Πολιτικό παζλ με ενισχυμένο τον Κυριάκο Μητσοτάκη με φόντο την πανδημία του κοροναϊού
Το «θεσμικό κράτος» του πρωθυπουργού, η στρατηγική αμηχανία Τσίπρα και Γεννηματά, ο «ακτιβιστής» Βαρουφάκης, οι διαδοχικές κρίσεις και η νέα διεθνής εικόνα της χώρας
Η Ελλάδα δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει πολιτική κρίση. Αυτή είναι η κοινή εκτίμηση έμπειρων παρατηρητών τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στις διεθνείς πρωτεύουσες από αυτούς που συνεχίζουν να παρακολουθούν στενά τα διαδραματιζόμενα στη χώρα μας. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η επόμενη ημέρα της παγκόσμιας πανδημίας του COVID19 προβλέπεται να φέρει μια παγκόσμια ύφεση ανάλογη του 1930, με πολύ πιο περιορισμένο, όμως, ορίζοντα ως προς τη διάρκεια, έντονες αναταράξεις και αναδιατάξεις στον διεθνή πλούτο και την πολιτική ηγεμονία, κρίση θεσμών, πολιτιστικής ταυτότητας και αναπτυξιακών και κοινωνικών μοντέλων.
Ολο αυτό το ταραχώδες περιβάλλον φυσικά και αφορά την Ελλάδα, ειδικά σε σχέση με την κατάσταση πραγμάτων που θα διαμορφωθεί στο επίπεδο της ευρωζώνης, όσο και στο επίπεδο των συμμαχικών της «μεγάλων δυνάμεων», με έμφαση στις ΗΠΑ. Σε πρώτο πλάνο, όμως, όπως έχει συμβεί και μέχρι σήμερα, κρίσιμο ρόλο έχουν οι αποφάσεις που λαμβάνονται και η στρατηγική που ακολουθείται από την κυβέρνηση. Σε μια στροφή της Ιστορίας, όπου τα εθνικά σύνορα επιστρέφουν και οι λειτουργίες του κράτους αποτελούν κύριο ζητούμενο, ο Ελληνας πρωθυπουργός με την κυβέρνησή του και τις δομές του κράτους, που, αν και αποδυναμωμένες από την πολυετή «επιλεκτική χρεοκοπία» της χώρας και τη σειρά των μνημονίων, αποδίδουν με επάρκεια στον ρόλο τους, ασκεί κυβερνητισμό θεσμικού χαρακτήρα, που υπαγορεύει και επιτυγχάνει νέα σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες, αλλά και ενότητα πέρα από τις κομματικές προτεραιότητες και αντιπαραθέσεις σε εθνικό επίπεδο.
«Στην αρχή αυτής της περιπέτειας ζήτησα την ισχύ της εμπιστοσύνης σας. Και μου την προσφέρατε απλόχερα. Πιστεύω ότι, με σκληρή δουλειά, σας την ανταποδίδω καθημερινά. ∆εν ξεχνώ, όμως, ότι αυτή η κατάσταση δεν θα συνεχιστεί επ’ αόριστον. Μετά την κρίση, η κάθε εξουσία οφείλει να εγκαταλείπει το απυρόβλητο της ανάγκης, δυναμώνοντας τη λογοδοσία. Γιατί καμία έκτακτη συνθήκη δεν μπορεί να αμφισβητεί τη δημοκρατική ευαισθησία», υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ο Ελληνας πρωθυπουργός, Κ. Μητσοτάκης, στο τελευταίο διάγγελμά του τις πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας ενόψει Πάσχα, αλλά και με δεδομένο ότι η περίοδος της αποκλιμάκωσης των μέτρων ελέγχου της κυκλοφορίας είναι πλέον ορατή.Ο κ. Μητσοτάκης όλη την περίοδο της κρίσης που προκάλεσε ο κορονοϊός ακολούθησε τη διαδικασία της προσωπικής επαφής με τους πολίτες μέσω τακτικών διαγγελμάτων. Σε αυτά υπήρχαν κρίσιμες πληροφορίες για την κατάσταση των πραγμάτων στη χώρα, συμβουλές και παροτρύνσεις για την προστασία όλων, αλλά και περιγραφή των δεδομένων για τις στρατηγικές αποφάσεις του. Η αποστροφή περί αυξημένης λογοδοσίας στο συγκεκριμένο διάγγελμά του έφερε σεναριολογία περί πρόωρων εκλογών τον Σεπτέμβριο στους δημοσιογραφικούς κύκλους και μεγάλη αναταραχή στους κύκλους της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, υπήρξαν οι απαραίτητες διαψεύσεις από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο και οι επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις ότι εκλογές θα προκύψουν στο τέλος της τετραετίας.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Αλλά και με αυτή την αφορμή πιστοποιήθηκε το στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η αντιπολίτευση, που και στην περίπτωση ενδεχόμενων πρόωρων εκλογών, αλλά και εκλογών στο τέλος της τετραετίας, βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση. Αυτό συμβαίνει γιατί οι διαδοχικές κρίσεις που συνέβησαν από το τέλος του χειμώνα σε πολύ «σφιχτό» χρόνο, αρχικά με την προσπάθεια της Τουρκίας να επιφέρει αποσταθεροποίηση στην Ελλάδα με τη μαζική είσοδο μεταναστών από τα χερσαία και τα θαλάσσια σύνορά μας και στη συνέχεια η παγκόσμια πρόκληση αντιμετώπισης της πανδημίας του COVID19 επέτρεψαν στον πρωθυπουργό να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τη θέση του (και το προφίλ του, όπως δείχνουν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις) ως κεντρικού πολιτικού παίκτη στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό, λαμβάνοντας έγκαιρα και συγκροτημένα τις στρατηγικές αποφάσεις και κινητοποιώντας τις κρατικές υπηρεσίες και τους ειδικούς επιστήμονες να οργανώσουν το πλαίσιο της διαχείρισης της κρίσης σε πλήρη συντονισμό, διασφαλίζοντας τα συμφέροντα της χώρας και του συνόλου των Ελλήνων.
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε σε μια πολύ σύνθετη φάση, με τις διάφορες εσωκομματικές ομάδες του να συγκρούονται ιδεολογικά, οργανωτικά και στρατηγικά για τη μετεξέλιξη του κόμματος, με την κυριαρχία της Αριστεράς στην Κεντροαριστερά. Οι παραδοσιακοί πυρήνες του ΣΥΡΙΖΑ από την εποχή του ΚΚΕ Εσωτερικού βρέθηκαν να συγκρούονται με τους προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ, που έχουν ενταχθεί πλέον στον ΣΥΡΙΖΑ, για το τι πολιτική θα πρέπει να ακολουθηθεί απέναντι στην κυβέρνηση της Ν.∆. ή ποιοι στα επερχόμενα συνέδρια θα κυριαρχήσουν στο «πολίτ μπιρό» του κόμματος. Μέσα σε αυτήν τη σύγχυση, ο αρχηγός του κόμματος, Αλ. Τσίπρας, προσπάθησε να επιβάλει τις νόρμες μιας δημιουργικής αντιπολίτευσης, αλλά τελικά δεν κατόρθωσε και δεν κατορθώνει να αντιμετωπίσει τις δηλώσεις και τις ιδεοληπτικές τοποθετήσεις εμβληματικών στελεχών του, που στην πρώτη κρίση εξυπηρετούσαν την εχθρική προς τη χώρα μας προπαγάνδα του Ερντογάν, ενώ στη δεύτερη αμφισβητούσαν την ορθότητα της κλιμάκωσης των μέτρων ή την επάρκεια των οικονομικών μέτρων στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων που πλήττονται από τις επιπλοκές που επέφερε η πανδημία.
ΕΚΤΟΣ ΚΑΔΡΟΥ
Από την άλλη πλευρά, η ηγεσία και η «κλειστή ομάδα» του ΚΙΝ.ΑΛ., με την κλιμάκωση των διαδοχικών κρίσεων, βρέθηκε επί της ουσίας «εκτός κάδρου». Οι απόψεις και οι προσεγγίσεις που προέβαλε υπήρξαν αποσπασματικές και τελικά χωρίς ουσία ως προς την εξέλιξη των πραγμάτων. Η εικόνα αυτή έρχεται να συμπληρωθεί από τις χαμηλές πτήσεις τους στις δημοσκοπήσεις, την ίδια στιγμή που το προφίλ της Ελλάδας ως μιας χώρας που μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα, κοινωνική συνοχή και αυτοπειθαρχία εμπεδώνεται. ∆ημοσιογραφικές πληροφορίες θέλουν τον κ. Τσίπρα με την κ. Γεννηματά να συζητούν προκειμένου να ενισχύσουν τη δυνητική παρέμβαση των κομμάτων τους στα μέσα ενημέρωσης, την κοινή γνώμη και την εξέλιξη των πραγμάτων στην περίοδο της βραχείας ύφεσης που προϋπολογίζεται για το 2020. Φέρεται, μάλιστα, ότι θα έχουν τη συνδρομή δυνάμεων του παρασκηνίου επιχειρηματικών και πολιτικών, που θα ήθελαν έναν «υπό πίεση» πρωθυπουργό και πιο ασταθή κυβέρνηση. Ο κ. Μητσοτάκης, όμως, και η «στρατηγική του αποτελέσματος» που ακολουθεί, με πλήρη συναίσθηση και ανάληψη ευθύνης των κυβερνητικών αποφάσεων, δείχνει ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθούν.
Στην Κεντροαριστερά ενεργότερο ρόλο επιδιώκει να αναλάβει με τη μέθοδο του «διεμβολισμού» ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝ.ΑΛ. το ΜέΡΑ25 του κ. Βαρουφάκη, αλλά, σε κάθε περίπτωση, πέραν των πρόσκαιρων εντυπωσιασμών για τα μίντια, δεν κατορθώνει να δημιουργήσει μια «νέα τάξη» στο πολιτικό σκηνικό σε επίπεδο αντιπολίτευσης.
Ετσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί καθόλου τυχαία η άποψη πολύ έμπειρων για τα ελληνικά ζητήματα διεθνών παρατηρητών ότι στο «πολιτικό παζλ» της χώρας κυρίαρχος είναι ο κ. Μητσοτάκης και η Νέα ∆ημοκρατία, με τον πρωθυπουργό να συγκροτεί τον σχεδιασμό του για την επόμενη ημέρα της κρίσης ιδιαίτερα ενισχυμένος.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά
Ολο αυτό το ταραχώδες περιβάλλον φυσικά και αφορά την Ελλάδα, ειδικά σε σχέση με την κατάσταση πραγμάτων που θα διαμορφωθεί στο επίπεδο της ευρωζώνης, όσο και στο επίπεδο των συμμαχικών της «μεγάλων δυνάμεων», με έμφαση στις ΗΠΑ. Σε πρώτο πλάνο, όμως, όπως έχει συμβεί και μέχρι σήμερα, κρίσιμο ρόλο έχουν οι αποφάσεις που λαμβάνονται και η στρατηγική που ακολουθείται από την κυβέρνηση. Σε μια στροφή της Ιστορίας, όπου τα εθνικά σύνορα επιστρέφουν και οι λειτουργίες του κράτους αποτελούν κύριο ζητούμενο, ο Ελληνας πρωθυπουργός με την κυβέρνησή του και τις δομές του κράτους, που, αν και αποδυναμωμένες από την πολυετή «επιλεκτική χρεοκοπία» της χώρας και τη σειρά των μνημονίων, αποδίδουν με επάρκεια στον ρόλο τους, ασκεί κυβερνητισμό θεσμικού χαρακτήρα, που υπαγορεύει και επιτυγχάνει νέα σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες, αλλά και ενότητα πέρα από τις κομματικές προτεραιότητες και αντιπαραθέσεις σε εθνικό επίπεδο.
«Στην αρχή αυτής της περιπέτειας ζήτησα την ισχύ της εμπιστοσύνης σας. Και μου την προσφέρατε απλόχερα. Πιστεύω ότι, με σκληρή δουλειά, σας την ανταποδίδω καθημερινά. ∆εν ξεχνώ, όμως, ότι αυτή η κατάσταση δεν θα συνεχιστεί επ’ αόριστον. Μετά την κρίση, η κάθε εξουσία οφείλει να εγκαταλείπει το απυρόβλητο της ανάγκης, δυναμώνοντας τη λογοδοσία. Γιατί καμία έκτακτη συνθήκη δεν μπορεί να αμφισβητεί τη δημοκρατική ευαισθησία», υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ο Ελληνας πρωθυπουργός, Κ. Μητσοτάκης, στο τελευταίο διάγγελμά του τις πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας ενόψει Πάσχα, αλλά και με δεδομένο ότι η περίοδος της αποκλιμάκωσης των μέτρων ελέγχου της κυκλοφορίας είναι πλέον ορατή.Ο κ. Μητσοτάκης όλη την περίοδο της κρίσης που προκάλεσε ο κορονοϊός ακολούθησε τη διαδικασία της προσωπικής επαφής με τους πολίτες μέσω τακτικών διαγγελμάτων. Σε αυτά υπήρχαν κρίσιμες πληροφορίες για την κατάσταση των πραγμάτων στη χώρα, συμβουλές και παροτρύνσεις για την προστασία όλων, αλλά και περιγραφή των δεδομένων για τις στρατηγικές αποφάσεις του. Η αποστροφή περί αυξημένης λογοδοσίας στο συγκεκριμένο διάγγελμά του έφερε σεναριολογία περί πρόωρων εκλογών τον Σεπτέμβριο στους δημοσιογραφικούς κύκλους και μεγάλη αναταραχή στους κύκλους της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, υπήρξαν οι απαραίτητες διαψεύσεις από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο και οι επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις ότι εκλογές θα προκύψουν στο τέλος της τετραετίας.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Αλλά και με αυτή την αφορμή πιστοποιήθηκε το στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η αντιπολίτευση, που και στην περίπτωση ενδεχόμενων πρόωρων εκλογών, αλλά και εκλογών στο τέλος της τετραετίας, βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση. Αυτό συμβαίνει γιατί οι διαδοχικές κρίσεις που συνέβησαν από το τέλος του χειμώνα σε πολύ «σφιχτό» χρόνο, αρχικά με την προσπάθεια της Τουρκίας να επιφέρει αποσταθεροποίηση στην Ελλάδα με τη μαζική είσοδο μεταναστών από τα χερσαία και τα θαλάσσια σύνορά μας και στη συνέχεια η παγκόσμια πρόκληση αντιμετώπισης της πανδημίας του COVID19 επέτρεψαν στον πρωθυπουργό να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τη θέση του (και το προφίλ του, όπως δείχνουν και οι τελευταίες δημοσκοπήσεις) ως κεντρικού πολιτικού παίκτη στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό, λαμβάνοντας έγκαιρα και συγκροτημένα τις στρατηγικές αποφάσεις και κινητοποιώντας τις κρατικές υπηρεσίες και τους ειδικούς επιστήμονες να οργανώσουν το πλαίσιο της διαχείρισης της κρίσης σε πλήρη συντονισμό, διασφαλίζοντας τα συμφέροντα της χώρας και του συνόλου των Ελλήνων.
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε σε μια πολύ σύνθετη φάση, με τις διάφορες εσωκομματικές ομάδες του να συγκρούονται ιδεολογικά, οργανωτικά και στρατηγικά για τη μετεξέλιξη του κόμματος, με την κυριαρχία της Αριστεράς στην Κεντροαριστερά. Οι παραδοσιακοί πυρήνες του ΣΥΡΙΖΑ από την εποχή του ΚΚΕ Εσωτερικού βρέθηκαν να συγκρούονται με τους προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ, που έχουν ενταχθεί πλέον στον ΣΥΡΙΖΑ, για το τι πολιτική θα πρέπει να ακολουθηθεί απέναντι στην κυβέρνηση της Ν.∆. ή ποιοι στα επερχόμενα συνέδρια θα κυριαρχήσουν στο «πολίτ μπιρό» του κόμματος. Μέσα σε αυτήν τη σύγχυση, ο αρχηγός του κόμματος, Αλ. Τσίπρας, προσπάθησε να επιβάλει τις νόρμες μιας δημιουργικής αντιπολίτευσης, αλλά τελικά δεν κατόρθωσε και δεν κατορθώνει να αντιμετωπίσει τις δηλώσεις και τις ιδεοληπτικές τοποθετήσεις εμβληματικών στελεχών του, που στην πρώτη κρίση εξυπηρετούσαν την εχθρική προς τη χώρα μας προπαγάνδα του Ερντογάν, ενώ στη δεύτερη αμφισβητούσαν την ορθότητα της κλιμάκωσης των μέτρων ή την επάρκεια των οικονομικών μέτρων στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων που πλήττονται από τις επιπλοκές που επέφερε η πανδημία.
ΕΚΤΟΣ ΚΑΔΡΟΥ
Από την άλλη πλευρά, η ηγεσία και η «κλειστή ομάδα» του ΚΙΝ.ΑΛ., με την κλιμάκωση των διαδοχικών κρίσεων, βρέθηκε επί της ουσίας «εκτός κάδρου». Οι απόψεις και οι προσεγγίσεις που προέβαλε υπήρξαν αποσπασματικές και τελικά χωρίς ουσία ως προς την εξέλιξη των πραγμάτων. Η εικόνα αυτή έρχεται να συμπληρωθεί από τις χαμηλές πτήσεις τους στις δημοσκοπήσεις, την ίδια στιγμή που το προφίλ της Ελλάδας ως μιας χώρας που μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα, κοινωνική συνοχή και αυτοπειθαρχία εμπεδώνεται. ∆ημοσιογραφικές πληροφορίες θέλουν τον κ. Τσίπρα με την κ. Γεννηματά να συζητούν προκειμένου να ενισχύσουν τη δυνητική παρέμβαση των κομμάτων τους στα μέσα ενημέρωσης, την κοινή γνώμη και την εξέλιξη των πραγμάτων στην περίοδο της βραχείας ύφεσης που προϋπολογίζεται για το 2020. Φέρεται, μάλιστα, ότι θα έχουν τη συνδρομή δυνάμεων του παρασκηνίου επιχειρηματικών και πολιτικών, που θα ήθελαν έναν «υπό πίεση» πρωθυπουργό και πιο ασταθή κυβέρνηση. Ο κ. Μητσοτάκης, όμως, και η «στρατηγική του αποτελέσματος» που ακολουθεί, με πλήρη συναίσθηση και ανάληψη ευθύνης των κυβερνητικών αποφάσεων, δείχνει ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθούν.
Στην Κεντροαριστερά ενεργότερο ρόλο επιδιώκει να αναλάβει με τη μέθοδο του «διεμβολισμού» ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝ.ΑΛ. το ΜέΡΑ25 του κ. Βαρουφάκη, αλλά, σε κάθε περίπτωση, πέραν των πρόσκαιρων εντυπωσιασμών για τα μίντια, δεν κατορθώνει να δημιουργήσει μια «νέα τάξη» στο πολιτικό σκηνικό σε επίπεδο αντιπολίτευσης.
Ετσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί καθόλου τυχαία η άποψη πολύ έμπειρων για τα ελληνικά ζητήματα διεθνών παρατηρητών ότι στο «πολιτικό παζλ» της χώρας κυρίαρχος είναι ο κ. Μητσοτάκης και η Νέα ∆ημοκρατία, με τον πρωθυπουργό να συγκροτεί τον σχεδιασμό του για την επόμενη ημέρα της κρίσης ιδιαίτερα ενισχυμένος.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά