Σε μια δημοκρατία οι πράξεις της κυβέρνησης και οι δηλώσεις της αντιπολίτευσης είναι τα δύο στοιχεία που δίνουν το στίγμα της πολιτικής αντιπαράθεσης, χαράσσοντας τις διαχωριστικές πολιτικές γραμμές. Τις τελευταίες ώρες η επικαιρότητα κατέγραψε δύο ειδήσεις – μια από την πλευρά της κυβέρνησης και μία από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης – που δικαιώνουν όσους ορίζουν το νέο δίπολο όχι με τους παραδοσιακούς όρους, αλλά με βάση τον προσανατολισμό της πολιτικής προς το μέλλον ή προς το παρελθόν.

Από τη μία λοιπόν έχουμε τον Υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκο Πιερρακάκη, ο οποίος εξήγγειλε με σαφές σχέδιο και χρονοδιάγραμμα την απλοποίηση της δήλωσης γέννησης, της έκδοσης των σχετικών δικαιολογητικών και της απόδοσης των προβλεπόμενων αριθμών. Πρόκειται για μια από τις πολλές μεταρρυθμίσεις οι οποίες σχεδιάστηκαν και υλοποιούνται από την παρούσα κυβέρνηση στους τομείς της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, της υγείας, της παιδείας, της εργασίας, του πολιτισμού, του περιβάλλοντος και άλλων πτυχών της δημόσιας ζωής, μεταρρυθμίσεις οι οποίες λειτουργούν οριζόντια, διευκολύνοντας τις ζωές όλων των πολιτών.

Και από την άλλη έχουμε την πρώην Υπουργό Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά, «μεταγραφή» του ΣΥΡΙΖΑ από την κεντροαριστερά με στόχο την «προοδευτική» συμμαχία, η οποία ανάρτησε στον λογαριασμό της στο Facebook ένα από τα πλέον διαδεδομένα hoaxes του διαδικτύου με σκοπό να προστατεύσει τα προσωπικά της δεδομένα επικαλούμενη το… νόμο της Ρώμης. Πρόκειται για μια από τις πολλές στιγμές που στελέχη της απελθούσας κυβέρνησης μας υπενθυμίζουν την πλήρη ανεπάρκειά τους – που απέδειξαν κατά την κυβερνητική τους θητεία.

Θα αναρωτηθεί κάποιος: είναι τόσο σοβαρό το παράπτωμα της κυρίας Ζορμπά; Προφανώς όχι. Είναι όμως ενδεικτικό της αδυναμίας ακόμα και των «εκσυγχρονιστών» της ριζοσπαστικής αριστεράς να συλλάβουν τα νέα δεδομένα που διαμορφώνει η τεχνολογία. Δεν μιλάμε για τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, αλλά για στοιχειώδη αντίληψη του πώς λειτουργεί η ψηφιακή σφαίρα. Θα περίμενε κανείς όλα αυτά να είναι αυτονόητα για ένα κόμμα εξουσίας – πολλώ δε μάλλον για ένα κόμμα που επί μήνες διαφημίζει διαδικτυακή του πλατφόρμα ως το μέσο που θα τον φέρει ξανά κοντά στην κοινωνία.

Οι δύο ειδήσεις είναι ενδεικτικές της κατάστασης η οποία δημιουργείται τα τελευταία χρόνια: από τη μία οι πολίτες που θέλουν ένα καλύτερο ατομικό και συλλογικό μέλλον συσπειρώνονται γύρω από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία. Και από την άλλη οι δυνάμεις που εξακολουθούν να βλέπουν τον κόσμο μέσα από «παλιά» γυαλιά βρίσκουν καταφύγιο στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα (ή την εσωκομματική του αντιπολίτευση).

Από το καλοκαίρι και μετά η χώρα έχει μια κυβέρνηση η οποία κινείται γρήγορα, αλλά όχι βιαστικά, με στόχο αφενός να καλύψει το χαμένο για τη χώρα έδαφος και αφετέρου να συμμετάσχει δυναμικά στις τρέχουσες εξελίξεις, ώστε στο τέλος της προσπάθειας να μη βρισκόμαστε πάλι ένα στάδιο πίσω, αλλά στο ίδιο επίπεδο – και γιατί όχι πιο μπροστά – με τις υπόλοιπες προηγμένες χώρες.

Όσοι αντιλαμβανόμαστε αυτό το στόχο ως προτεραιότητα, συμβάλλουμε στην προσπάθεια συνθέτοντας ιδέες και πολιτικές. Στόχος μας είναι να υλοποιήσουμε άμεσα όσα είναι ήδη αυτονόητα σε όλο τον κόσμο και με σταθερά βήματα να συγχρονιστούμε χωρίς καθυστέρηση με τις τρέχουσες εξελίξεις. Έτσι, η Ελλάδα θα ανακτήσει τη διεθνή της θέση και οι Έλληνες να μπορούν να πετυχαίνουν όσα ονειρεύονται και όσα αξίζουν. Και αυτός ο στόχος είναι ο κοινός παρονομαστής και ο πυρήνας της ιδεολογίας μας.

Σίγουρα είναι καλύτερο και για τη χώρα να υπάρχει αντιπολίτευση η οποία να αποτελεί μια σοβαρή εναλλακτική. Και είναι καλύτερο και για την κυβέρνηση να νιώθει την ύπαρξη πολιτικού ανταγωνισμού με βάση τα σύγχρονα διακυβεύματα. Αυτό, όμως, είναι υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όσο εξακολουθεί να διχάζει χρησιμοποιώντας ξεπερασμένη ρητορική, η μόνη στιγμή που ενώνει όλους τους Έλληνες είναι όταν οι τελευταίοι γελάνε με την εικόνα μιας αξιωματικής αντιπολίτευσης που έχει μείνει σε αναχρονιστικές λογικές και πρακτικές.

* Ο Παύλος Μαρινάκης είναι δικηγόρος και πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