Ζήτημα σοβαρότητας και υπευθυνότητας
Κοινοβουλευτική ∆ημοκρατία είναι αναμφίβολα το πιο ωραίο πολίτευμα, αλλά ταυτόχρονα και το πλέον δύσκολο. ∆ύσκολο γιατί απαιτεί ευθύνη και σοβαρότητα τόσο από τους πολίτες όσο και από τους πολιτικούς. Την περασμένη εβδομάδα είδαμε ανάγλυφα μπροστά στα μάτια μας πώς η πολιτική μπορεί να δώσει το κακό παράδειγμα στους πολίτες και πώς μπορούν πολιτικοί και κόμματα να χάσουν τη σοβαρότητά τους. Φρόντισε η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ για αυτό, με μεγάλη μάλιστα επιμέλεια.
Το θέμα δεν ήταν τόσο μεγάλο. Μία μήνυση εναντίον των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών. Μήνυση που έφτασε μέχρι την Ολομέλεια της Βουλής, παρόλο που, όπως εξήγησε και ο προεδρεύων της Βουλής, Αθανασίου Χαράλαμπος, θα μπορούσε να μην έχει φτάσει, καθώς στερούνταν νομικών επιχειρημάτων και σοβαρής τεκμηρίωσης.
Η συζήτηση δεν αφορούσε τη Συμφωνία των Πρεσπών αυτή καθαυτήν, αλλά τη μήνυση. Η διαφωνία της Νέας ∆ημοκρατίας με την εν λόγω συμφωνία, όπως έχει εκφραστεί και από τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, και με κοινοβουλευτική διαδικασ ία είναι δεδομένη, πολιτική, ιδεολογική και τεχνική. Επί της μήνυσης η Νέα ∆ημοκρατία αποφάσισε να ψηφίσει εναντίον της άρσης ασυλίας. Και ποια ήταν η αντίδραση από τον ΣΥΡΙΖΑ; Εξέλαβαν τη στάση αυτή ως υποχώρηση από την αρχική μας θέση, ως μια ένδειξη αδυναμίας, και άδραξαν την ευκαιρία που βρήκαν για να επιτεθούν στη Νέα ∆ημοκρατία, στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, οι οποίοι δεν ήταν καν παρόντες.
Αντί να γίνει η ψηφοφορία, να απορριφθεί το αίτημα άρσης ασυλίας και το πολιτικό σύστημα να αποδείξει ότι μπορεί να διακατέχεται από διαφορετικές πολιτικές ιδεολογίες, οι οποίες πολλές φορές είναι αντίθετες και προκαλούν διαφωνίες, ωστόσο σε θεσμικές και τυπικές διαδικασίες στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, τι έγινε;
Οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης έπαιρναν τον λόγο και ξεκαθάριζαν ότι δεν θα τοποθετηθούν επί της μήνυσης, αλλά επί της Συμφωνίας των Πρεσπών. Εφτασαν, μάλιστα, να κατηγορήσουν τη Νέα ∆ημοκρατία, την παράταξη που θεμελίωσε τη ∆ημοκρατία στη χώρα, για εθνικισμό και εθνολαϊκισμό. Με προσβολές και χαρακτηρισμούς θέλησαν να υπενθυμίσουν πόσο περήφανοι είναι για μια δυσλειτουργική και εθνικά επιζήμια συμφωνία.
Κι αυτό γιατί; Επειδή μια αυτοδύναμη κυβέρνηση, εκλεγμένη από τον λαό, σεβάστηκε μια συμφωνία που ψηφίστηκε από την εθνική αντιπροσωπία, αποδεικνύοντας ότι το κράτος έχει συνέχεια και σέβεται τις αρχές του ∆ιεθνούς ∆ικαίου, αυτού που κραδαίνει απέναντι σε κάθε παράλογη απαίτηση της Τουρκίας.
Η ∆ημοκρατία, λοιπόν, είναι το πιο ωραίο και ταυτόχρονα το πιο δύσκολο πολίτευμα και είμαστε περήφανοι που μπορούμε να την υπηρετούμε και όχι να τη χρησιμοποιούμε για μικροπολιτική και ρεβανσισμό.
Το θέμα δεν ήταν τόσο μεγάλο. Μία μήνυση εναντίον των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών. Μήνυση που έφτασε μέχρι την Ολομέλεια της Βουλής, παρόλο που, όπως εξήγησε και ο προεδρεύων της Βουλής, Αθανασίου Χαράλαμπος, θα μπορούσε να μην έχει φτάσει, καθώς στερούνταν νομικών επιχειρημάτων και σοβαρής τεκμηρίωσης.
Η συζήτηση δεν αφορούσε τη Συμφωνία των Πρεσπών αυτή καθαυτήν, αλλά τη μήνυση. Η διαφωνία της Νέας ∆ημοκρατίας με την εν λόγω συμφωνία, όπως έχει εκφραστεί και από τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, και με κοινοβουλευτική διαδικασ ία είναι δεδομένη, πολιτική, ιδεολογική και τεχνική. Επί της μήνυσης η Νέα ∆ημοκρατία αποφάσισε να ψηφίσει εναντίον της άρσης ασυλίας. Και ποια ήταν η αντίδραση από τον ΣΥΡΙΖΑ; Εξέλαβαν τη στάση αυτή ως υποχώρηση από την αρχική μας θέση, ως μια ένδειξη αδυναμίας, και άδραξαν την ευκαιρία που βρήκαν για να επιτεθούν στη Νέα ∆ημοκρατία, στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, οι οποίοι δεν ήταν καν παρόντες.
Αντί να γίνει η ψηφοφορία, να απορριφθεί το αίτημα άρσης ασυλίας και το πολιτικό σύστημα να αποδείξει ότι μπορεί να διακατέχεται από διαφορετικές πολιτικές ιδεολογίες, οι οποίες πολλές φορές είναι αντίθετες και προκαλούν διαφωνίες, ωστόσο σε θεσμικές και τυπικές διαδικασίες στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, τι έγινε;
Οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης έπαιρναν τον λόγο και ξεκαθάριζαν ότι δεν θα τοποθετηθούν επί της μήνυσης, αλλά επί της Συμφωνίας των Πρεσπών. Εφτασαν, μάλιστα, να κατηγορήσουν τη Νέα ∆ημοκρατία, την παράταξη που θεμελίωσε τη ∆ημοκρατία στη χώρα, για εθνικισμό και εθνολαϊκισμό. Με προσβολές και χαρακτηρισμούς θέλησαν να υπενθυμίσουν πόσο περήφανοι είναι για μια δυσλειτουργική και εθνικά επιζήμια συμφωνία.
Κι αυτό γιατί; Επειδή μια αυτοδύναμη κυβέρνηση, εκλεγμένη από τον λαό, σεβάστηκε μια συμφωνία που ψηφίστηκε από την εθνική αντιπροσωπία, αποδεικνύοντας ότι το κράτος έχει συνέχεια και σέβεται τις αρχές του ∆ιεθνούς ∆ικαίου, αυτού που κραδαίνει απέναντι σε κάθε παράλογη απαίτηση της Τουρκίας.
Η ∆ημοκρατία, λοιπόν, είναι το πιο ωραίο και ταυτόχρονα το πιο δύσκολο πολίτευμα και είμαστε περήφανοι που μπορούμε να την υπηρετούμε και όχι να τη χρησιμοποιούμε για μικροπολιτική και ρεβανσισμό.