Έπειτα από σχεδόν δέκα χρόνια λιτότητας και προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής τα στοιχεία για την ελληνική οικονομία δεν μπορούν ακόμα να στηρίξουν την άποψη ότι η οικονομία έχει εισέλθει σε μια τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης. Το 2020 αποτελεί έτος υψηλής αβεβαιότητας και πολλαπλών εξωτερικών και εσωτερικών προκλήσεων για την ελληνική οικονομία και ελλοχεύει ο κίνδυνος του παρατεταμένος εγκλωβισμού της ελληνικής οικονομίας σε ισχνούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Οι μεταρρυθμίσεις δεν αρκούν για την αύξηση των επενδύσεων. Η ενίσχυση του εισοδήματος και ένα μεγάλο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων μαζί με την ενίσχυση της ζήτησης αποτελούν πλέον την μοναδική ρεαλιστική συνταγή για την ενίσχυση της ανάπτυξης. Δεδομένων των εξελίξεων με το ελληνικό χρέος οι προτάσεις δημοσιονομικής επέκτασης είναι δύσκολες στην εφαρμογή τους. Ωστόσο ορισμένες προτάσεις υπάρχουν για την αποδέσμευση πόρων για την ενίσχυση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και για την ανάκτηση βαθμών ελευθερίας στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής. Για παράδειγμα να εξαιρεθούν οι δαπάνες για επενδύσεις από τον υπολογισμό του ελλείμματος. Θα μπορούσε επίσης να αφαιρεθεί το τμήμα των δημοσίων δαπανών που κατευθύνεται σε επενδύσεις με υψηλό δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή. Από την Γαλλία την Ιταλία και άλλες χώρες στην κατάρτιση του προϋπολογισμού και του υπολογισμού του ελλείμματος εξαιρούνται πολλές δαπάνες για κοινωνικές παρεμβάσεις και επενδύσεις ακόμα και για την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης δεν μπορεί πλέον να συνεχίζει να αποτελεί το βασικό δημοσιονομικό πλαίσιο της ΟΝΕ. Η αλλαγή του είναι κάτι περισσότερο από επιβεβλημένη.


*** Ο Διονύσης Χιόνης είναι καθηγητής Οικονομικών ΔΠΘ