Η συνταγματικότητα του προσωρινού μέτρου του περιορισμού της κυκλοφορίας πολιτών
Μεγάλη συζήτηση έχει ξεκινήσει από τη δημοσίευση, ήδη, της σχετικής κοινής απόφασης των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Υγείας και Εσωτερικών («Επιβολή του μέτρου του προσωρινού περιορισμού της κυκλοφορίας των πολιτών προς αντιμετώπιση του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID- 19») για τη συνταγματικότητα του μέτρου του προσωρινού (μέχρι 6/4/2020) περιορισμού της κυκλοφορίας των πολιτών, καθώς και την τυχόν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.
Προκειμένου να απαντηθούν νηφάλια τα ως άνω κρίσιμα ερωτήματα, που ευλόγως διατυπώνει μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας, χρήσιμο είναι –πέραν της συστηματικής ερμηνείας του ελληνικού Συντάγματος- να έχουμε κατά νου και τί προηγήθηκε της επιβολής του εν λόγω μέτρου, καθιστώντας το –εν τέλει- επιβεβλημένο.
Η Π.Ν.Π. της 20/3/2020 («Κατεπείγοντα Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, τη στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς και της δημόσιας διοίκησης») ρητώς προβλέπει στο άρθρο 68, παρ.3, τη δυνατότητα επιβολής ως μέτρου πρόληψης και για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, περιορισμών ή απαγόρευσης της
κυκλοφορίας των πολιτών εν όλω ή εν μέρει στην ελληνική επικράτεια. Στα πλαίσια αυτά, η ανωτέρω Κ.Υ.Α. της 22/3/2020, επικαλούμενη –μεταξύ άλλων και- την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 του Συντάγματος, επιβάλλει το μέτρο της απαγόρευσης των άσκοπων μετακινήσεων και όχι –ασφαλώς- αυτό της καθολικής και γενικής απαγόρευσής τους.
Προφανώς εδραζόμενη επί των πορισμάτων και της γνώμης της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, η εν λόγω Κ.Υ.Α. σκοπεύει στην ελαχιστοποίηση των μετακινήσεων των πολιτών και στον περιορισμό τους στις περιπτώσεις που αυτό είναι απολύτως απαραίτητο, θεσπίζοντας –συνάμα- σωρεία περιστάσεων επιτρεπτής μετακίνησης, αρκούμενη –μάλιστα- προς απόδειξη της συνδρομής αυτών σε απλή δήλωση του ίδιου του μετακινούμενου. Πόθεν, λοιπόν, εκπορεύονται και πώς δικαιολογούνται οι αιτιάσεις πολλών πολιτών περί αντισυνταγματικότητας του μέτρου ή/και παραβίασης της –συνταγματικής περιωπής- «αρχής της αναλογικότητας»?
Στο άρθρο 5 του Συντάγματος προστατεύεται η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του πολίτη, καθώς και η συμμετοχή του στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον, όμως, δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων.
Θεσπίζεται, επίσης, το απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας, ενώ, στην παρ.4, που είναι η πλέον κρίσιμη εν προκειμένω, απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σε αυτήν.
Στη συνοδεύουσα αυτήν, εντούτοις, ερμηνευτική δήλωση ορίζεται ότι στην οικεία απαγόρευση δεν περιλαμβάνεται
η λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ήτης υγείας ασθενών, όπως Νόμος ορίζει. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν και μολονότι δεν πρόκειται –ασφαλώς- για ατομικά διοικητικά μέτρα, το
ληφθέν μέτρο του περιορισμού της κυκλοφορίας των πολιτών υπάγεται αναντίρρητα σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία.
Τούτο, δε, στην υπό κρίση περίπτωση επιρρωνύεται άνευ άλλου τινός από τα επιστημονικά πορίσματα της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, τα οποία και –πιθανότατα- υπήρξαν καταλυτικά στη λήψη του εν λόγω μέτρου. Μην αμελούμε, εξάλλου, ότι η υγεία των πολιτών και η κρατική μέριμνα για τη διασφάλιση και την προστασία της είναι –επίσης- συνταγματικές επιταγές, θεσπιζόμενες στα άρθρα 5, παρ.5 και 21, παρ.3αντίστοιχα.
Αλλά και οι αιτιάσεις περί παραβίασης της θεσπιζόμενης στο άρθρο 25, παρ.1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας μοιάζουν ισχνές και στερούμενες νομικής βάσης. Και τούτο διότι αφενός το ίδιο άρθρο, στην παρ.4 θεσπίζει το κρατικό δικαίωμα να αξιώνει από τους πολίτες του την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης και αφετέρου –και κυρίως- εν προκειμένω, ηπιότερα μέτρα ανάσχεσης του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού (υποχρεωτικό κλείσιμο καταστημάτων εστίασης και δομών άθλησης, απαγόρευση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων κ.λπ.), τα οποία δοκιμάστηκαν στην πράξη, δεν επιτέλεσαν τον σκοπό τους, ενόψει το μεν του πολλαπλασιασμού των κρουσμάτων και της αύξησης των θανάτων, το δε τηςμεπιδειχθείσας ασυδοσίας από μικρή μερίδα συμπολιτών μας, πολλοί εκ των οποίων ανήκουν –μάλιστα- σε ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.
Αυτό, επομένως, εν συνδυασμώ με το ότι –επαναλαμβάνω- δεν πρόκειται για καθολική και γενική απαγόρευση των μετακινήσεων αλλά μόνο των άσκοπων τοιούτων, αποδυναμώνει κάθε νομικό επιχείρημα περί παραβίασης της
συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας.
Συγκεφαλαιωτικά, λοιπόν, οι αιτιάσεις περί αντισυνταγματικότητας του μέτρου του προσωρινού περιορισμού των μετακινήσεων των πολιτών στερούνται νομικού ερείσματος, ενόψει της έντασης και της επικινδυνότητας του προς
ανάσχεση κινδύνου.
Μολονότι –αναμφίβολα- η επιβολή του θα συμβάλει στην επίταση των δυσχερών οικονομικών συνεπειών της κρίσης που βιώνουμε, πρέπει να πιστωθεί στην ελληνική Κυβέρνηση η διαρκής εγρήγορση που επιδεικνύει και τα γρήγορα αντανακλαστικά της στη λήψη κάθε είδους μέτρου που δύναται να συντελέσει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της ασύμμετρης απειλής του αόρατου αυτού «εχθρού».
*Ο Χρήστος Θεοδωρόπουλος είναι Δικηγόρος LL.M., ΜΔΕ και Πρόεδρος του Περιφερειακού Συμβουλίου Αττικής
Προκειμένου να απαντηθούν νηφάλια τα ως άνω κρίσιμα ερωτήματα, που ευλόγως διατυπώνει μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας, χρήσιμο είναι –πέραν της συστηματικής ερμηνείας του ελληνικού Συντάγματος- να έχουμε κατά νου και τί προηγήθηκε της επιβολής του εν λόγω μέτρου, καθιστώντας το –εν τέλει- επιβεβλημένο.
Η Π.Ν.Π. της 20/3/2020 («Κατεπείγοντα Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, τη στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς και της δημόσιας διοίκησης») ρητώς προβλέπει στο άρθρο 68, παρ.3, τη δυνατότητα επιβολής ως μέτρου πρόληψης και για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, περιορισμών ή απαγόρευσης της
κυκλοφορίας των πολιτών εν όλω ή εν μέρει στην ελληνική επικράτεια. Στα πλαίσια αυτά, η ανωτέρω Κ.Υ.Α. της 22/3/2020, επικαλούμενη –μεταξύ άλλων και- την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 του Συντάγματος, επιβάλλει το μέτρο της απαγόρευσης των άσκοπων μετακινήσεων και όχι –ασφαλώς- αυτό της καθολικής και γενικής απαγόρευσής τους.
Προφανώς εδραζόμενη επί των πορισμάτων και της γνώμης της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, η εν λόγω Κ.Υ.Α. σκοπεύει στην ελαχιστοποίηση των μετακινήσεων των πολιτών και στον περιορισμό τους στις περιπτώσεις που αυτό είναι απολύτως απαραίτητο, θεσπίζοντας –συνάμα- σωρεία περιστάσεων επιτρεπτής μετακίνησης, αρκούμενη –μάλιστα- προς απόδειξη της συνδρομής αυτών σε απλή δήλωση του ίδιου του μετακινούμενου. Πόθεν, λοιπόν, εκπορεύονται και πώς δικαιολογούνται οι αιτιάσεις πολλών πολιτών περί αντισυνταγματικότητας του μέτρου ή/και παραβίασης της –συνταγματικής περιωπής- «αρχής της αναλογικότητας»?
Στο άρθρο 5 του Συντάγματος προστατεύεται η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του πολίτη, καθώς και η συμμετοχή του στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον, όμως, δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων.
Θεσπίζεται, επίσης, το απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας, ενώ, στην παρ.4, που είναι η πλέον κρίσιμη εν προκειμένω, απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σε αυτήν.
Στη συνοδεύουσα αυτήν, εντούτοις, ερμηνευτική δήλωση ορίζεται ότι στην οικεία απαγόρευση δεν περιλαμβάνεται
η λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ήτης υγείας ασθενών, όπως Νόμος ορίζει. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν και μολονότι δεν πρόκειται –ασφαλώς- για ατομικά διοικητικά μέτρα, το
ληφθέν μέτρο του περιορισμού της κυκλοφορίας των πολιτών υπάγεται αναντίρρητα σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία.
Τούτο, δε, στην υπό κρίση περίπτωση επιρρωνύεται άνευ άλλου τινός από τα επιστημονικά πορίσματα της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, τα οποία και –πιθανότατα- υπήρξαν καταλυτικά στη λήψη του εν λόγω μέτρου. Μην αμελούμε, εξάλλου, ότι η υγεία των πολιτών και η κρατική μέριμνα για τη διασφάλιση και την προστασία της είναι –επίσης- συνταγματικές επιταγές, θεσπιζόμενες στα άρθρα 5, παρ.5 και 21, παρ.3αντίστοιχα.
Αλλά και οι αιτιάσεις περί παραβίασης της θεσπιζόμενης στο άρθρο 25, παρ.1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας μοιάζουν ισχνές και στερούμενες νομικής βάσης. Και τούτο διότι αφενός το ίδιο άρθρο, στην παρ.4 θεσπίζει το κρατικό δικαίωμα να αξιώνει από τους πολίτες του την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης και αφετέρου –και κυρίως- εν προκειμένω, ηπιότερα μέτρα ανάσχεσης του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού (υποχρεωτικό κλείσιμο καταστημάτων εστίασης και δομών άθλησης, απαγόρευση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων κ.λπ.), τα οποία δοκιμάστηκαν στην πράξη, δεν επιτέλεσαν τον σκοπό τους, ενόψει το μεν του πολλαπλασιασμού των κρουσμάτων και της αύξησης των θανάτων, το δε τηςμεπιδειχθείσας ασυδοσίας από μικρή μερίδα συμπολιτών μας, πολλοί εκ των οποίων ανήκουν –μάλιστα- σε ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.
Αυτό, επομένως, εν συνδυασμώ με το ότι –επαναλαμβάνω- δεν πρόκειται για καθολική και γενική απαγόρευση των μετακινήσεων αλλά μόνο των άσκοπων τοιούτων, αποδυναμώνει κάθε νομικό επιχείρημα περί παραβίασης της
συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας.
Συγκεφαλαιωτικά, λοιπόν, οι αιτιάσεις περί αντισυνταγματικότητας του μέτρου του προσωρινού περιορισμού των μετακινήσεων των πολιτών στερούνται νομικού ερείσματος, ενόψει της έντασης και της επικινδυνότητας του προς
ανάσχεση κινδύνου.
Μολονότι –αναμφίβολα- η επιβολή του θα συμβάλει στην επίταση των δυσχερών οικονομικών συνεπειών της κρίσης που βιώνουμε, πρέπει να πιστωθεί στην ελληνική Κυβέρνηση η διαρκής εγρήγορση που επιδεικνύει και τα γρήγορα αντανακλαστικά της στη λήψη κάθε είδους μέτρου που δύναται να συντελέσει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της ασύμμετρης απειλής του αόρατου αυτού «εχθρού».
*Ο Χρήστος Θεοδωρόπουλος είναι Δικηγόρος LL.M., ΜΔΕ και Πρόεδρος του Περιφερειακού Συμβουλίου Αττικής