Το κρίσιμο ραντεβού Μητσοτάκη-Ερντογάν στις ΗΠΑ: Επανεκκίνηση ή αδιέξοδο;
Η ελληνική κυβέρνηση υιοθετεί τους στόχους της Δύσης, αλλά απέναντι στην Αγκυρα στερείται τεχνολογίας, πολιτικής και στρατιωτικής
Η εξωτερική πολιτική που έχει να ασκήσει τώρα, χωρίς περιθώριο για καθυστερήσεις, ο πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, θα κινηθεί σε ένα πλέγµα υποθέσεων που «ζαλίζει». Και µε αυτό το δεδοµένο θα συναντηθεί, άλλωστε, σε λίγες ηµέρες µε τον Ερντογάν ο πρωθυπουργός στη Νέα Υόρκη, µε βαρύ «πακέτο», σε ένα δύσκολο τετ-α-τετ. «Επανεκκίνηση» σχέσεων; Πολύ νωρίς για πρόβλεψη.
Η Ελλάδα βρίσκεται σήµερα µέσα στο πεδίο ενός «µεγάλου παιχνιδιού», που αφορά τη γεωστρατηγική αναδιάταξη και µεταµόρφωση µιας ευρείας περιοχής, όπου οι «ισχυροί» της ∆ύσης, µε «µαέστρο» τις Ηνωµένες Πολιτείες, επιχειρούν σταδιακά, κατά φάσεις. Το όλο σχέδιο εξελίσσεται µε την εξασφάλιση στρατηγικών «κέντρων» που θα εγγυώνται άνεση στρατιωτικών κινήσεων της ∆υτικής Συµµαχίας, κινήσεων µε τις οποίες θα ελέγχονται επίσης οικονοµικοί-εµπορικοί δρόµοι και θαλάσσιοι διάδροµοι για τη Ρωσία και την υπερ-δραστήρια Κίνα. Στο όλο ευρω-ατλαντικό εγχείρηµα, η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής θέσης της, προσφέρει µια στρατηγικά πολύτιµη «εξυπηρέτηση» από τα Βαλκάνια και τα Στενά έως την περιοχή Ανατολικής Μεσογείου - Μέσης Ανατολής. Προέκυψε ήδη από αυτό µια όσο ποτέ άλλοτε στενή στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας - ΗΠΑ, µια διαρκώς αναπτυσσόµενη σχέση µε το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ενώ διαγράφεται έως και το ενδεχόµενο ελληνικής συµµετοχής σε µια στρατηγική «γραµµή» που θα οδηγεί από την Αν. Μεσόγειο στη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωµένα Εµιράτα.
Ενεργειακό ενδιαφέρον
Εκδηλωµένο είναι ήδη και το «ειδικό» ενεργειακό ενδιαφέρον Ευρωπαίων συµµάχων για την Ελλάδα, µε πρώτη τη Γερµανία, από κοντά και τη Γαλλία, που κινούνται ανταγωνιστικά και µεταξύ τους και µε τις ΗΠΑ - µε το Βερολίνο, µάλιστα, να προσπαθεί µε διπλωµατικές πιέσεις να «ανακόψει» τη διεύρυνση των λιµενικών εµπορικών οδών της Κίνας µέσω της Ελλάδας (ιδιαιτέρως, η «κινεζική» αναβάθµιση του Πειραιά έχει «θυµώσει» τα µεγάλα λιµάνια της Β∆ Ευρώπης).
Εύκολα αντιλαµβάνεται κανείς σήµερα το πόσο ικανή, καλά µελετηµένη και οπλισµένη µε γνώσεις και πληροφορίες πρέπει να είναι µια ελληνική κυβέρνηση για να κινείται µέσα σε αυτά τα πεδία. Πόσω µάλλον που στο σκηνικό αυτής της πολύπτυχης υπόθεσης η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από µια ισχυρή πίεση της Τουρκίας του ισλαµιστή Ερντογάν, ο οποίος κινείται µεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον, και κοντά µε το Ιράν, µε οικονοµικό «σπόνσορά» του το Κατάρ, αγνοώντας πολιτικά τις Βρυξέλλες. Τα µεγάλα συµφέροντα της ∆ύσης για τους ενεργειακούς πόρους της Αν. Μεσογείου προσφέρουν ευκαιρίες, αλλά και περιπλέκουν τα πράγµατα για την Αθήνα και τη Λευκωσία. Γι’ αυτό και η ελληνική πλευρά καλείται από «τρίτους» για κάποια «συνεννόηση» µε την Τουρκία, ενώ η Λευκωσία φαίνεται να κάνει, έως έναν βαθµό, το δικό της «κουµάντο» στην υπόθεση της κατανοµής ενεργειακών πόρων µε τους Τουρκοκυπρίους - µε την Αθήνα να «συµπαρίσταται», πάντως, στον επιδέξιο πρόεδρο, Ν. Αναστασιάδη.
Νέες βάσεις
Σε αυτό το περίπλοκο σκηνικό, οι υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφαλείας της Ελλάδας έχουν αποκτήσει αυξηµένο βάρος και η διαχείρισή τους απαιτεί υψηλής ποιότητας στρατηγικές και πολιτική δουλειά σε νέες βάσεις. Αυτήν τη στιγµή, σοβαρή οργάνωση για µια νέα, δραστήρια, µε σύγχρονα µέσα, διπλωµατική µηχανή δεν υπάρχει, παρά το ικανό ανθρώπινο δυναµικό της. Το σύστηµα στο υπουργείο Εξωτερικών κινείται ακόµη προσκολληµένο στην «παλιά µόδα», που θέλει την επεξεργασία των µεγάλων υποθέσεων και τις αποφάσεις να παράγονται από έναν υπουργό και ένα κλειστό κύκλωµα εκλεκτών «έµπιστών» του και να κατευθύνονται στο γραφείο του πρωθυπουργού, που συνήθως διαθέτει έναν σηνήθως µέτριο ή άπειρο, πλην «έµπιστο», διπλωµατικό σύµβουλο. Ετσι, οι όποιες αποφάσεις «κορυφής» δεν οδηγούν συνήθως σε απτά, θετικά αποτελέσµατα, µε συνέπεια να µη διαθέτει πάντοτε η εκάστοτε ηγεσία των Ενόπλων ∆υνάµεων την καθαρή πολιτική «εντολή» που της είναι απαραίτητη για να κάνει τις δικές της κινήσεις απέναντι στην επιθετική Τουρκία.
Πρέπει, λοιπόν, να αλλάξει άρδην η κατάσταση αυτή το ταχύτερο. ∆ιαφορετικά, η Αγκυρα θα µπορεί να ελπίζει σε πολύ καλές «εισπράξεις» προσεχώς. Ο χρόνος δεν κυλάει υπέρ της Ελλάδας. Στα διπλωµατικά παρασκήνια, σήµερα, «καλείται» ο κ. Μητσοτάκης να προχωρήσει σε «δυναµικές» πολιτικές δράσεις και σ’ ένα τολµηρό πρόγραµµα εµπλουτισµού και τεχνολογικής αναβάθµισης των ελληνικών Ενόπλων ∆υνάµεων.
Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 14/9/2019
Η Ελλάδα βρίσκεται σήµερα µέσα στο πεδίο ενός «µεγάλου παιχνιδιού», που αφορά τη γεωστρατηγική αναδιάταξη και µεταµόρφωση µιας ευρείας περιοχής, όπου οι «ισχυροί» της ∆ύσης, µε «µαέστρο» τις Ηνωµένες Πολιτείες, επιχειρούν σταδιακά, κατά φάσεις. Το όλο σχέδιο εξελίσσεται µε την εξασφάλιση στρατηγικών «κέντρων» που θα εγγυώνται άνεση στρατιωτικών κινήσεων της ∆υτικής Συµµαχίας, κινήσεων µε τις οποίες θα ελέγχονται επίσης οικονοµικοί-εµπορικοί δρόµοι και θαλάσσιοι διάδροµοι για τη Ρωσία και την υπερ-δραστήρια Κίνα. Στο όλο ευρω-ατλαντικό εγχείρηµα, η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής θέσης της, προσφέρει µια στρατηγικά πολύτιµη «εξυπηρέτηση» από τα Βαλκάνια και τα Στενά έως την περιοχή Ανατολικής Μεσογείου - Μέσης Ανατολής. Προέκυψε ήδη από αυτό µια όσο ποτέ άλλοτε στενή στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας - ΗΠΑ, µια διαρκώς αναπτυσσόµενη σχέση µε το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ενώ διαγράφεται έως και το ενδεχόµενο ελληνικής συµµετοχής σε µια στρατηγική «γραµµή» που θα οδηγεί από την Αν. Μεσόγειο στη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωµένα Εµιράτα.
Ενεργειακό ενδιαφέρον
Εκδηλωµένο είναι ήδη και το «ειδικό» ενεργειακό ενδιαφέρον Ευρωπαίων συµµάχων για την Ελλάδα, µε πρώτη τη Γερµανία, από κοντά και τη Γαλλία, που κινούνται ανταγωνιστικά και µεταξύ τους και µε τις ΗΠΑ - µε το Βερολίνο, µάλιστα, να προσπαθεί µε διπλωµατικές πιέσεις να «ανακόψει» τη διεύρυνση των λιµενικών εµπορικών οδών της Κίνας µέσω της Ελλάδας (ιδιαιτέρως, η «κινεζική» αναβάθµιση του Πειραιά έχει «θυµώσει» τα µεγάλα λιµάνια της Β∆ Ευρώπης).
Εύκολα αντιλαµβάνεται κανείς σήµερα το πόσο ικανή, καλά µελετηµένη και οπλισµένη µε γνώσεις και πληροφορίες πρέπει να είναι µια ελληνική κυβέρνηση για να κινείται µέσα σε αυτά τα πεδία. Πόσω µάλλον που στο σκηνικό αυτής της πολύπτυχης υπόθεσης η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από µια ισχυρή πίεση της Τουρκίας του ισλαµιστή Ερντογάν, ο οποίος κινείται µεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον, και κοντά µε το Ιράν, µε οικονοµικό «σπόνσορά» του το Κατάρ, αγνοώντας πολιτικά τις Βρυξέλλες. Τα µεγάλα συµφέροντα της ∆ύσης για τους ενεργειακούς πόρους της Αν. Μεσογείου προσφέρουν ευκαιρίες, αλλά και περιπλέκουν τα πράγµατα για την Αθήνα και τη Λευκωσία. Γι’ αυτό και η ελληνική πλευρά καλείται από «τρίτους» για κάποια «συνεννόηση» µε την Τουρκία, ενώ η Λευκωσία φαίνεται να κάνει, έως έναν βαθµό, το δικό της «κουµάντο» στην υπόθεση της κατανοµής ενεργειακών πόρων µε τους Τουρκοκυπρίους - µε την Αθήνα να «συµπαρίσταται», πάντως, στον επιδέξιο πρόεδρο, Ν. Αναστασιάδη.
Νέες βάσεις
Σε αυτό το περίπλοκο σκηνικό, οι υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφαλείας της Ελλάδας έχουν αποκτήσει αυξηµένο βάρος και η διαχείρισή τους απαιτεί υψηλής ποιότητας στρατηγικές και πολιτική δουλειά σε νέες βάσεις. Αυτήν τη στιγµή, σοβαρή οργάνωση για µια νέα, δραστήρια, µε σύγχρονα µέσα, διπλωµατική µηχανή δεν υπάρχει, παρά το ικανό ανθρώπινο δυναµικό της. Το σύστηµα στο υπουργείο Εξωτερικών κινείται ακόµη προσκολληµένο στην «παλιά µόδα», που θέλει την επεξεργασία των µεγάλων υποθέσεων και τις αποφάσεις να παράγονται από έναν υπουργό και ένα κλειστό κύκλωµα εκλεκτών «έµπιστών» του και να κατευθύνονται στο γραφείο του πρωθυπουργού, που συνήθως διαθέτει έναν σηνήθως µέτριο ή άπειρο, πλην «έµπιστο», διπλωµατικό σύµβουλο. Ετσι, οι όποιες αποφάσεις «κορυφής» δεν οδηγούν συνήθως σε απτά, θετικά αποτελέσµατα, µε συνέπεια να µη διαθέτει πάντοτε η εκάστοτε ηγεσία των Ενόπλων ∆υνάµεων την καθαρή πολιτική «εντολή» που της είναι απαραίτητη για να κάνει τις δικές της κινήσεις απέναντι στην επιθετική Τουρκία.
Πρέπει, λοιπόν, να αλλάξει άρδην η κατάσταση αυτή το ταχύτερο. ∆ιαφορετικά, η Αγκυρα θα µπορεί να ελπίζει σε πολύ καλές «εισπράξεις» προσεχώς. Ο χρόνος δεν κυλάει υπέρ της Ελλάδας. Στα διπλωµατικά παρασκήνια, σήµερα, «καλείται» ο κ. Μητσοτάκης να προχωρήσει σε «δυναµικές» πολιτικές δράσεις και σ’ ένα τολµηρό πρόγραµµα εµπλουτισµού και τεχνολογικής αναβάθµισης των ελληνικών Ενόπλων ∆υνάµεων.
Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά 14/9/2019