Γεραπετρίτης: Πανέτοιμη η Ελλάδα την 1η Ιουλίου να δεχθεί επισκέπτες από το εξωτερικό
«Από την 1η Ιουλίου θα είμαστε σε θέση να δεχθούμε τους ξένους επισκέπτες υπό συνθήκες που διασφαλίζουν τη δημόσια υγεία». Αυτήν τη διαβεβαίωση έδωσε ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, σε συνέντευξή του χθες το βράδυ στην ΕΡΤ1 με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι «η Ελλάδα διαφημίζεται ως ο απολύτως υγιής προορισμός, ως προορισμός ασφάλειας της υγείας» και πάνω σε αυτό το σχήμα και τις επόμενες 45 ημέρες η κυβέρνηση θα χτίσει ένα πολύ σοβαρό σύστημα δημόσιας υγείας στα νησιά. Εκτός από τα οικονομικά ζητήματα, όμως, ο υπουργός Επικρατείας πήρε θέση και για τη δίκη Τοπαλούδη, την αγόρευση της εισαγγελέως, την αντίδραση του Δικηγορικού Συλλόγου και την ανάρτηση του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Άκη Σκέρτσου.
Ερωτηθείς, αναλυτικά, εάν ικανοποιείται η ελληνική πλευρά από το κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον τουρισμό, ο κ. Γεραπετρίτης απάντησε ότι η Ελλάδα είχε «πάρα πολύ ενεργό συμμετοχή» στη διαμόρφωσή του, υπήρξε ρητή τοποθέτηση από την ελληνική πλευρά για τα υγειονομικά πρωτόκολλα σχετικά με τις μετακινήσεις στο εξωτερικό και για τα tests των επιβατών.
Αναφέρθηκε, όμως, και στη διελκυστίνδα μεταξύ κρατών-μελών, λέγοντας ότι υπάρχουν χώρες, όπως η Ελλάδα, που ενθαρρύνουν τον τουρισμό και «από την 1η Ιουλίου θα είμαστε σε θέση να δεχθούμε τους ξένους επισκέπτες υπό συνθήκες που διασφαλίζουν τη δημόσια υγεία». Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν χώρες που ενθαρρύνουν τους δικούς τους πολίτες να παραμείνουν εντός της χώρας, «όχι κατ' ανάγκη για υγειονομικούς λόγους, περισσότερο οικονομικούς. Αυτού του τύπου τα διαφορετικά συμφέροντα βρίσκονται πάνω στο τραπέζι, η Ελλάδα έχει μία πολύ σθεναρή στάση, θα επιβάλλουμε στους επισκέπτες μας τα αναγκαία πρωτόκολλα, τα οποία θα είναι ένα ισόρροπο μείγμα διασφάλισης της δημόσιας υγείας, χωρίς, όμως, από την άλλη πλευρά, να τίθενται δυσανάλογα εμπόδια στο τουριστικό μας προϊόν».
Στο ειδικότερο ερώτημα εάν η χώρα μας θα προχωρήσει ταυτοχρόνως και σε διακρατικές συμφωνίες για την έλευση επισκεπτών, ο υπουργός απάντησε ότι «μέσα στα όρια του δικαίου της ΕΕ, η Ελλάδα θα αναπτύξει μία τουριστική διπλωματία, η οποία θα διευκολύνει την άφιξη επισκεπτών ιδιαίτερα από χώρες, οι οποίες δεν έχουν προσβληθεί ευρέως».
Ο κ. Γεραπετρίτης επικαλέστηκε, εξάλλου, εκτιμήσεις ότι το τουριστικό προϊόν θα υποστεί μεγάλη μείωση, που μπορεί να φθάνει και στο μισό των παρελθόντων ετών, αλλά «αυτό δεν επιδρά στην Ελλάδα αναγκαίως και τούτο γιατί -όπως διαβάζετε σε όλα τα έντυπα και τις ηλεκτρονικές σελίδες του εξωτερικού- η Ελλάδα διαφημίζεται ως ο απολύτως υγιής προορισμός, ως προορισμός ασφάλειας της υγείας, και πάνω σε αυτό θα χτίσουμε. Έχουμε ακόμη περίπου 45 ημέρες για να χτίσουμε ακόμη περισσότερο το δημόσιο σύστημα υγείας, ιδίως στους τουριστικούς προορισμούς. Θέλω να διαβεβαιώσω τους συμπολίτες μας ότι η κυβέρνηση θα είναι άοκνη στις προσπάθειές της να δομήσει ένα πολύ σοβαρό σύστημα δημόσιας υγείας στα νησιά».
Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά, ο υπουργός Επικρατείας επανέλαβε ότι «η μεγάλη μας έγνοια, το πιο σοβαρό μας πρόβλημα, είναι πώς θα διασφαλίσουμε τις θέσεις εργασίας έτσι ώστε να μην κλονισθεί η κοινωνική συνοχή και να έχουμε ένα συνεκτικό εργασιακό περιβάλλον από την επομένη της κρίσης». Υποστηρίζοντας ότι αυτό έχει διασφαλιστεί σε ένα βαθμό έως σήμερα, «με το πιο προωθημένο μέτρο» στις ευρωπαϊκές χώρες, την απαγόρευση των απολύσεων, επέμεινε ότι τώρα περνάμε από τη φάση της επιδότησης της αποχής από την εργασίας σε πιο ενεργητικές πολιτικές, «έτσι ώστε να διευκολύνονται οι επιχειρήσεις στη βιωσιμότητά τους, με νέα κίνητρα σε όσους θα εισέλθουν για πρώτη φορά στην εργασία, θα δώσουμε, δηλαδή, κίνητρα στις επιχειρήσεις όχι μόνο να διατηρήσουν αλλά και να ενισχύσουν το εργατικό τους δυναμικό». Στο ερώτημα, δε, για τη μείωση μισθών απάντησε ότι το κράτος θα παρέμβει ρυθμιστικά αναπληρώνοντας τα χαμένα εισοδήματα εκεί όπου πρέπει.
Λελογισμένη ενίσχυση όλων των εργαζομένων και επιχειρήσεων
Ερωτηθείς για τις αντοχές ελληνικής οικονομίας, απάντησε ότι αυτό εξαρτάται από δύο παράγοντες, πόσο γρήγορα θα φύγουμε από τον εφιάλτη της δημόσιας υγείας και πόσο καλά θα κινηθεί η οικονομία μετά την επανεκκίνησή της. «Τα δείγματα, μέχρι στιγμής, είναι θετικά, δεδομένων των συνθηκών πηγαίνουμε αρκετά καλά, δεν έχουμε την υστέρηση των δημοσίων εσόδων που θα οδηγούσε σε μία οικονομική καταστροφή», σημείωσε τονίζοντας την πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης, «να προβεί σε λελογισμένη ενίσχυση όλων των εργαζομένων και όλων των επιχειρήσεων, αυτό θα γίνει με ένα πολυπαραγοντικό μείγμα, με ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, με ενίσχυση της εργασίας, με ενίσχυση στο κομμάτι των ασφαλιστικών εισφορών». Από την άλλη, «δεν είναι στις προθέσεις της ελληνικής πολιτείας να αδειάσει τα ταμεία και τούτο γιατί είναι πολύ χρήσιμο για την επιβίωση της χώρας μας να έχουμε τα αναγκαία ταμειακά διαθέσιμα σε περίπτωση επιδείνωσης της κρίσης», πρόσθεσε.
Και, επί τη ευκαιρία, εξέφρασε την «πολύ μεγάλη ανησυχία» του για «πρόχειρες εκτιμήσεις, όχι μόνο για την ύφεση αλλά και για αυτήν την απίστευτη πλειοδοσία. Βλέπουμε μεμονωμένες προσωπικότητες και πολιτικούς σχηματισμούς να προβαίνουν σε μία αλόγιστη πλειοδοσία σε ό,τι αφορά τις παροχές, να αδειάσει, δηλαδή, το δημόσιο ταμείο». Όμως, «ένα προνοητικό κράτος είναι εκείνο το οποίο κρατάει εφεδρείες (...) Δεν πρέπει να έχουμε άτακτη δημοσιονομική διαχείριση, τέτοιου τύπου αλόγιστη συμπεριφορά από την παρούσα κυβέρνηση να μην περιμένουν οι Έλληνες πολίτες».
Προσωπική η τοποθέτηση του κ. Σκέρτσου
Ωστόσο, η συνέντευξη ξεκίνησε από τη δίκη Τοπαλούδη και την ανάρτηση του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Άκη Σκέρτσου. «Θεωρώ ότι δεν ήταν πολιτική παρέμβαση του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, του κυρίου Σκέρτσου», είπε εισαγωγικά ο κ. Γεραπετρίτης. «Επρόκειτο για μία προσωπική τοποθέτηση σε ένα ζήτημα αιχμής που απασχολεί την ελληνική κοινωνία. Από το λεκτικό αλλά και από το ύφος της ανάρτησης του κυρίου Σκέρτσου είναι σαφέστατο ότι δεν προκύπτει οποιαδήποτε βούληση να υπάρξει επιρροή στην έκδοση της απόφασης. Άλλωστε, δεν πρόκειται για υπόθεση με πολιτικό ενδιαφέρον, είναι κυρίως κοινωνικό το ζήτημα», επισήμανε και συμπλήρωσε: «Όποιος γνωρίζει τον κύριο Σκέρτσο, πρόκειται για έναν άνθρωπο πάρα πολύ υψηλού ήθους και ευπρέπειας. Θα ήταν απολύτως αδύνατο και εκτός της δικής μας αντίληψης να έκανε οποιαδήποτε τοποθέτηση με σκοπό να επηρεάσει τη δικαστική κρίση».
Όμως, ο υπουργός Επικρατείας, υπό και τη νομική ιδιότητά του, διεύρυνε το πλαίσιο συζήτησης υπογραμμίζοντας ότι «είναι κάτι που απασχολεί τη νομική επιστήμη προαιώνια, κατά πόσο δηλαδή ο δικαστής είναι ένας εντελώς ακέραιος, στεγνός τεχνοκράτης, ένας άνθρωπος ο οποίος θα εφαρμόζει τη νομική επιστήμη σε ένα επίπεδο απολύτως καθαρό χωρίς προσμείξεις κοινωνιολογικές, ανθρωπολογικές, ψυχολογικές, οικονομικές ή αν θα πρέπει ο δικαστής να βρίσκεται δίπλα στο κοινό αίσθημα, να αφουγκράζεται, να έχει συναισθήματα στην έδρα. Είναι ένα ζήτημα πάρα πολύ λεπτό και δύσκολο. Η δίκη αυτή έχει πολύ ιδιαίτερη κοινωνική φόρτιση, είναι μία δίκη που απασχολεί το πανελλήνιο, είναι ευκαιρία να συζητήσουμε αλλά ας το αφήσουμε για πιο ουδέτερο χρόνο, πώς φανταζόμαστε τεχνικά τον δικαστή. Αν θέλουμε τον δικαστή που θα ίσταται πέραν των οποιωνδήποτε κοινωνικών δεδομένων που περιβάλλουν μία υπόθεση, αν τον θέλουμε να είναι κοντά στα νομικά ή τον θέλουμε να αφουγκράζεται και την κοινωνία».
«Η προσωπική μου άποψη, και είναι κάτι που το γνωρίζουν οι φοιτητές μου για περισσότερα από είκοσι χρόνια, είναι ότι ο δικαστής πρέπει να εφαρμόζει το δίκαιο με ένα θετικιστικό τρόπο, να είναι αυστηρός με τα νομικά. Όλοι οι άνθρωποι, και οι δικαστές, έχουν πάντοτε τις προδιαθέσεις, τις προεπιλογές, όλοι έχουμε τα βιώματά μας, από την άλλη πλευρά όταν καλείσαι να απονείμεις δικαιοσύνη θα πρέπει να μένεις κατά το δυνατόν πιο κοντά στο γράμμα και το πνεύμα του νόμου, να αποστασιοποιείσαι συναισθηματικά, να αφήνεις τις ψυχολογικές προεπιλογές σου και να κρίνεις με βάση το υφιστάμενο δίκαιο. Ακόμη και αν πρόκειται για υποθέσεις με πάρα πολλή έντονη κοινωνική σημειολογία, το δίκαιο θα πρέπει να εφαρμόζεται με τρόπο εξαιρετικά αυστηρό. Οι Έλληνες δικαστές διακρίνονται για το επίπεδο της ακεραιότητάς τους και της ευθυκρισίας τους, εφαρμόζουν πάντα το δίκαιο με τρόπο που δεν επιδέχεται καμίας αμφισημίας ή μομφής», πρόσθεσε.
«Εν κατακλείδι -και για τη συγκεκριμένη δίκη- αισθάνομαι ότι και στην περίπτωση αυτή θα αποδοθεί δικαιοσύνη έτσι ώστε και να μην υπάρχουν κοινωνικές εντάσεις και να αποκατασταθεί το αίσθημα δικαιοσύνης (…) Η αίσθησή μου είναι πως δεν υπήρξε καμία πρόθεση να αποδοθεί μομφή στους δικηγόρους, οι οποίοι είναι συλλειτουργοί της δικαιοσύνης», ανέφερε ο κ. Γεραπετρίτης για την αγόρευση της εισαγγελέως και την αντίδραση του Δικηγορικού Συλλόγου.
Ερωτηθείς, αναλυτικά, εάν ικανοποιείται η ελληνική πλευρά από το κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον τουρισμό, ο κ. Γεραπετρίτης απάντησε ότι η Ελλάδα είχε «πάρα πολύ ενεργό συμμετοχή» στη διαμόρφωσή του, υπήρξε ρητή τοποθέτηση από την ελληνική πλευρά για τα υγειονομικά πρωτόκολλα σχετικά με τις μετακινήσεις στο εξωτερικό και για τα tests των επιβατών.
Αναφέρθηκε, όμως, και στη διελκυστίνδα μεταξύ κρατών-μελών, λέγοντας ότι υπάρχουν χώρες, όπως η Ελλάδα, που ενθαρρύνουν τον τουρισμό και «από την 1η Ιουλίου θα είμαστε σε θέση να δεχθούμε τους ξένους επισκέπτες υπό συνθήκες που διασφαλίζουν τη δημόσια υγεία». Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν χώρες που ενθαρρύνουν τους δικούς τους πολίτες να παραμείνουν εντός της χώρας, «όχι κατ' ανάγκη για υγειονομικούς λόγους, περισσότερο οικονομικούς. Αυτού του τύπου τα διαφορετικά συμφέροντα βρίσκονται πάνω στο τραπέζι, η Ελλάδα έχει μία πολύ σθεναρή στάση, θα επιβάλλουμε στους επισκέπτες μας τα αναγκαία πρωτόκολλα, τα οποία θα είναι ένα ισόρροπο μείγμα διασφάλισης της δημόσιας υγείας, χωρίς, όμως, από την άλλη πλευρά, να τίθενται δυσανάλογα εμπόδια στο τουριστικό μας προϊόν».
Στο ειδικότερο ερώτημα εάν η χώρα μας θα προχωρήσει ταυτοχρόνως και σε διακρατικές συμφωνίες για την έλευση επισκεπτών, ο υπουργός απάντησε ότι «μέσα στα όρια του δικαίου της ΕΕ, η Ελλάδα θα αναπτύξει μία τουριστική διπλωματία, η οποία θα διευκολύνει την άφιξη επισκεπτών ιδιαίτερα από χώρες, οι οποίες δεν έχουν προσβληθεί ευρέως».
Ο κ. Γεραπετρίτης επικαλέστηκε, εξάλλου, εκτιμήσεις ότι το τουριστικό προϊόν θα υποστεί μεγάλη μείωση, που μπορεί να φθάνει και στο μισό των παρελθόντων ετών, αλλά «αυτό δεν επιδρά στην Ελλάδα αναγκαίως και τούτο γιατί -όπως διαβάζετε σε όλα τα έντυπα και τις ηλεκτρονικές σελίδες του εξωτερικού- η Ελλάδα διαφημίζεται ως ο απολύτως υγιής προορισμός, ως προορισμός ασφάλειας της υγείας, και πάνω σε αυτό θα χτίσουμε. Έχουμε ακόμη περίπου 45 ημέρες για να χτίσουμε ακόμη περισσότερο το δημόσιο σύστημα υγείας, ιδίως στους τουριστικούς προορισμούς. Θέλω να διαβεβαιώσω τους συμπολίτες μας ότι η κυβέρνηση θα είναι άοκνη στις προσπάθειές της να δομήσει ένα πολύ σοβαρό σύστημα δημόσιας υγείας στα νησιά».
Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά, ο υπουργός Επικρατείας επανέλαβε ότι «η μεγάλη μας έγνοια, το πιο σοβαρό μας πρόβλημα, είναι πώς θα διασφαλίσουμε τις θέσεις εργασίας έτσι ώστε να μην κλονισθεί η κοινωνική συνοχή και να έχουμε ένα συνεκτικό εργασιακό περιβάλλον από την επομένη της κρίσης». Υποστηρίζοντας ότι αυτό έχει διασφαλιστεί σε ένα βαθμό έως σήμερα, «με το πιο προωθημένο μέτρο» στις ευρωπαϊκές χώρες, την απαγόρευση των απολύσεων, επέμεινε ότι τώρα περνάμε από τη φάση της επιδότησης της αποχής από την εργασίας σε πιο ενεργητικές πολιτικές, «έτσι ώστε να διευκολύνονται οι επιχειρήσεις στη βιωσιμότητά τους, με νέα κίνητρα σε όσους θα εισέλθουν για πρώτη φορά στην εργασία, θα δώσουμε, δηλαδή, κίνητρα στις επιχειρήσεις όχι μόνο να διατηρήσουν αλλά και να ενισχύσουν το εργατικό τους δυναμικό». Στο ερώτημα, δε, για τη μείωση μισθών απάντησε ότι το κράτος θα παρέμβει ρυθμιστικά αναπληρώνοντας τα χαμένα εισοδήματα εκεί όπου πρέπει.
Λελογισμένη ενίσχυση όλων των εργαζομένων και επιχειρήσεων
Ερωτηθείς για τις αντοχές ελληνικής οικονομίας, απάντησε ότι αυτό εξαρτάται από δύο παράγοντες, πόσο γρήγορα θα φύγουμε από τον εφιάλτη της δημόσιας υγείας και πόσο καλά θα κινηθεί η οικονομία μετά την επανεκκίνησή της. «Τα δείγματα, μέχρι στιγμής, είναι θετικά, δεδομένων των συνθηκών πηγαίνουμε αρκετά καλά, δεν έχουμε την υστέρηση των δημοσίων εσόδων που θα οδηγούσε σε μία οικονομική καταστροφή», σημείωσε τονίζοντας την πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης, «να προβεί σε λελογισμένη ενίσχυση όλων των εργαζομένων και όλων των επιχειρήσεων, αυτό θα γίνει με ένα πολυπαραγοντικό μείγμα, με ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, με ενίσχυση της εργασίας, με ενίσχυση στο κομμάτι των ασφαλιστικών εισφορών». Από την άλλη, «δεν είναι στις προθέσεις της ελληνικής πολιτείας να αδειάσει τα ταμεία και τούτο γιατί είναι πολύ χρήσιμο για την επιβίωση της χώρας μας να έχουμε τα αναγκαία ταμειακά διαθέσιμα σε περίπτωση επιδείνωσης της κρίσης», πρόσθεσε.
Και, επί τη ευκαιρία, εξέφρασε την «πολύ μεγάλη ανησυχία» του για «πρόχειρες εκτιμήσεις, όχι μόνο για την ύφεση αλλά και για αυτήν την απίστευτη πλειοδοσία. Βλέπουμε μεμονωμένες προσωπικότητες και πολιτικούς σχηματισμούς να προβαίνουν σε μία αλόγιστη πλειοδοσία σε ό,τι αφορά τις παροχές, να αδειάσει, δηλαδή, το δημόσιο ταμείο». Όμως, «ένα προνοητικό κράτος είναι εκείνο το οποίο κρατάει εφεδρείες (...) Δεν πρέπει να έχουμε άτακτη δημοσιονομική διαχείριση, τέτοιου τύπου αλόγιστη συμπεριφορά από την παρούσα κυβέρνηση να μην περιμένουν οι Έλληνες πολίτες».
Προσωπική η τοποθέτηση του κ. Σκέρτσου
Ωστόσο, η συνέντευξη ξεκίνησε από τη δίκη Τοπαλούδη και την ανάρτηση του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Άκη Σκέρτσου. «Θεωρώ ότι δεν ήταν πολιτική παρέμβαση του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, του κυρίου Σκέρτσου», είπε εισαγωγικά ο κ. Γεραπετρίτης. «Επρόκειτο για μία προσωπική τοποθέτηση σε ένα ζήτημα αιχμής που απασχολεί την ελληνική κοινωνία. Από το λεκτικό αλλά και από το ύφος της ανάρτησης του κυρίου Σκέρτσου είναι σαφέστατο ότι δεν προκύπτει οποιαδήποτε βούληση να υπάρξει επιρροή στην έκδοση της απόφασης. Άλλωστε, δεν πρόκειται για υπόθεση με πολιτικό ενδιαφέρον, είναι κυρίως κοινωνικό το ζήτημα», επισήμανε και συμπλήρωσε: «Όποιος γνωρίζει τον κύριο Σκέρτσο, πρόκειται για έναν άνθρωπο πάρα πολύ υψηλού ήθους και ευπρέπειας. Θα ήταν απολύτως αδύνατο και εκτός της δικής μας αντίληψης να έκανε οποιαδήποτε τοποθέτηση με σκοπό να επηρεάσει τη δικαστική κρίση».
Όμως, ο υπουργός Επικρατείας, υπό και τη νομική ιδιότητά του, διεύρυνε το πλαίσιο συζήτησης υπογραμμίζοντας ότι «είναι κάτι που απασχολεί τη νομική επιστήμη προαιώνια, κατά πόσο δηλαδή ο δικαστής είναι ένας εντελώς ακέραιος, στεγνός τεχνοκράτης, ένας άνθρωπος ο οποίος θα εφαρμόζει τη νομική επιστήμη σε ένα επίπεδο απολύτως καθαρό χωρίς προσμείξεις κοινωνιολογικές, ανθρωπολογικές, ψυχολογικές, οικονομικές ή αν θα πρέπει ο δικαστής να βρίσκεται δίπλα στο κοινό αίσθημα, να αφουγκράζεται, να έχει συναισθήματα στην έδρα. Είναι ένα ζήτημα πάρα πολύ λεπτό και δύσκολο. Η δίκη αυτή έχει πολύ ιδιαίτερη κοινωνική φόρτιση, είναι μία δίκη που απασχολεί το πανελλήνιο, είναι ευκαιρία να συζητήσουμε αλλά ας το αφήσουμε για πιο ουδέτερο χρόνο, πώς φανταζόμαστε τεχνικά τον δικαστή. Αν θέλουμε τον δικαστή που θα ίσταται πέραν των οποιωνδήποτε κοινωνικών δεδομένων που περιβάλλουν μία υπόθεση, αν τον θέλουμε να είναι κοντά στα νομικά ή τον θέλουμε να αφουγκράζεται και την κοινωνία».
«Η προσωπική μου άποψη, και είναι κάτι που το γνωρίζουν οι φοιτητές μου για περισσότερα από είκοσι χρόνια, είναι ότι ο δικαστής πρέπει να εφαρμόζει το δίκαιο με ένα θετικιστικό τρόπο, να είναι αυστηρός με τα νομικά. Όλοι οι άνθρωποι, και οι δικαστές, έχουν πάντοτε τις προδιαθέσεις, τις προεπιλογές, όλοι έχουμε τα βιώματά μας, από την άλλη πλευρά όταν καλείσαι να απονείμεις δικαιοσύνη θα πρέπει να μένεις κατά το δυνατόν πιο κοντά στο γράμμα και το πνεύμα του νόμου, να αποστασιοποιείσαι συναισθηματικά, να αφήνεις τις ψυχολογικές προεπιλογές σου και να κρίνεις με βάση το υφιστάμενο δίκαιο. Ακόμη και αν πρόκειται για υποθέσεις με πάρα πολλή έντονη κοινωνική σημειολογία, το δίκαιο θα πρέπει να εφαρμόζεται με τρόπο εξαιρετικά αυστηρό. Οι Έλληνες δικαστές διακρίνονται για το επίπεδο της ακεραιότητάς τους και της ευθυκρισίας τους, εφαρμόζουν πάντα το δίκαιο με τρόπο που δεν επιδέχεται καμίας αμφισημίας ή μομφής», πρόσθεσε.
«Εν κατακλείδι -και για τη συγκεκριμένη δίκη- αισθάνομαι ότι και στην περίπτωση αυτή θα αποδοθεί δικαιοσύνη έτσι ώστε και να μην υπάρχουν κοινωνικές εντάσεις και να αποκατασταθεί το αίσθημα δικαιοσύνης (…) Η αίσθησή μου είναι πως δεν υπήρξε καμία πρόθεση να αποδοθεί μομφή στους δικηγόρους, οι οποίοι είναι συλλειτουργοί της δικαιοσύνης», ανέφερε ο κ. Γεραπετρίτης για την αγόρευση της εισαγγελέως και την αντίδραση του Δικηγορικού Συλλόγου.