Καθηγητής Κ.Φίλης: Η πολιτική κατευνασμού που ακολουθούσε χρόνια η Ελλάδα έχει αποτύχει
Η Ελλάδα πρέπει να δείξει μια αποφασιστική στάση απέναντι στην Τουρκία με διπλωματικές προσπάθειες και ενίσχυση της Ελλάδας σε όλα τα μέτωπα, δήλωσε στα Παραπολιτικά 90,1 ο Κωνσταντίνος Φίλης, εκτελεστικός διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνώς Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Τόνισε πως η πολιτική κατευνασμού που ακολουθούσε χρόνια η Ελλάδα έχει αποτύχει.
Χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα των δηλώσεών του: «Οι δίαυλοι επικοινωνίας και οι επαφές με την Τουρκία πρέπει να είναι συνεχείς και συστηματικές ανεξάρτητα από το πόσο επιβαρυμένη είναι η ατμόσφαιρα, προφανώς βέβαια όταν η Τουρκία προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες θα πρέπει να υπάρχουν και συνέπειες από πλευράς μας. Δεν μπορεί να συζητάμε business as usual ενώ η Τουρκία προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες, πρέπει να μπει ένα πλαίσιο από την άλλη όμως ότι πρέπει να συνομιλούμε ακόμα και στις χειρότερες στιγμές αυτό πρέπει να το κάνουμε. Ως προς τον κατευνασμό όμως έχουν αλλάξει δύο βασικές παραδοχές τις οποίες κάναμε τα προηγούμενα χρόνια όταν διαμορφώναμε την πολιτική μας απέναντι στην Τουρκία, η πρώτη έχει να κάνει με την ευρωπαϊκή προοπτική της. Αυτό δεν έχει αλλάξει σήμερα, έχει αλλάξει εδώ και χρόνια.
» Ξέρουμε ότι πλέον ούτε η ΕΕ ενδιαφέρεται σοβαρά να δει την Τουρκία να γίνεται κράτος μέλος αλλά ούτε η Τουρκία ενδιαφέρεται να γίνει μέλος της ΕΕ άρα το ευρωπαϊκό χαρτί το οποίο το χρησιμοποιήσαμε σωστά κατ’ εμέ για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εδώ και καιρό δεν είναι στο τραπέζι. Η δεύτερη παραδοχή είναι ότι μέσα από μια πολιτική κατευνασμού μπορεί να φέρουμε την Τουρκία προ των ευθυνών της και να επιδείξει μια υπεύθυνη συμπεριφορά απέναντι στη χώρα μας. Αυτό δεν έχει λειτουργήσει εδώ και καιρό και θεωρώ ότι δεν πρέπει να αφήσουμε τον κατευνασμό, πρέπει να συνεχίσουμε αλλά θα πρέπει να δώσουμε στον κατευνασμό πολύ ισχυρές δόσεις αποφασιστικότητας. Και δεν αναφέρομαι σε διάθεση εμπλοκής στρατιωτικού τύπου, αναφέρομαι σε διπλωματικές προσπάθειες και κυρίως αναφέρομαι στην ενίσχυση της Ελλάδος σε όλα τα μέτωπα.
» Γιατί η Τουρκία δεν θέλει πόλεμο με την Ελλάδα, η Τουρκία θέλει διαπραγμάτευση με την Ελλάδα υπό ένα ασφυκτικό για εμάς πλαίσιο, διμερές, χωρίς την εμπλοκή τρίτων εφ’ όλης της ύλης και προσπαθεί σε αυτή την κατεύθυνση να δημιουργήσει νέα δεδομένα και τετελεσμένα ώστε το πλαίσιο αυτό θα είναι ασφυκτικό για εμάς και ευνοϊκό για αυτή. Σε μια ακραία εκδοχή θα μπορούσε κανείς να πει ότι στους τουρκικούς σχεδιασμούς θα μπορούσε να είναι η προσφυγή σε διαπραγμάτευση κατόπιν μιας κρίσης. Δεν πιστεύω ότι σήμερα ισχύει κάτι τέτοιο, δεν είναι η επιθυμία της Τουρκίας αυτή. Η επιθυμίας της είναι διαπραγμάτευση χωρίς να έχει προηγηθεί μια κρίση κυρίως γιατί ξέρει ότι η κρίση αυτή μπορεί να μην είναι μια κρίση η οποία θα της βγει σε καλό.»
Ερωτηθείς αν θεωρεί ότι ωρίμασε ο χρόνος για την οριοθέτηση των ελληνικών ΑΟΖ: «Η Ελλάδα θα έπρεπε, και πρέπει να το επιδιώξει και τώρα έστω και υπό την πίεση των συνθηκών, αλλά θα έπρεπε ήδη από το παρελθόν να έχει δει τι μπορεί να κάνει με τη διευθέτηση συνοριακών διαφορών ή την οριοθέτηση ΑΟΖ με τα όμορα κράτη. Γιατί αυτή τη στιγμή η εικόνα μας προς τα έξω δεν είναι θετική. Όταν καταγγέλλουμε και ορθά την Τουρκία για κατάφορη παραβίαση του δικαίου της θάλασσας ταυτόχρονα ο ξένος παράγοντας κοιτάει τι έχεις κάνει εσύ. Εμείς δεν έχουμε οριοθετήσει ΑΟΖ με καμία όμορη χώρα. Η εικόνα είναι ότι και εμείς είμαστε ανίκανοι, απρόθυμοι να καταφέρουμε να οριοθετήσουμε θαλάσσιες ζώνες, αν τώρα καταφέρουμε υπό αυτές τις συνθήκες να κάνουμε κάτι περισσότερο, μακάρι , ευπρόσδεκτο είναι.»
Αναφορικά με τη στάση του ΝΑΤΟ για τις προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας: «Δεν είμαστε μόνοι μας αλλά δεν μπορούμε να περιμένουμε και κάτι ουσιαστικό. Το ΝΑΤΟ έχει υιοθετήσει το δόγμα Λουτ από το 1976 που λεει ότι θα πρέπει να τηρείται μια πολιτική ίσων αποστάσεων απέναντι σε Ελλάδα και Τουρκία, αυτό δεν νομίζω ότι πρόκειται να αλλάξει τώρα. Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να έχουμε από το ΝΑΤΟ ως ΝΑΤΟ, όχι από μεμονωμένα κράτη μέλη, κάτι το οποίο θα αλλάξει συνταρακτικά τις συνθήκες.»
Τόνισε πως η πολιτική κατευνασμού που ακολουθούσε χρόνια η Ελλάδα έχει αποτύχει.
Χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα των δηλώσεών του: «Οι δίαυλοι επικοινωνίας και οι επαφές με την Τουρκία πρέπει να είναι συνεχείς και συστηματικές ανεξάρτητα από το πόσο επιβαρυμένη είναι η ατμόσφαιρα, προφανώς βέβαια όταν η Τουρκία προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες θα πρέπει να υπάρχουν και συνέπειες από πλευράς μας. Δεν μπορεί να συζητάμε business as usual ενώ η Τουρκία προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες, πρέπει να μπει ένα πλαίσιο από την άλλη όμως ότι πρέπει να συνομιλούμε ακόμα και στις χειρότερες στιγμές αυτό πρέπει να το κάνουμε. Ως προς τον κατευνασμό όμως έχουν αλλάξει δύο βασικές παραδοχές τις οποίες κάναμε τα προηγούμενα χρόνια όταν διαμορφώναμε την πολιτική μας απέναντι στην Τουρκία, η πρώτη έχει να κάνει με την ευρωπαϊκή προοπτική της. Αυτό δεν έχει αλλάξει σήμερα, έχει αλλάξει εδώ και χρόνια.
» Ξέρουμε ότι πλέον ούτε η ΕΕ ενδιαφέρεται σοβαρά να δει την Τουρκία να γίνεται κράτος μέλος αλλά ούτε η Τουρκία ενδιαφέρεται να γίνει μέλος της ΕΕ άρα το ευρωπαϊκό χαρτί το οποίο το χρησιμοποιήσαμε σωστά κατ’ εμέ για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εδώ και καιρό δεν είναι στο τραπέζι. Η δεύτερη παραδοχή είναι ότι μέσα από μια πολιτική κατευνασμού μπορεί να φέρουμε την Τουρκία προ των ευθυνών της και να επιδείξει μια υπεύθυνη συμπεριφορά απέναντι στη χώρα μας. Αυτό δεν έχει λειτουργήσει εδώ και καιρό και θεωρώ ότι δεν πρέπει να αφήσουμε τον κατευνασμό, πρέπει να συνεχίσουμε αλλά θα πρέπει να δώσουμε στον κατευνασμό πολύ ισχυρές δόσεις αποφασιστικότητας. Και δεν αναφέρομαι σε διάθεση εμπλοκής στρατιωτικού τύπου, αναφέρομαι σε διπλωματικές προσπάθειες και κυρίως αναφέρομαι στην ενίσχυση της Ελλάδος σε όλα τα μέτωπα.
» Γιατί η Τουρκία δεν θέλει πόλεμο με την Ελλάδα, η Τουρκία θέλει διαπραγμάτευση με την Ελλάδα υπό ένα ασφυκτικό για εμάς πλαίσιο, διμερές, χωρίς την εμπλοκή τρίτων εφ’ όλης της ύλης και προσπαθεί σε αυτή την κατεύθυνση να δημιουργήσει νέα δεδομένα και τετελεσμένα ώστε το πλαίσιο αυτό θα είναι ασφυκτικό για εμάς και ευνοϊκό για αυτή. Σε μια ακραία εκδοχή θα μπορούσε κανείς να πει ότι στους τουρκικούς σχεδιασμούς θα μπορούσε να είναι η προσφυγή σε διαπραγμάτευση κατόπιν μιας κρίσης. Δεν πιστεύω ότι σήμερα ισχύει κάτι τέτοιο, δεν είναι η επιθυμία της Τουρκίας αυτή. Η επιθυμίας της είναι διαπραγμάτευση χωρίς να έχει προηγηθεί μια κρίση κυρίως γιατί ξέρει ότι η κρίση αυτή μπορεί να μην είναι μια κρίση η οποία θα της βγει σε καλό.»
Ερωτηθείς αν θεωρεί ότι ωρίμασε ο χρόνος για την οριοθέτηση των ελληνικών ΑΟΖ: «Η Ελλάδα θα έπρεπε, και πρέπει να το επιδιώξει και τώρα έστω και υπό την πίεση των συνθηκών, αλλά θα έπρεπε ήδη από το παρελθόν να έχει δει τι μπορεί να κάνει με τη διευθέτηση συνοριακών διαφορών ή την οριοθέτηση ΑΟΖ με τα όμορα κράτη. Γιατί αυτή τη στιγμή η εικόνα μας προς τα έξω δεν είναι θετική. Όταν καταγγέλλουμε και ορθά την Τουρκία για κατάφορη παραβίαση του δικαίου της θάλασσας ταυτόχρονα ο ξένος παράγοντας κοιτάει τι έχεις κάνει εσύ. Εμείς δεν έχουμε οριοθετήσει ΑΟΖ με καμία όμορη χώρα. Η εικόνα είναι ότι και εμείς είμαστε ανίκανοι, απρόθυμοι να καταφέρουμε να οριοθετήσουμε θαλάσσιες ζώνες, αν τώρα καταφέρουμε υπό αυτές τις συνθήκες να κάνουμε κάτι περισσότερο, μακάρι , ευπρόσδεκτο είναι.»
Αναφορικά με τη στάση του ΝΑΤΟ για τις προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας: «Δεν είμαστε μόνοι μας αλλά δεν μπορούμε να περιμένουμε και κάτι ουσιαστικό. Το ΝΑΤΟ έχει υιοθετήσει το δόγμα Λουτ από το 1976 που λεει ότι θα πρέπει να τηρείται μια πολιτική ίσων αποστάσεων απέναντι σε Ελλάδα και Τουρκία, αυτό δεν νομίζω ότι πρόκειται να αλλάξει τώρα. Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να έχουμε από το ΝΑΤΟ ως ΝΑΤΟ, όχι από μεμονωμένα κράτη μέλη, κάτι το οποίο θα αλλάξει συνταρακτικά τις συνθήκες.»