Στην στελέχωση της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας προχωράει το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, μετά τις κυβερνοεπιθέσεις Τούρκων χάκερς τον περασμένο μήνα με στόχο κρατικές ιστοσελίδες.

Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε σε ενημερωτική συνάντηση με δημοσιογράφους ο γενικός γραμματέας Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Αντώνης Τζωρτζακάκης, τις επόμενες ημέρες αναμένεται να ολοκληρωθεί η μετακίνηση περίπου 15 εργαζομένων στην Αρχή από άλλες κρατικές υπηρεσίες.

Ορισμένοι από τους εργαζόμενους που θα στελεχώσουν την Αρχή προέρχονται από τις μυστικές υπηρεσίες και τις ένοπλες δυνάμεις και διαθέτουν ήδη εμπειρία σε θέματα κυβερνοασφάλειας.

Η Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας έχει σημαντικό ρόλο σε ό,τι αφορά τη θωράκιση κρίσιμων υποδομών από κυβερνοεπιθέσεις, δεδομένου ότι είναι αρμόδια για την εποπτεία των μέτρων ασφαλείας που λαμβάνονται.


70 υποδοχές που χρήζουν προστασίας

Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 70 κρίσιμες υποδομές που πρέπει να προστατεύονται από κυβερνοεπιθέσεις για λόγους εθνικού συμφέροντος και οι οποίες αφορούν στον κλάδο της ενέργειας, των τραπεζών, των ενόπλων δυνάμεων, κτλ.

Αρμόδια για την προστασία των κρίσιμων υποδομών, οι οποίες είναι απόρρητες, είναι η διεύθυνση κυβερνοάμυνας του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ). Αντίστοιχα, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) έχει την αρμοδιότητα για τον κλάδο της πολιτικής κυβερνοασφάλειας.

Η ΕΥΠ μαζί με το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην απόκρουση των επιθέσεων του περασμένου Ιανουαρίου, οι οποίες ενορχηστρώθηκαν από Τούρκους χάκερς.

Οι επιθέσεις μάλιστα αντιμετωπίστηκαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν ξεπέρασε τα 90 λεπτά. Το επόμενο βήμα για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση παρόμοιων περιστατικών είναι η σύσταση μητρώου το οποίο θα περιλαμβάνει όλες τις κρατικές υποδομές που πρέπει να προστατεύονται από κυβερνοεπιθέσεις, ενώ σύντομα θα γίνει και μία αξιολόγηση για το ποιες υποδομές είναι πιο ευάλωτες.

Η Ελλάδα στον πάτο του δείκτη ψηφιακής οικονομίας

Στη συνομιλία που είχε με δημοσιογράφους, ο Αντώνης Τζωρτζακάκης αποκάλυψε και μία περίπτωση Greek statistics, η οποία αντί να βελτιώνει τις επιδόσεις της Ελλάδας με πλασματικά – όπως είθισται – στοιχεία, παρουσιάζει μία εικόνα χειρότερη από την πραγματική.

Η Ελλάδα καταλαμβάνει σταθερά μία από τις δύο τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη των 28 στο δείκτη DESI, ο οποίος μετράει σημαντικά στοιχεία της ψηφιακής οικονομίας στα κράτη μέλη της ΕΕ, όπως την ευρυζωνική κάλυψη, τους χρήστες του διαδικτύου και την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας.

Η χώρα μας κατατάσσεται στην τελευταία θέση σε ό,τι αφορά το ποσοστό των νοικοκυριών που καλύπτεται με ευρυζωνικές συνδέσεις υπερυψηλής ταχύτητας που υπερβαίνει τα 100 Mbps. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στην τελευταία έκθεση του δείκτη DESI για το 2018, η κάλυψη σε ευρυζωνικές συνδέσεις με ταχύτητες άνω των 100 Mbps ανήλθε σε μόλις 0,4% των νοικοκυριών, με το αντίστοιχο ποσοστό για το μέσο όρο των κρατών μελών να αγγίζει το 60%.

Σύμφωνα, ωστόσο, με τον κ. Τζωρτζακάκη η εικόνα αυτή είναι πλασματική, δεδομένου ότι ο δείκτης DESI μετράει μόνο τις συνδέσεις οπτικών ινών που φτάνουν μέχρι τον χρήστη, δηλαδή εκείνες που φτάνουν μέχρι το κτήριο (fiber to the building) ή μέχρι το σπίτι (fiber to the home).

Το θέμα ετέθη στη Γενική Διεύθυνση Επικοινωνιακών Δικτύων (DG Connect) στην οποία παρουσιάστηκαν στοιχεία που δείχνουν ότι στην Ελλάδα υπάρχουν διαθέσιμες 2,9 εκατομμύρια γραμμές με ταχύτητα άνω των 100 Mbps σε σύνολο 4,7 εκατομμυρίων γραμμών, παρά το γεγονός ότι η ζήτηση για συνδέσεις υπερηψηλής ταχύτητας είναι ακόμα μικρή.

Με τις παρατηρήσεις της Ελλάδας συντάχθηκαν η Αυστρία, η Γερμανία, το Βέλγιο και η Ιταλία, ενώ η DG Connect αναμένεται να θεσμοθετήσει νέο δείκτη για την ορθότερη αποτύπωση της κατάστασης. Με τα νέα δεδομένα, η κατάταξη της Ελλάδας στο δείκτη DESI αναμένεται να βελτιωθεί.

Ο Αντώνης Τζωρτζακάκης εκτίμησε ότι στους δείκτες του DESI αναμένεται να αποτυπωθεί και η αποκλιμάκωση των τιμών στα πακέτα δεδομένων κινητής τηλεφωνίας, μετά τη δέσμευση που ανέλαβαν πρόσφατα οι εταιρείες τηλεφωνίας ενώπιον του πρωθυπουργού να μειώσουν τις τιμές.

Πηγή: economistas.gr