Νέα ήθη στην Επιτροπή Ανταγωνισμού από το Μαξίμου: Υπερκομματικές και με απόλυτη αξιοκρατία οι επιλογές
Mια απλή σύγκριση με τα βιογραφικά εκείνων που τοποθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει σταθερός στις αρχές της αξιοκρατίας και της αμεροληψίας.
Οι αποφάσεις της κυβέρνησης για τη νέα ηγεσία της Επιτροπής Ανταγωνισμού, έδωσαν ένα ακόμα στίγμα για τη νέα εποχή στη χώρα μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 και την αυτοδύναμη νίκη της Νέας Δημοκρατίας.
Το Μέγαρο Μαξίμου και προσωπικά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξαν πρόσωπα στην κατεύθυνση της πλήρους ανεξαρτητοποίησης και αναβάθμισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού: Τα βιογραφικά του Ιωάννη Λιανού, της Καλλιόπης Μπενετάτου, της Μαρίας Ιωαννίδου και της Μαρίας-Ιωάννας Ράντου απαντούν από μόνα τους, σε όλους όσοι βιάστηκαν να αποδώσουν στο Μέγαρο Μαξίμου προθέσεις χειραγώγησης της Ανεξάρτητης Αρχής.
Μάλιστα, μια απλή σύγκριση με τα βιογραφικά εκείνων που τοποθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει σταθερός στις αρχές της αξιοκρατίας και της αμεροληψίας της Δημόσιας Διοίκησης, όταν ο Αλέξης Τσίπρας είχε κομματικοποιήσει τελείως την Ανεξάρτητη Αρχή.
Για παράδειγμα, ο προτεινόμενος για τη θέση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, Ιωάννης Λιανός είναι Καθηγητής στο Λονδίνο, με τεράστιο κύρος πανευρωπαϊκά στα θέματα ανταγωνισμού, πρόκειται να αντικαταστήσει την Βασιλική Θάνου, την οποία συνεχίζει να στηρίζει σθεναρά μέχρι σήμερα, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας.
Η κ. Θάνου, πρώην επικεφαλής δικαστής του Αρείου Πάγου, διορίσθηκε πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού στις 3 Ιανουαρίου 2019, προκαλώντας διαμαρτυρίες από πολιτικούς και σχολιαστές ότι εμπλεκόταν πολύ με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να είναι σε θέση να επιτελεί τα καθήκοντά της ανεξάρτητα και αμερόληπτα. Ο τότε πρωθυπουργός έχει όντως διορίσει την κ. Θάνου σε μια σειρά σημαντικών θέσεων από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην εξουσία το 2015, προκαλώντας κάθε φορά έντονη κριτική ως προς τις περιστάσεις που οδήγησαν τελικώς στην επιλογή της.
Αρχικά, η κυβέρνηση επέλεξε, την 29η Ιουνίου 2015, ως πρόεδρο του Αρείου Πάγου την Βασιλική Θάνου, συνδικαλίστρια στον δικαστικό χώρο, πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, παρακάμπτοντας την επετηρίδα.
Η Θάνου είχε διαπρέψει σε αντιμνημονιακές ανακοινώσεις, είχε στείλει επιστολή στον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ζητώντας του να παρέμβει στα όργανα της ΕΕ υπέρ των προτάσεων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, είχε χαρακτηρίσει την κυβέρνηση Σαμαρά «κυβέρνηση κράτους απολυταρχικού», ενώ είχε ηγηθεί σε απεργία των δικαστικών, με οικονομικές διεκδικήσεις, κατά παράβαση του Συντάγματος.
Η μεταμεσονύκτια εκλογή της -στις 29 Ιουνίου- είχε προφανή σκοπιμότητα, καθώς στις 27 Αυγούστου 2015 έγινε, ως μοναδική πρόεδρος ανώτατου δικαστηρίου, δεδομένου ότι οι άλλες δύο θέσεις, στο ΣτΕ και το Ελεγκτικό Συνέδριο, ήταν ακόμη κενές, υπηρεσιακή πρωθυπουργός στην κυβέρνηση που διεξήγαγε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015.
