«Το άρθρο 3 του Συντάγματος είναι πολιτειοκρατική διάταξη» τόνισε ο πρώην υπουργός και πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Ευάγγελος Βενιζέλος, αναφερόμενος στην επίδραση του στις σχέσεις κράτους και εκκλησίας.

«Είναι πολύ σημαντικό για το στάτους του Οικουμενικού Πατριαρχείου» πρόσθεσε ο κ. Βενιζέλος.

Ο πρώην υπουργός ανέφερε ότι το άρθρο 3 ρυθμίζει και θέματα «εσωτερικής ενότητας, κανονιστικού χαρακτήρα» στις σχέσεις κράτους και εκκλησίας, προβάλλοντας τα στοιχεία εκείνα, που, λειτουργικά, εξυπηρετούν τις πολιτειακές επιδιώξεις σε σχέση με τον εκκλησιαστικό θεσμό.

Μιλώντας σε ημερίδα, που διοργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση και ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, ο κ. Βενιζέλος αναφέρθηκε στις προθέσεις των νομοθετών των πρώτων συνταγματικών κειμένων μετά την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους και στο σκοπό της συνταγματικής επιταγής - που τότε ήταν διαφορετικός από αυτόν που τελικώς κατέληξε να εξυπηρετεί στις μέρες μας - και εξήγησε τη σημαντικότητα του άρθρου 3 για το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

«Η διάταξη αυτή ανεδείχθη σε κατ' εξοχήν προστατευτική του νομικού καθεστώτος του Οικουμενικού Πατριαρχείου» είπε ο κ. Βενιζέλος και συνέχισε:

«Από το 1975 σίγουρα - αυτό έχει συμβεί από το 1952 και μετά κατά τη γνώμη μου - αλλά σίγουρα μετά το 1975 στο πλαίσιο της αποκατάστασης της κανονικής τάξεως (σε διόρθωση εκκλησιαστικών γεγονότων που προηγήθηκαν) ήρθε το Σύνταγμα και πολιτειοκρατικά, πλέον, και προστατεύει το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Διότι, δε μπορούμε να διεκδικούμε διεθνή νομική προστασία για το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να μην του παρέχουμε εθνική συνταγματική προστασία».

Ο κ. Βενιζέλος πρόσθεσε ότι και το 1995, αλλά και από το 2006 και μετά έγιναν απόπειρες συνταγματικά να λυθούν ζητήματα στις σχέσεις κράτους και εκκλησίας, αλλά περιορίστηκαν στην ρύθμιση επιμέρους θεμάτων, λόγω αντιδράσεων από την εκκλησία, ή και από μερίδα του πολιτικού συστήματος.

Για το άρθρο 3, ειδικότερα, τόνισε ότι η λύση θα ήταν να προστεθεί μια «ερμηνευτική δήλωση», ότι «τίποτε σε αυτό δεν μπορεί να δημιουργήσει αποκλίσεις από την αρχή της θρησκευτικής ισότητας και την αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 13)», αλλά ούτε η σημερινή κυβέρνηση αξιοποίησε αυτή την ευκαιρία στην νέα συνταγματική αναθεώρηση. Ακόμη κι έτσι όμως, πρόσθεσε, το άρθρο 3 είναι συμβατό με το ευρωπαϊκό δίκαιο. «Συζητάμε για κάτι το οποίο είναι ρυθμισμένο, είναι στοιχείο εθνικής συνταγματικής ταυτότητας» είπε ο κ. Βενιζέλος.

«Η προσέγγιση που κάνουμε στο άρθρο 3 δεν πρέπει να είναι νομική, αλλά πολιτική» τόνισε ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Ιωάννης Σαρμάς και πρόσθεσε : «Δεν είναι μια υπόθεση νομικής ερμηνείας, αλλά περισσότερο μια διάταξη που υπόκειται στην πολιτική βούληση και κατ' επέκταση στη συνταγματική αναθεώρηση».

«Τα ζητήματα που τίθενται στο άρθρο 3 είναι πολιτικά και πρέπει να αντιμετωπιστούν πολιτικά, όχι ως νομικά ζητήματα. Ακούσαμε απόψεις που θεωρούνται πολιτικά ζητήματα. Υπάρχει η επικρατούσα θρησκεία, που τηρεί τις υποχρεώσεις ουδετερότητας και σέβεται τα δικαιώματα, αλλά δεν παραβιάζεται η αρχή της ουδετερότητας του κράτους» πρόσθεσε ο κ. Σαρμάς.

Στην ιστορία των διατάξεων που ρυθμίζουν τις σχέσεις κράτους εκκλησίας αναφέρθηκε ο ομότιμος καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Ιωάννης Κονιδάρης.

«Η πρώτη διάταξη του 1844, αναφέρει ότι η Εκκλησία της Ελλάδας είναι αυτοκέφαλη, ενώ δεν είχε ακόμη ξεκαθαριστεί το ζήτημα της αυτοκεφαλίας, αφού δεν είχε εκδοθεί ο τόμος του 1850. Το σύνταγμα του 1844 αποτύπωνε μια κατάσταση αντικανονική» είπε ο κ. Κονιδάρης. Πρόσθεσε, ότι η δεύτερη διάταξη του 1975, μεταδικτατορικά, αποσκοπούσε και στην εξομάλυνση των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σημείωσε, ότι οι σκοπιμότητες που κατά καιρούς εξυπηρετούσαν οι διατάξεις και η ανάγκη να βρεθεί μια ισορροπία διαμόρφωσαν ιστορικά το νομικό και συνταγματικό πλαίσιο, με τέτοιο τρόπο, που πολλές φορές εξαιτίας αυτού, γίνεται αφορμή για τριβές στους κόλπους της εκκλησίας, όταν τα μέρη επιθυμούν να ασκήσουν δικαιώματα τους.

Η αναπληρώτρια καθηγήτρια της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Ιφιγένεια Καμτσίδου υπογράμμισε ότι σε διάφορα ζητήματα, όπως για παράδειγμα στη διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία, η εκκλησία διεκδικεί το ρόλο του «συννομοθέτη και του «διαμορφωτή πολιτικών», σε τομείς, που αποτελούν αρμοδιότητες του κράτους.

Σημείωσε, ότι αξιοποιώντας την «δικαιωματοκρατία» στα πλαίσια της δημοκρατίας, η εκκλησία πολλές φορές «εμφανίζεται ως υπερασπιστής των δικαιωμάτων των πολλών», μια δράση πάντως που διαφέρει από την κρατική λειτουργία, με την έννοια ότι το κράτος αναφέρεται στα δικαιώματα όλων των υπηκόων του.

Τη συζήτηση συντόνισε η πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, αναφέροντας πως λειτούργησε το ανώτατο δικαστήριο κατά το παρελθόν σε μια σειρά από θέματα που τέθηκαν στην ολομέλεια και στα τμήματά του, αναφορικά με τα θρησκευτικά δικαιώματα και τις θρησκευτικές ελευθερίες, όπως με τις ταυτότητες, τις θρησκευτικές εικόνες στις αίθουσες των δικαστηρίων, κ.α.