Η πρόσφατη Συνάντηση Κορυφής της Ευρωατλαντικής Συμμαχίας στο Λονδίνο επιβεβαίωσε αφενός τον πολιτικό κατακερματισμό του λεγόμενου δυτικού κόσμου, που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της ανάδυσης ενός ιδιότυπου πολυπολισμού, αφετέρου ανέδειξε σημαντικές τάσεις, που αφορούν τον προσδιορισμό των στρατηγικών αντιπάλων, με τη συμπερίληψη της Κίνας στο κάδρο αυτών. Οι λεκτικές αντιπαραθέσεις Τραμπ - Μακρόν για τον ρόλο του ΝΑΤΟ, οι ακόλουθες απειλές για εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ - Γαλλίας - Ε.Ε. και οι εκβιασμοί της Αγκυρας για αναγνώριση της τουρκικής εισβολής στη Συρία από το ΝΑΤΟ εμπεδώνουν μια συναλλακτική προσέγγιση εντός της Συμμαχίας.

Από τα παραπάνω και λαμβάνοντας υπόψη την προηγηθείσα προκλητική ενέργεια της τουρκικής πλευράς με το καθεστώς Σαράζ της Λιβύης (Μνημόνιο Συνεργασίας που αφορά οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών και εφαρμογή του σχεδίου της «Γαλάζιας Πατρίδας»), τεκμαίρονται τα κάτωθι: Πρώτον, η τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα θα καθοριστεί από τον βαθμό «πυγμής» που θα επιδείξουν τα έθνη-κράτη σε ένα αβέβαιο διεθνές περιβάλλον. Τα κράτη επανακαθορίζουν στόχους και προτεραιότητες, κινούμενα στην ευόδωση των εθνικών συμφερόντων τους stricto sensu και με όλα τα μέσα, σε ένα περιβάλλον ευρείας αλληλεξάρτησης, όπου τα αποτελέσματα καθορίζονται από την αλληλεπίδραση δικτύων επιρροής που αφορούν κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες.

Δεύτερον, η Τουρκία, έχοντας αναγνώσει την αλλαγή παραδείγματος του διεθνούς συστήματος και τη φάση μετάβασης αυτού, κινείται στη λεγόμενη «γκρίζα περιοχή» (grey zone area), μεταξύ πολέμου και ειρήνης, έχοντας ευρασιατικό προσανατολισμό, εκμεταλλευόμενη την πολιτική αποσταθεροποίηση του δυτικού κόσμου, ιδίως τον διχασμό που επικρατεί στο εσωτερικό των ΗΠΑ, προβάλλοντας μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις και απαιτήσεις έναντι της Ελλάδας και υιοθετώντας κομμάτια των υβριδικών δογμάτων σε ένα ενοποιημένο πεδίο διαπραγματεύσεων και επιχειρήσεων. Η τουρκική απειλή κατά της Ελλάδας πλέον χαρακτηρίζεται ευρεία και πολυδιάστατη.

Οι ανωτέρω επισημάνσεις απαιτούν την ενεργοποίηση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, του συνόλου του μηχανισμού εθνικής ασφάλειας και την αφύπνιση της ελληνικής κοινωνίας. Πρώτιστα επιβάλλεται η εμπέδωση μιας διαφορετικής στρατηγικής κουλτούρας, που να διαπερνά το σύνολο των πυλώνων του κράτους και της κοινωνίας. Η ακινησία, η «πυροσβεστική»/εκ των υστέρων αντιμετώπιση των ζητημάτων και η αποσπασματική προσέγγιση πρέπει να αντικατασταθούν από μια καθολική προσέγγιση, μια προληπτική αντιμετώπιση και μια ενεργή παρουσία στα διεθνή fora.

Σε ό,τι αφορά την τουρκική απειλή, η εμμονή σε μια ανεδαφική στρατηγική προσαρμοστικότητας (accommodation) και κοινωνικοποίησης (socialization) της Αγκυρας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αποτελεί εκ προοιμίου ουτοπία. Χρειάζεται η υιοθέτηση μιας συνεκτικής, πολυεπίπεδης στρατηγικής με έμφαση στην αποτροπή (deterrence), με χρονικές αναπροσαρμογές βάσει των δεδομένων του 21ου αιώνα.

*Στρατηγικού αναλυτή, εταίρου του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης