Βενιζέλος: Οι πρώτες μέρες της κυβέρνησης έχουν οδηγήσει σε αλλαγή διεθνούς εικόνας της χώρας
«Οι πρώτες εκατό -και πλέον- μέρες της κυβέρνησης είναι καλές και έχουν οδηγήσει σε μία επικοινωνιακή νίκη της και κυρίως σε μία αλλαγή της ατμόσφαιρας και της διεθνούς εικόνας της χώρας», όμως υπάρχει ανάγκη να αρχίσουν να γεφυρώνονται «σφαίρες οι οποίες αυτή τη στιγμή είναι απομακρυσμένες, όπως η χρηματοοικονομική σφαίρα με τη σφαίρα της πραγματικής οικονομίας», δήλωσε ο πρώην αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης -επί κυβέρνησης Σαμαρά- Ευάγγελος Βενιζέλος, μιλώντας στο 4ο Thessaloniki Summit του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ).
Ο κ. Βενιζέλος εκτίμησε πως την περίοδο αυτή «υπάρχουν προσδοκίες, υπάρχει αισιοδοξία, υπάρχει μια προσπάθεια επιστροφής στην αντίληψη και το κλίμα των τελευταίων ημερών του 2014 και προσπαθεί η κυβέρνηση να γεφυρώσει την πενταετία που μεσολάβησε», όμως «υπάρχει μια αποκόλληση των συμφερόντων».
«Τα πράγματα φάνηκε να πηγαίνουν πολύ καλά στη χρηματοοικονομική σφαίρα, την πορεία των ελληνικών ομολόγων, όπου υπήρξε μία εντυπωσιακή αποκλιμάκωση [...] αλλά δεν μπορεί εύκολα να συνδεθεί η χρηματοοικονομική σφαίρα με την πραγματική οικονομία, γιατί λείπει ο ενδιάμεσος κρίκος, το τραπεζικό σύστημα, το οποίο όσο είναι υπό το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και όσο η πιστωτική επέκταση εμφανίζει την εικόνα που εμφανίζει, που στην πραγματικότητα είναι αρνητική, δεν μπορεί να μεταφέρει το κλίμα στην πραγματική οικονομία και στον μεγάλο αριθμών των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων», εξήγησε.
Σχετικά με το επενδυτικό περιβάλλον, ο κ. Βενιζέλος παρατήρησε ότι «η κυβέρνηση είναι φιλοεπενδυτική, η αντιπολίτευση είναι φιλοεπενδυτική σε πολύ μεγάλο βαθμό -έστω ρητορικά, αλλάζει η νομοθεσία, καθώς χρειάζονται διοικητικές και ρυθμιστικές προϋποθέσεις, αλλά κυρίως χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις, δυνατότητες χρηματοδότησης», ωστόσο, το επενδυτικό κενό των χρόνων της κρίσης «δεν καλύπτεται με λίγες μεγάλες εμβληματικές ξένες επενδύσεις -δηλαδή μόνο με το Ελληνικό ή την απελευθέρωση του Χρυσού δε, λύνει το πρόβλημα- πρέπει να κινηθεί οριζόντια η οικονομία».
Αναφερόμενος στον χαρακτήρα των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών που εφαρμόζει η κυβέρνηση, ο κ. Βενιζέλος παρατήρησε ότι «εφαρμόζει δύο πολιτικές και αυτό πρέπει να την προβληματίσει». «Εφαρμόζει την πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης, εξακολουθεί να μιλά για τα υπερπλεονάσματα και για την αναδιανομή του υπερπλεονάσματος με τη μορφή κάποιων επιδομάτων και από την άλλη εφαρμόζει τη δική της, των φορολογικών ελαφρύνσεων και της απελευθέρωσης- απογραφειοκρατικοποίησης της ελληνικής οικονομίας» ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Αυτό», συνέχισε ο πρώην υπουργός, «για ένα διάστημα είναι λογικό να υπάρχει, διότι έχει δεσμεύσεις από προηγούμενο προϋπολογισμό, από τον προηγούμενο πολυετή χρηματοοικονομικό προγραμματισμό, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να δει πώς θα διαφυλάξει την κοινωνική συνοχή και το κράτος μέσα από τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης».
