Εύσημα Harvard Business Review στον Μητσοτάκη: Παράδειγμα καλής ηγεσίας εν μέσω κρίσης του κοροναϊού
Αναφορά στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στον υποδειγματικό τρόπο που χειρίστηκε την κρίση του κοροναϊού κάνει η έγκυρη επιθεώρηση Harvard Business Review
Το άρθρο με τίτλο «Οι καλοί ηγέτες μπορούν να υπερβούν τη θεσμική αδράνεια σε μία κρίση», αναφέρει την περίπτωση της Ελλάδας και του Κυριάκου Μητσοτάκη ως παράδειγμα καλής ηγεσίας, σε σχέση με τις διαφορετικές επιδόσεις της Λοβαρδίας και του Βένετο στην Ιταλία ,που έφεραν πολύ διαφορετικά αποτελέσματα στην κρίση της πανδημίας, τα οποία το δημοσίευμα αποδίδει στη διαφορά ηγεσίας.
Το άρθρο επισημαίνει ότι υπό φυσιολογικές συνθήκες, σε καλά οργανωμένα κοινωνικά και πολιτικά συστήματα, η ηγεσία μπορεί να μην διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Εντούτοις, σε καιρούς κρίσης ακόμα και τα πιο καλές οργανωτικές δομές μπορεί να μην μπορούν να ανταποκριθούν. «Οι φουρτουνιασμένες θάλασσες ζητούν ένα καλό καπετάνιο» αναφέρει χαρακτηριστικά και προσθέτει:
«Σε χώρες μικρές και μεγάλες, ο Covid-19 μας δείχνει ποιοι είναι οι πραγματικοί ηγέτες. Προς το παρόν, αγαπημένη όλων είναι η Ζακίντα Άρντερν της Νέας Ζηλανδίας, της οποίας η προσέγγιση φαίνεται να έχει αποδώσει πολύ καλά. Αλλά ένα ακόμη καλύτερο παράδειγμα μπορεί να είναι ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
»Σε αντίθεση με τη Νέα Ζηλανδία, η Ελλάδα μαστίζεται από διαρθρωτικά προβλήματα: ο πληθυσμός της γερνά, οι θεσμοί της είναι αδύναμοι, η δημόσια διοίκηση είναι αναποτελεσματική και το Εθνικό Σύστημα Υγείας της δεν διαθέτει επαρκείς πόρους. Επιπλέον, η χώρα μόλις άρχισε να βγαίνει από τη μεγαλύτερη και βαθύτερη ύφεση στην ιστορία της όταν έπληξε η πανδημία. Ωστόσο, έχει δημιουργήσει μια από τις πιο αποτελεσματικές απαντήσεις στον κόσμο: Τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο έχει μόλις 148 θανάτους από Covid-19 σε μια χώρα σχεδόν 11 εκατομμυρίων.
»Ο Μητσοτάκης έχει κρατήσει τον πληθυσμό επιφυλακτικό, αλλά όχι πανικοβλημένο, καθοδηγώντας τους φημισμένους ανεξάρτητους Έλληνες σε ένα εκπληκτικά υψηλό επίπεδο συμμόρφωσης με κοινωνικές αποστάσεις, κλείσιμο καταστημάτων και άλλα μέτρα για τον περιορισμό του ιού. Ακόμα πιο εντυπωσιακά, έχει επιβλέψει μια καλή κρατική επιχείρηση που έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών και έχει χρησιμοποιήσει την κρίση για να ψηφιοποιήσει και να εξορθολογήσει μια αβυσσαλέα γραφειοκρατία σε χρόνο ρεκόρ. Με την επιφύλαξη ότι υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες μπροστά για μια χώρα που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, αυτό ήταν ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα» σημειώνει το Harvard Business Review.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή, σύμφωνα με το δημοσίευμα, υπήρξε η διαχείριση της κυβέρνησης, που κέρδισε την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης και εκμεταλλεύτηκε την κρίση προκειμένου να ψηφιοποιήσει και να εκλογικεύσει την γραφειοκρατία σε χρόνο-ρεκόρ. Παρότι τα δύσκολα είναι μπροστά «για μια χώρα που βασίζεται τόσο έντονα στον τουρισμό, η αντίδρασή του (Κυριάκου Μητσοτάκη) υπήρξε αξιοσημείωτη».
Το περιοδικό κλείνει σημειώνοντας πως η πανδημία έγινε μια ευκαιρία να αναδειχθούν οι ηγέτες που όχι μόνο οδήγησαν τις χώρες τους μέσα από την κρίση, αλλά άδραξαν την ευκαιρία να αναμορφώσουν το κράτος, δίνοντας στα έθνη τους ισχυρότερες υποδομές μετά τον Covid-19, από ό, τι είχαν πριν.
Το άρθρο με τίτλο «Οι καλοί ηγέτες μπορούν να υπερβούν τη θεσμική αδράνεια σε μία κρίση», αναφέρει την περίπτωση της Ελλάδας και του Κυριάκου Μητσοτάκη ως παράδειγμα καλής ηγεσίας, σε σχέση με τις διαφορετικές επιδόσεις της Λοβαρδίας και του Βένετο στην Ιταλία ,που έφεραν πολύ διαφορετικά αποτελέσματα στην κρίση της πανδημίας, τα οποία το δημοσίευμα αποδίδει στη διαφορά ηγεσίας.
Το άρθρο επισημαίνει ότι υπό φυσιολογικές συνθήκες, σε καλά οργανωμένα κοινωνικά και πολιτικά συστήματα, η ηγεσία μπορεί να μην διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Εντούτοις, σε καιρούς κρίσης ακόμα και τα πιο καλές οργανωτικές δομές μπορεί να μην μπορούν να ανταποκριθούν. «Οι φουρτουνιασμένες θάλασσες ζητούν ένα καλό καπετάνιο» αναφέρει χαρακτηριστικά και προσθέτει:
«Σε χώρες μικρές και μεγάλες, ο Covid-19 μας δείχνει ποιοι είναι οι πραγματικοί ηγέτες. Προς το παρόν, αγαπημένη όλων είναι η Ζακίντα Άρντερν της Νέας Ζηλανδίας, της οποίας η προσέγγιση φαίνεται να έχει αποδώσει πολύ καλά. Αλλά ένα ακόμη καλύτερο παράδειγμα μπορεί να είναι ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
»Σε αντίθεση με τη Νέα Ζηλανδία, η Ελλάδα μαστίζεται από διαρθρωτικά προβλήματα: ο πληθυσμός της γερνά, οι θεσμοί της είναι αδύναμοι, η δημόσια διοίκηση είναι αναποτελεσματική και το Εθνικό Σύστημα Υγείας της δεν διαθέτει επαρκείς πόρους. Επιπλέον, η χώρα μόλις άρχισε να βγαίνει από τη μεγαλύτερη και βαθύτερη ύφεση στην ιστορία της όταν έπληξε η πανδημία. Ωστόσο, έχει δημιουργήσει μια από τις πιο αποτελεσματικές απαντήσεις στον κόσμο: Τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο έχει μόλις 148 θανάτους από Covid-19 σε μια χώρα σχεδόν 11 εκατομμυρίων.
»Ο Μητσοτάκης έχει κρατήσει τον πληθυσμό επιφυλακτικό, αλλά όχι πανικοβλημένο, καθοδηγώντας τους φημισμένους ανεξάρτητους Έλληνες σε ένα εκπληκτικά υψηλό επίπεδο συμμόρφωσης με κοινωνικές αποστάσεις, κλείσιμο καταστημάτων και άλλα μέτρα για τον περιορισμό του ιού. Ακόμα πιο εντυπωσιακά, έχει επιβλέψει μια καλή κρατική επιχείρηση που έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών και έχει χρησιμοποιήσει την κρίση για να ψηφιοποιήσει και να εξορθολογήσει μια αβυσσαλέα γραφειοκρατία σε χρόνο ρεκόρ. Με την επιφύλαξη ότι υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες μπροστά για μια χώρα που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, αυτό ήταν ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα» σημειώνει το Harvard Business Review.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή, σύμφωνα με το δημοσίευμα, υπήρξε η διαχείριση της κυβέρνησης, που κέρδισε την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης και εκμεταλλεύτηκε την κρίση προκειμένου να ψηφιοποιήσει και να εκλογικεύσει την γραφειοκρατία σε χρόνο-ρεκόρ. Παρότι τα δύσκολα είναι μπροστά «για μια χώρα που βασίζεται τόσο έντονα στον τουρισμό, η αντίδρασή του (Κυριάκου Μητσοτάκη) υπήρξε αξιοσημείωτη».
Το περιοδικό κλείνει σημειώνοντας πως η πανδημία έγινε μια ευκαιρία να αναδειχθούν οι ηγέτες που όχι μόνο οδήγησαν τις χώρες τους μέσα από την κρίση, αλλά άδραξαν την ευκαιρία να αναμορφώσουν το κράτος, δίνοντας στα έθνη τους ισχυρότερες υποδομές μετά τον Covid-19, από ό, τι είχαν πριν.