Η ανάπτυξη της εγχώριας τρομοκρατίας, που ταλαιπώρησε τη χώρα επί πολλά χρόνια.
(β) Η επέκταση του οργανωμένου εγκλήματος, που εξακολουθεί να έχει τη δική του δυναμική, επηρεάζοντας ακόμη και τα πολιτικά πράγματα στη γείτονα (περιπτώσεις Τζούλιο Αντρεότι και Μπετίνο Κράξι, παλαιότερα).
(γ) Η εμφάνιση του φαινομένου Μπερλουσκόνι, που προσέδωσε και μία διάσταση φαιδρότητας και θεατρικότητας στα πολιτικά πράγματα της Ιταλίας, σε βάρος του κύρους της στον διεθνή χώρο. Ενώ «διάδοχος» στη φαιδρότητα του μπερλουσκονισμού υπήρξε ο κωμικός Πέπε Γκρίλο και το κόμμα των 5 Αστέρων. Και σήμερα ακόμη η Ιταλία ταλανίζεται κυβερνητικά με ετερόκλητες, εξ ανάγκης συμμαχίες.

Εμπειρία 

Η είσοδος περισσότερων κομμάτων στη Βουλή, που θα ευνοούσε το σύστημα της «άδολης απλής αναλογικής», ειδικώς μάλιστα αν καθιερωνόταν και μείωση του ποσοστού εισόδου ενός κόμματος στο Κοινοβούλιο, κάθε άλλο παρά θα εξασφάλιζε τη διάρκεια μιας κυβέρνησης συμμαχικής εκ πολλών κομμάτων. Από την άλλη πλευρά και καθαρά μέσα σε πολιτικό πλαίσιο, αν, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν, ένα κυβερνητικό στέλεχος μπορεί να εκβιάζει έναν πρωθυπουργό, καταλαβαίνει κανείς τι θα συμβαίνει όταν πολλά μικρά κόμματα συμμαχήσουν με ένα μεγάλο για να συγκροτήσουν κυβέρνηση.

Η ελληνική εμπειρία από εκλογές που διεξήχθησαν με απλή αναλογική είναι μάλλον πικρή, ενώ η μέχρι σήμερα αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας κυβερνήσεων μονοκομματικών ή συμμαχικών καταρρίπτει, τουλάχιστον όσον αφορά στα ελληνικά πράγματα, τη θεωρία ότι κυβερνήσεις συνασπισμού μπορούν και παίρνουν ρηξικέλευθες αποφάσεις ή μπορούν να προχωρούν σε εντυπωσιακές μεταρρυθμίσεις. Αλλωστε, δύο κορυφαίες εθνικές επιλογές, όπως ήταν η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ -για την οποία υπήρχαν και σφοδρές εσωτερικές αντιδράσεις- και η συμμετοχή της χώρας στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, μονοκομματικές κυβερνήσεις τις προώθησαν.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 18/8/2019