«Τα 18 χρόνια με Ερντογάν δεν είχαμε κανένα μείζον επεισόδιο»
Αναφερόμενος στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων ο κ. Βενιζέλος σημείωσε ότι «δεν έχουμε τα προβλήματα που έχει η Τουρκία, τα οποία είναι η ύστερη φάση του ανατολικού ζητήματος, οι απώτερες συνέπειες της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -γι' αυτό μιλάει ο Ερτνογάν συνεχώς για τη Συνθήκη της Λοζάνης, δεν αναφέρεται μόνο στο Αιγαίο ή στα νησιά του Αιγαίου, αναφέρεται στην Συρία, στο Ιράκ, στο Σουδάν, την Αίγυπτο, όλα αυτά ήταν αντικείμενο της συνθήκης της Λοζάνης, διευθέτηση της διάλυσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας».
Στο πλαίσιο αυτό προέβαλε την αναγκαιότητα «να έχουμε την αίσθηση των προβλημάτων που απασχολούν τον συνομιλητή μας, γιατί θέλουμε έναν καλό και έγκυρο συνομιλητή, που δεν εξάγει νευρικότητα».
«Όμως», προσέθεσε ο κ. Βενιζέλος, «τα 18 χρόνια που πέρασαν, τα χρόνια Ερντογάν ήταν τα καλύτερα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις», καθώς «δεν είχαμε μείζον επεισόδιο και διολίσθηση εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων, ενώ το ΄76, το ΄87, το ΄96 είχαμε τέτοιου είδους μεγάλες μεταβολές εις βάρος μας».
Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό τόνισε ότι «χρειαζόμαστε ξανά μια εθνική στρατηγική, μετά την αποτυχία του Κραν Μοντανά». «Δεν πρέπει να πάει χαμένη η συνάντηση στις 25 Νοεμβρίου στο Βερολίνο» επισήμανε προσθέτοντας ότι «πρέπει να ξέρει πολύ καλά ο κυπριακός ελληνισμός τι θέλει, τι σχήμα θέλει, αν ισχύουν οι συμφωνίες υψηλού επιπέδου ή πρέπει να δούμε κάτι άλλο».
«Κρίσιμος παράγοντας η εσωτερική ενότητα στη Βόρεια Μακεδονία»
Αναφερόμενος στα δεδομένα που δημιούργησε το ευρωπαϊκό βέτο στο να δοθεί ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων στη Βόρεια Μακεδονία, ο κ. Βενιζέλος εξέφρασε την άποψη ότι «επηρεάζει την ισορροπία της συνθήκης των Πρεσπών».
«Το νέο όνομα δεν χρησιμοποιείται πραγματικά στο εσωτερικό, γιατί είχε προβλεφθεί η λεγόμενη πολιτική μεταβατική περίοδος -άρθρο 1, παράγραφος 10- ότι θα χρησιμοποιείται το νέο όνομα εσωτερικά στην πράξη ανάλογα με τα κεφάλαια που ανοίγουν στην ενταξιακή διαπραγμάτευση. Δεν ανοίγει κανένα κεφάλαιο- δεν έχουν υποχρέωση, όμως η συνθήκη παραμένει με τις υπόλοιπες ισορροπίες της, που σημαίνει ότι αυτό το μήνυμα πρέπει να σταλεί -και εστάλη πολύ έντονα», εξήγησε.
Σε ό,τι αφορά τέλος τη διαχείριση του προσφυγικού - μεταναστευτικού ζητήματος παρατήρησε ότι «η Κοινή Δήλωση ΕΕ- Τουρκίας μας είχε υποχρεώσει να σταματάμε όλους αυτούς που έφταναν στα νησιά, να μην τους μεταφέρουμε και αυτό δημιούργησε τεράστιο πρόβλημα».
«Τώρα», προσέθεσε, «στην πραγματικότητα έχουμε ένα πρόβλημα εσωτερικής δικής μας εθνικής αλληλεγγύης μεταξύ νησιωτικής και ηπειρωτικής χώρας και αυτό πρέπει να το λύσουμε με βάση τον ανθρωπισμό, τη νομιμότητα, το διεθνές δίκαιο και τα μηνύματα που θέλουμε να στέλνουμε ως μια ευρωπαϊκή δημοκρατική χώρα που σέβεται τις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού».
Ο κ. Βενιζέλος εκτίμησε πως την περίοδο αυτή «υπάρχουν προσδοκίες, υπάρχει αισιοδοξία, υπάρχει μια προσπάθεια επιστροφής στην αντίληψη και το κλίμα των τελευταίων ημερών του 2014 και προσπαθεί η κυβέρνηση να γεφυρώσει την πενταετία που μεσολάβησε», όμως «υπάρχει μια αποκόλληση των συμφερόντων».
«Τα πράγματα φάνηκε να πηγαίνουν πολύ καλά στη χρηματοοικονομική σφαίρα, την πορεία των ελληνικών ομολόγων, όπου υπήρξε μία εντυπωσιακή αποκλιμάκωση [...] αλλά δεν μπορεί εύκολα να συνδεθεί η χρηματοοικονομική σφαίρα με την πραγματική οικονομία, γιατί λείπει ο ενδιάμεσος κρίκος, το τραπεζικό σύστημα, το οποίο όσο είναι υπό το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και όσο η πιστωτική επέκταση εμφανίζει την εικόνα που εμφανίζει, που στην πραγματικότητα είναι αρνητική, δεν μπορεί να μεταφέρει το κλίμα στην πραγματική οικονομία και στον μεγάλο αριθμών των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων», εξήγησε.
Σχετικά με το επενδυτικό περιβάλλον, ο κ. Βενιζέλος παρατήρησε ότι «η κυβέρνηση είναι φιλοεπενδυτική, η αντιπολίτευση είναι φιλοεπενδυτική σε πολύ μεγάλο βαθμό -έστω ρητορικά, αλλάζει η νομοθεσία, καθώς χρειάζονται διοικητικές και ρυθμιστικές προϋποθέσεις, αλλά κυρίως χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις, δυνατότητες χρηματοδότησης», ωστόσο, το επενδυτικό κενό των χρόνων της κρίσης «δεν καλύπτεται με λίγες μεγάλες εμβληματικές ξένες επενδύσεις -δηλαδή μόνο με το Ελληνικό ή την απελευθέρωση του Χρυσού δε, λύνει το πρόβλημα- πρέπει να κινηθεί οριζόντια η οικονομία».
Αναφερόμενος στον χαρακτήρα των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών που εφαρμόζει η κυβέρνηση, ο κ. Βενιζέλος παρατήρησε ότι «εφαρμόζει δύο πολιτικές και αυτό πρέπει να την προβληματίσει». «Εφαρμόζει την πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης, εξακολουθεί να μιλά για τα υπερπλεονάσματα και για την αναδιανομή του υπερπλεονάσματος με τη μορφή κάποιων επιδομάτων και από την άλλη εφαρμόζει τη δική της, των φορολογικών ελαφρύνσεων και της απελευθέρωσης- απογραφειοκρατικοποίησης της ελληνικής οικονομίας» ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Αυτό», συνέχισε ο πρώην υπουργός, «για ένα διάστημα είναι λογικό να υπάρχει, διότι έχει δεσμεύσεις από προηγούμενο προϋπολογισμό, από τον προηγούμενο πολυετή χρηματοοικονομικό προγραμματισμό, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να δει πώς θα διαφυλάξει την κοινωνική συνοχή και το κράτος μέσα από τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης».