Γνωστή άλλωστε ήταν και η προδήλως αντισυνταγματική προσπάθεια της, να αλλάξει το όριο συνταξιοδότησης των δικαστικών προκειμένου να παραμείνει στη θέση της προέδρου του Αρείου Πάγου, η οποία φυσικά ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από το νομικό και πολιτικό κόσμο.
Μετά την αποχώρησή της λόγω συνταξιοδότησης, ο τότε πρωθυπουργός Α.Τσίπρας την διόρισε στις 11 Ιουλίου 2017, ως επικεφαλής του Νομικού του Γραφείου (Νομικό Γραφείο της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης), θέση από την οποία αποχώρησε για να αναλάβει το νέο της ρόλο ως πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Η Διεθνής Διαφάνεια άσκησε κριτική στην κυβέρνηση Τσίπρα, διαπιστώνοντας ότι ο διορισμός της εντέλει θέτει σε αμφισβήτηση την ανεξαρτησία του οργάνου.
Σκληρό κομματικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και η Αντιπρόεδρος
Για τη θέση της αντιπροέδρου, η κυβέρνηση Μητσοτάκη πρότεινε την διδάκτωρα, Καλλιόπη Μπενετάτου, η οποία έχει δεκαετή θητεία σε θέσεις ευθύνης στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και είχε χειριστεί με επιτυχία τη μεγάλη υπόθεση με το καρτέλ των εργολάβων. Με την επιλογή της κ. Μπενετάτου, το Μαξίμου έδειξε και την εμπιστοσύνη που έχει στα στελέχη που βρίσκονται μέσα στην Επιτροπή, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, που και στη θέση της αντιπροέδρου είχε τοποθετήσει ένα ακόμη σκληρό κομματικό στέλεχος, την Άννα Νάκου, στενή συνεργάτιδα του Νίκου Παππά.
Η κ. Νάκου μπήκε στην Υπηρεσία της Επιτροπής Ανταγωνισμού το 2011 χωρίς να έχει μέχρι τότε καταλάβει θέση ευθύνης (λ.χ. θέση Προϊσταμένης ή Διευθύντριας) στη Γενική Διεύθυνση της Αρχής. Ο διορισμός της στην κορυφαία διοικητική θέση προκάλεσε σημαντικές πολιτικές αντιδράσεις εκείνη την περίοδο, καθώς, πριν αναλάβει τα καθήκοντά της, είχε αποσπαστεί για σειρά ετών έτη στο πολιτικό γραφείο του υπουργού Νίκου Παππά ως σύμβουλός του.
Η πρώτη απόσπαση, στο πολιτικό γραφείο του κ. Παππά, τότε Υπουργού Επικρατείας, έγινε στις 13 Μαΐου 2015, λίγους μόνο μήνες αφότου ανέλαβε τη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, αποσπάστηκε εκ νέου (12 Οκτωβρίου 2015), στο πολιτικό γραφείο του κ. Παππά, που ήταν και πάλι υπουργός Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά τον ανασχηματισμό του 2016, η κ. Νάκου αποσπάστηκε ξανά (1 Δεκεμβρίου 2016) στο γραφείο του Ν. Παππά, υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Εξακολούθησε να είναι αποσπασμένη σύμβουλος του υπουργού μέχρι και το διορισμό της ως αντιπροέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού στις 6 Απριλίου 2017 -ενώ και η απόσπασή της πρακτικά ήρθη δύο μήνες μετά το διορισμό της στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ανεξάρτητης Αρχής, στις 2.6.2017, με αναδρομική ισχύ.
Ενόσω ήταν αποσπασμένη στο γραφείο του κ Παππά, εργάσθηκε σε μία νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, σχετικά με τους διαγωνισμούς για τις τηλεοπτικές άδειες που πρακτικά περιόριζε τον αριθμό των αδειών εθνικής εμβέλειας σε μόνο τέσσερις.
Τελικώς, ο νόμος προσβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, και κρίθηκε αντισυνταγματικός. Πρόσφατα, η συμμετοχή της κας Νάκου σε υποθέσεις μέσων μαζικής ενημέρωσης έγινε αντικείμενο κριτικής, διότι ο πρώην εργοδότης της Νίκος Παππάς, ήταν αρμόδιος για την εποπτεία των μέσων μαζικής ενημέρωσης κατά το χρόνο μάλιστα που η κα Νάκου ήταν αποσπασμένη στο γραφείο του.
Κομματικά και τα υπόλοιπα στελέχη
Ωστόσο και για τις θέσεις των εισηγητών-τακτικών Μελών, η κυβέρνηση της ΝΔ πρότεινε σήμερα πρόσωπα εγνωσμένου κύρους με μεγάλη εμπειρία: την Καθηγήτρια στο Δίκαιο Ανταγωνισμού, Μαρία Ιωαννίδου και την Ειδική Νομική Σύμβουλο του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης της Ευρωπαϊκή Ένωσης, Μαρία-Ιωάννα Ράντου. Σε μία από τις θέσεις αυτές ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τοποθετήσει τον Ιωάννη Παύλοβιτς, ένα ακόμη κομματικό στέλεχος, που κατείχε πριν το διορισμό του, διάφορες θέσεις συμβούλου στη Γενική Γραμματεία της κυβέρνησης Τσίπρα.
Στις 6 Μαρτίου 2015, λίγους μήνες μετά την άνοδο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, διορίσθηκε από τον τότε πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, ως ειδικός σύμβουλος στη Γενική Γραμματεία της κυβέρνησης.
Στις 7 Οκτωβρίου 2015, διορίσθηκε από τον κ. Τσίπρα προϊστάμενος του Γραφείου Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης, θέση την οποία κατείχε έως την 4 Ιανουαρίου 2019.
Την ίδια μέρα, στις 4 Ιανουαρίου 2019, ο κ. Τσίπρας αποδέχθηκε την παραίτησή του και τον απάλλαξε από τα καθήκοντά του, για να διορισθεί ελάχιστες μέρες αργότερα, στις 7 Ιανουαρίου 2019, μέλος της Επιτροπής από τον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, κ. Δραγασάκη. Ο κ. Παύλοβιτς δεν έχει ούτε γνώσεις, ούτε οποιαδήποτε εμπειρία στο Δίκαιο ή τα οικονομικά του Ανταγωνισμού.
Η πολιτικοποίηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν σταμάτησε μόνο στους επικεφαλής, αλλά προχώρησε και στις ανώτατες θέσεις της ιεραρχίας της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού: σε μία θέση Γενικού Διευθυντή και δύο θέσεις Διευθυντών (σε σύνολο τεσσάρων).
Συγκεκριμένα, τουλάχιστον δύο από τα διορισθέντα πρόσωπα ήταν τοποθετημένα μέχρι πρόσφατα ως σύμβουλοι υπουργών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ή άλλων ανώτατων στελεχών αυτής.
Η μέθοδος ήταν και στην περίπτωση αυτή η ίδια: στελέχη της Αρχής που είχαν αποσπαστεί σε υπουργεία μετά την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015 επέστρεψαν στην Αρχή για αναλάβουν ανώτατες θέσεις, χωρίς έχουν την οποιαδήποτε, ή να έχουν ελάχιστη μόνο, διοικητική εμπειρία στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού – παραγκωνίζοντας, εντωμεταξύ, στελέχη με περισσότερα χρόνια διοικητικής εμπειρίας και ευδόκιμη υπηρεσία σε θέσεις ευθύνης ως Προϊστάμενοι ή Διευθυντές.
Σύμφωνα με πληροφορίες, και το πρόσωπο που διορίσθηκε στην τρίτη θέση συνδέεται με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για την Σύλβια Καμπαλούρη, που διορίσθηκε υπό την προεδρία της κ. Θάνου, γενική διευθύντρια στις 5 Φεβρουαρίου 2019. Και η κα Καμπαλούρη δεν είχε ουδεμία προηγούμενη διοικητική εμπειρία, καθώς δεν είχε επιλεγεί ποτέ ούτε ως προϊσταμένη Τμήματος, ούτε ως διευθύντρια, πριν την τοποθέτησή της ως γενική διευθύντρια.
Στις 3 Νοεμβρίου 2015, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, είχε αποσπασθεί στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου του υπουργείου Ανάπτυξης. Αργότερα, στις 23 Σεπτεμβρίου 2016, αποσπάσθηκε στο πολιτικό γραφείο του κ. Βερναδάκη, τότε υπουργού Εσωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ.
Το Μέγαρο Μαξίμου και προσωπικά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξαν πρόσωπα στην κατεύθυνση της πλήρους ανεξαρτητοποίησης και αναβάθμισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού: Τα βιογραφικά του Ιωάννη Λιανού, της Καλλιόπης Μπενετάτου, της Μαρίας Ιωαννίδου και της Μαρίας-Ιωάννας Ράντου απαντούν από μόνα τους, σε όλους όσοι βιάστηκαν να αποδώσουν στο Μέγαρο Μαξίμου προθέσεις χειραγώγησης της Ανεξάρτητης Αρχής.
Μάλιστα, μια απλή σύγκριση με τα βιογραφικά εκείνων που τοποθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει σταθερός στις αρχές της αξιοκρατίας και της αμεροληψίας της Δημόσιας Διοίκησης, όταν ο Αλέξης Τσίπρας είχε κομματικοποιήσει τελείως την Ανεξάρτητη Αρχή.
Για παράδειγμα, ο προτεινόμενος για τη θέση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, Ιωάννης Λιανός είναι Καθηγητής στο Λονδίνο, με τεράστιο κύρος πανευρωπαϊκά στα θέματα ανταγωνισμού, πρόκειται να αντικαταστήσει την Βασιλική Θάνου, την οποία συνεχίζει να στηρίζει σθεναρά μέχρι σήμερα, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας.
Η κ. Θάνου, πρώην επικεφαλής δικαστής του Αρείου Πάγου, διορίσθηκε πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού στις 3 Ιανουαρίου 2019, προκαλώντας διαμαρτυρίες από πολιτικούς και σχολιαστές ότι εμπλεκόταν πολύ με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να είναι σε θέση να επιτελεί τα καθήκοντά της ανεξάρτητα και αμερόληπτα. Ο τότε πρωθυπουργός έχει όντως διορίσει την κ. Θάνου σε μια σειρά σημαντικών θέσεων από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην εξουσία το 2015, προκαλώντας κάθε φορά έντονη κριτική ως προς τις περιστάσεις που οδήγησαν τελικώς στην επιλογή της.
Αρχικά, η κυβέρνηση επέλεξε, την 29η Ιουνίου 2015, ως πρόεδρο του Αρείου Πάγου την Βασιλική Θάνου, συνδικαλίστρια στον δικαστικό χώρο, πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, παρακάμπτοντας την επετηρίδα.
Η Θάνου είχε διαπρέψει σε αντιμνημονιακές ανακοινώσεις, είχε στείλει επιστολή στον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ζητώντας του να παρέμβει στα όργανα της ΕΕ υπέρ των προτάσεων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, είχε χαρακτηρίσει την κυβέρνηση Σαμαρά «κυβέρνηση κράτους απολυταρχικού», ενώ είχε ηγηθεί σε απεργία των δικαστικών, με οικονομικές διεκδικήσεις, κατά παράβαση του Συντάγματος.
Η μεταμεσονύκτια εκλογή της -στις 29 Ιουνίου- είχε προφανή σκοπιμότητα, καθώς στις 27 Αυγούστου 2015 έγινε, ως μοναδική πρόεδρος ανώτατου δικαστηρίου, δεδομένου ότι οι άλλες δύο θέσεις, στο ΣτΕ και το Ελεγκτικό Συνέδριο, ήταν ακόμη κενές, υπηρεσιακή πρωθυπουργός στην κυβέρνηση που διεξήγαγε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015.
Γνωστή άλλωστε ήταν και η προδήλως αντισυνταγματική προσπάθεια της, να αλλάξει το όριο συνταξιοδότησης των δικαστικών προκειμένου να παραμείνει στη θέση της προέδρου του Αρείου Πάγου, η οποία φυσικά ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από το νομικό και πολιτικό κόσμο.
Μετά την αποχώρησή της λόγω συνταξιοδότησης, ο τότε πρωθυπουργός Α.Τσίπρας την διόρισε στις 11 Ιουλίου 2017, ως επικεφαλής του Νομικού του Γραφείου (Νομικό Γραφείο της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης), θέση από την οποία αποχώρησε για να αναλάβει το νέο της ρόλο ως πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Η Διεθνής Διαφάνεια άσκησε κριτική στην κυβέρνηση Τσίπρα, διαπιστώνοντας ότι ο διορισμός της εντέλει θέτει σε αμφισβήτηση την ανεξαρτησία του οργάνου.
Σκληρό κομματικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και η Αντιπρόεδρος
Για τη θέση της αντιπροέδρου, η κυβέρνηση Μητσοτάκη πρότεινε την διδάκτωρα, Καλλιόπη Μπενετάτου, η οποία έχει δεκαετή θητεία σε θέσεις ευθύνης στην Επιτροπή Ανταγωνισμού και είχε χειριστεί με επιτυχία τη μεγάλη υπόθεση με το καρτέλ των εργολάβων. Με την επιλογή της κ. Μπενετάτου, το Μαξίμου έδειξε και την εμπιστοσύνη που έχει στα στελέχη που βρίσκονται μέσα στην Επιτροπή, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, που και στη θέση της αντιπροέδρου είχε τοποθετήσει ένα ακόμη σκληρό κομματικό στέλεχος, την Άννα Νάκου, στενή συνεργάτιδα του Νίκου Παππά.
Η κ. Νάκου μπήκε στην Υπηρεσία της Επιτροπής Ανταγωνισμού το 2011 χωρίς να έχει μέχρι τότε καταλάβει θέση ευθύνης (λ.χ. θέση Προϊσταμένης ή Διευθύντριας) στη Γενική Διεύθυνση της Αρχής. Ο διορισμός της στην κορυφαία διοικητική θέση προκάλεσε σημαντικές πολιτικές αντιδράσεις εκείνη την περίοδο, καθώς, πριν αναλάβει τα καθήκοντά της, είχε αποσπαστεί για σειρά ετών έτη στο πολιτικό γραφείο του υπουργού Νίκου Παππά ως σύμβουλός του.
Η πρώτη απόσπαση, στο πολιτικό γραφείο του κ. Παππά, τότε Υπουργού Επικρατείας, έγινε στις 13 Μαΐου 2015, λίγους μόνο μήνες αφότου ανέλαβε τη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, αποσπάστηκε εκ νέου (12 Οκτωβρίου 2015), στο πολιτικό γραφείο του κ. Παππά, που ήταν και πάλι υπουργός Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ. Μετά τον ανασχηματισμό του 2016, η κ. Νάκου αποσπάστηκε ξανά (1 Δεκεμβρίου 2016) στο γραφείο του Ν. Παππά, υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Εξακολούθησε να είναι αποσπασμένη σύμβουλος του υπουργού μέχρι και το διορισμό της ως αντιπροέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού στις 6 Απριλίου 2017 -ενώ και η απόσπασή της πρακτικά ήρθη δύο μήνες μετά το διορισμό της στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ανεξάρτητης Αρχής, στις 2.6.2017, με αναδρομική ισχύ.
Ενόσω ήταν αποσπασμένη στο γραφείο του κ Παππά, εργάσθηκε σε μία νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, σχετικά με τους διαγωνισμούς για τις τηλεοπτικές άδειες που πρακτικά περιόριζε τον αριθμό των αδειών εθνικής εμβέλειας σε μόνο τέσσερις.
Τελικώς, ο νόμος προσβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, και κρίθηκε αντισυνταγματικός. Πρόσφατα, η συμμετοχή της κας Νάκου σε υποθέσεις μέσων μαζικής ενημέρωσης έγινε αντικείμενο κριτικής, διότι ο πρώην εργοδότης της Νίκος Παππάς, ήταν αρμόδιος για την εποπτεία των μέσων μαζικής ενημέρωσης κατά το χρόνο μάλιστα που η κα Νάκου ήταν αποσπασμένη στο γραφείο του.
Κομματικά και τα υπόλοιπα στελέχη
Ωστόσο και για τις θέσεις των εισηγητών-τακτικών Μελών, η κυβέρνηση της ΝΔ πρότεινε σήμερα πρόσωπα εγνωσμένου κύρους με μεγάλη εμπειρία: την Καθηγήτρια στο Δίκαιο Ανταγωνισμού, Μαρία Ιωαννίδου και την Ειδική Νομική Σύμβουλο του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης της Ευρωπαϊκή Ένωσης, Μαρία-Ιωάννα Ράντου. Σε μία από τις θέσεις αυτές ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τοποθετήσει τον Ιωάννη Παύλοβιτς, ένα ακόμη κομματικό στέλεχος, που κατείχε πριν το διορισμό του, διάφορες θέσεις συμβούλου στη Γενική Γραμματεία της κυβέρνησης Τσίπρα.
Στις 6 Μαρτίου 2015, λίγους μήνες μετά την άνοδο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, διορίσθηκε από τον τότε πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, ως ειδικός σύμβουλος στη Γενική Γραμματεία της κυβέρνησης.
Στις 7 Οκτωβρίου 2015, διορίσθηκε από τον κ. Τσίπρα προϊστάμενος του Γραφείου Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης, θέση την οποία κατείχε έως την 4 Ιανουαρίου 2019.
Την ίδια μέρα, στις 4 Ιανουαρίου 2019, ο κ. Τσίπρας αποδέχθηκε την παραίτησή του και τον απάλλαξε από τα καθήκοντά του, για να διορισθεί ελάχιστες μέρες αργότερα, στις 7 Ιανουαρίου 2019, μέλος της Επιτροπής από τον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, κ. Δραγασάκη. Ο κ. Παύλοβιτς δεν έχει ούτε γνώσεις, ούτε οποιαδήποτε εμπειρία στο Δίκαιο ή τα οικονομικά του Ανταγωνισμού.
Η πολιτικοποίηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν σταμάτησε μόνο στους επικεφαλής, αλλά προχώρησε και στις ανώτατες θέσεις της ιεραρχίας της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού: σε μία θέση Γενικού Διευθυντή και δύο θέσεις Διευθυντών (σε σύνολο τεσσάρων).
Συγκεκριμένα, τουλάχιστον δύο από τα διορισθέντα πρόσωπα ήταν τοποθετημένα μέχρι πρόσφατα ως σύμβουλοι υπουργών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ή άλλων ανώτατων στελεχών αυτής.
Η μέθοδος ήταν και στην περίπτωση αυτή η ίδια: στελέχη της Αρχής που είχαν αποσπαστεί σε υπουργεία μετά την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015 επέστρεψαν στην Αρχή για αναλάβουν ανώτατες θέσεις, χωρίς έχουν την οποιαδήποτε, ή να έχουν ελάχιστη μόνο, διοικητική εμπειρία στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού – παραγκωνίζοντας, εντωμεταξύ, στελέχη με περισσότερα χρόνια διοικητικής εμπειρίας και ευδόκιμη υπηρεσία σε θέσεις ευθύνης ως Προϊστάμενοι ή Διευθυντές.
Σύμφωνα με πληροφορίες, και το πρόσωπο που διορίσθηκε στην τρίτη θέση συνδέεται με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για την Σύλβια Καμπαλούρη, που διορίσθηκε υπό την προεδρία της κ. Θάνου, γενική διευθύντρια στις 5 Φεβρουαρίου 2019. Και η κα Καμπαλούρη δεν είχε ουδεμία προηγούμενη διοικητική εμπειρία, καθώς δεν είχε επιλεγεί ποτέ ούτε ως προϊσταμένη Τμήματος, ούτε ως διευθύντρια, πριν την τοποθέτησή της ως γενική διευθύντρια.
Στις 3 Νοεμβρίου 2015, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, είχε αποσπασθεί στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου του υπουργείου Ανάπτυξης. Αργότερα, στις 23 Σεπτεμβρίου 2016, αποσπάσθηκε στο πολιτικό γραφείο του κ. Βερναδάκη, τότε υπουργού Εσωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ.