Την ελπίδα ότι οι πιέσεις της Κριστίν Λαγκάρντ για αναθεώρηση του υψηλού στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα θα συνεχιστούν όταν αναλάβει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εξέφρασε στον ΣΚΑΪ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.

Ο Στέλιος Πέτσας χαρακτήρισε θετική τη δήλωση της πρώην γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ υπέρ της χαλάρωσης των δημοσιονομικών στόχων -όπου διευκρίνισε πάντως ότι εκφράζει τις θέσεις του ΔΝΤ και όχι της ΕΚΤ.

Ο ίδιος υπογράμμισε πως η κυβέρνηση θα επιδιώξει μείωση του στόχου κοντά στο 2% το 2021, αφότου κερδίσει την εμπιστοσύνη των εταίρων μέσω τήρησης των συμφωνηθέντων και υλοποίησης μεταρρυθμίσεων.

Σημείωσε πως η κυβέρνηση έχει ήδη ανοίξει τον διάλογο με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς μέσω επιστολής που έστειλε προ εβδομάδων ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, ενώ παράλληλα ο πρωθυπουργός θέτει το ζήτημα στις επαφές του με ξένους ηγέτες.

Η δήλωση Λαγκάρντ

Η Κριστίν Λαγκάρντ, στο πλαίσιο της ακρόασης από την Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου εν όψει της τοποθέτησής της στην ΕΚΤ, ανέφερε:

«Η άποψη του ΔΝΤ και η δική μου, μιλώντας ακόμα ως ΔΝΤ, είναι ότι ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% της Ελλάδας είναι υπερβολικός και ασκεί υπερβολική πίεση στην ανάκαμψη της οικονομίας στην οποία στοχεύαμε. Το ΔΝΤ συνεχίζει να έχει την ίδια άποψη και καθώς η Ελλάδα βρίσκεται στη φάση ανάκαμψης είναι κάτι που πρέπει να επανεξετάσουμε με μεγάλη προσοχή. Δεν θέλω να ανοίξω το Κουτί της Πανδώρας για το ποιος έκανε τι στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά ειδικά στο τελευταίο μέρος του προγράμματος, το ΔΝΤ είχε εκφράσει επίσημα την άποψη ότι οι απαιτήσεις από την Ελλάδα ήταν υπερβολικές, δεδομένων των δυνατοτήτων της και ότι το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ θα πρέπει να αντικατασταθεί με στόχο μεταξύ 1,5% και 2% μάξιμουμ.»

Το γεγονός ότι η επόμενη πρόεδρος της ΕΚΤ διατυπώνει ευθέως την άποψη ότι ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι υπερβολικός, δείχνει τις προθέσεις της για τη στάση που θα κρατήσει από τη νέα της θέση.

Όπως μάλιστα σχολιάζουν κοινοτικοί παράγοντες, η δήλωση αυτή αποτελεί μια έμμεση αλλά σαφή δέσμευση, που θα επηρεάσει τη στάση της ΕΚΤ στις συζητήσεις που θα ανοίξουν, τόσο στο EuroWorking Group όσο και στο Eurogroup, στο τέλος του 2019.