«Τα 18 χρόνια με Ερντογάν δεν είχαμε κανένα μείζον επεισόδιο»
Αναφερόμενος στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων ο κ. Βενιζέλος σημείωσε ότι «δεν έχουμε τα προβλήματα που έχει η Τουρκία, τα οποία είναι η ύστερη φάση του ανατολικού ζητήματος, οι απώτερες συνέπειες της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -γι' αυτό μιλάει ο Ερτνογάν συνεχώς για τη Συνθήκη της Λοζάνης, δεν αναφέρεται μόνο στο Αιγαίο ή στα νησιά του Αιγαίου, αναφέρεται στην Συρία, στο Ιράκ, στο Σουδάν, την Αίγυπτο, όλα αυτά ήταν αντικείμενο της συνθήκης της Λοζάνης, διευθέτηση της διάλυσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας».
Στο πλαίσιο αυτό προέβαλε την αναγκαιότητα «να έχουμε την αίσθηση των προβλημάτων που απασχολούν τον συνομιλητή μας, γιατί θέλουμε έναν καλό και έγκυρο συνομιλητή, που δεν εξάγει νευρικότητα».
«Όμως», προσέθεσε ο κ. Βενιζέλος, «τα 18 χρόνια που πέρασαν, τα χρόνια Ερντογάν ήταν τα καλύτερα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις», καθώς «δεν είχαμε μείζον επεισόδιο και διολίσθηση εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων, ενώ το ΄76, το ΄87, το ΄96 είχαμε τέτοιου είδους μεγάλες μεταβολές εις βάρος μας».
Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό τόνισε ότι «χρειαζόμαστε ξανά μια εθνική στρατηγική, μετά την αποτυχία του Κραν Μοντανά». «Δεν πρέπει να πάει χαμένη η συνάντηση στις 25 Νοεμβρίου στο Βερολίνο» επισήμανε προσθέτοντας ότι «πρέπει να ξέρει πολύ καλά ο κυπριακός ελληνισμός τι θέλει, τι σχήμα θέλει, αν ισχύουν οι συμφωνίες υψηλού επιπέδου ή πρέπει να δούμε κάτι άλλο».
«Κρίσιμος παράγοντας η εσωτερική ενότητα στη Βόρεια Μακεδονία»
Αναφερόμενος στα δεδομένα που δημιούργησε το ευρωπαϊκό βέτο στο να δοθεί ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων στη Βόρεια Μακεδονία, ο κ. Βενιζέλος εξέφρασε την άποψη ότι «επηρεάζει την ισορροπία της συνθήκης των Πρεσπών».
«Το νέο όνομα δεν χρησιμοποιείται πραγματικά στο εσωτερικό, γιατί είχε προβλεφθεί η λεγόμενη πολιτική μεταβατική περίοδος -άρθρο 1, παράγραφος 10- ότι θα χρησιμοποιείται το νέο όνομα εσωτερικά στην πράξη ανάλογα με τα κεφάλαια που ανοίγουν στην ενταξιακή διαπραγμάτευση. Δεν ανοίγει κανένα κεφάλαιο- δεν έχουν υποχρέωση, όμως η συνθήκη παραμένει με τις υπόλοιπες ισορροπίες της, που σημαίνει ότι αυτό το μήνυμα πρέπει να σταλεί -και εστάλη πολύ έντονα», εξήγησε.
Σε ό,τι αφορά τέλος τη διαχείριση του προσφυγικού - μεταναστευτικού ζητήματος παρατήρησε ότι «η Κοινή Δήλωση ΕΕ- Τουρκίας μας είχε υποχρεώσει να σταματάμε όλους αυτούς που έφταναν στα νησιά, να μην τους μεταφέρουμε και αυτό δημιούργησε τεράστιο πρόβλημα».
«Τώρα», προσέθεσε, «στην πραγματικότητα έχουμε ένα πρόβλημα εσωτερικής δικής μας εθνικής αλληλεγγύης μεταξύ νησιωτικής και ηπειρωτικής χώρας και αυτό πρέπει να το λύσουμε με βάση τον ανθρωπισμό, τη νομιμότητα, το διεθνές δίκαιο και τα μηνύματα που θέλουμε να στέλνουμε ως μια ευρωπαϊκή δημοκρατική χώρα που σέβεται τις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού».