Βορίδης: Αντιμετωπίζουμε με σχέδιο τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές για την προστασία των Ελλήνων παραγωγών
Στους τρόπους με τους οποίους η κυβέρνηση και ο ίδιος θα αντιμετωπίσουν αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ώστε να προστατευθούν οι Έλληνες παραγωγοί αναφέρθηκε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Μάκης Βορίδης μιλώντας στη Βουλή στη διάρκεια της διαδικασίας του Κοινοβουλευτικού Ελέγχου.
Ο υπουργός έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι σύντομα ολοκληρώνεται η διαδικασία για την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2019/633 (σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων) και μάλιστα πολύ νωρίτερα από την καταληκτική ημερομηνία του Μαρτίου 2021.
«Είμαστε στη φάση ολοκλήρωσης της νομοτεχνικής επεξεργασίας της ενσωμάτωσης της συγκεκριμένης κοινοτικής Οδηγίας. Της επιτροπής προεδρεύει ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ενώ εκπροσωπείται στις εργασίες και συμμετέχει παραγωγικά και δημιουργικά από πλευράς του υπουργείου μας η γενική διευθύντρια Τροφίμων» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Βορίδης.
Παράλληλα, τόνισε ότι εξετάζεται με ιδιαίτερη προσοχή και το ζήτημα των εναρμονισμένων εμπορικών πρακτικών. «Σημαντικό σημείο συζήτησης για την αντιμετώπισή τους στον χώρο του πρωτογενούς τομέα είναι η διαδικασία του ελέγχου των πρακτικών αυτών» τόνισε ο υπουργός για να συμπληρώσει ότι μία από αυτές είναι της ανοιχτής τιμής.
«Σήμερα σε περίπτωση συμφωνίας για την παράδοση του προϊόντος του παραγωγού στον έμπορο ή στον μεταποιητή σε μεταγενέστερο χρόνο, ο παραγωγός δεσμεύεται -και δεσμεύεται και με ποινικές ρήτρες πολλές φορές- ότι θα παραδώσει το προϊόν του, αλλά η τιμή είναι ανοιχτή και συμφωνείται μεταγενεστέρως. Ειδικώς σε ευαλλοίωτα προϊόντα όπως είναι το γάλα αυτό δημιουργεί απόλυτη εξάρτηση και φέρνει τον παραγωγό σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση στη συναλλαγή» εξήγησε.
Και ο κ. Βορίδης κατέληξε: «Πέρα από την ενσωμάτωση της Οδηγίας που θα πραγματοποιηθεί άμεσα, οφείλω να επισημάνω ότι κεντρικό ζήτημα είναι η ισχυροποίηση της διαπραγματευτικής δύναμης των παραγωγών μας. Και γι’ αυτό χρειάζεται η ενίσχυση των Συνεταιρισμών, των Ομάδων Παραγωγών, των Διεπαγγελματικών Οργανώσεων διότι αυτές διαμορφώνουν προοπτικές προώθησης και ενίσχυσης της ποιότητας των προϊόντων και άρα αύξηση της αξίας τους. Άλλο ένα μεγάλο ζήτημα είναι αυτό της αποθήκευσης ώστε αν οι τιμές είναι χαμηλές να έχει δυνατότητα να μην διαθέσει το προϊόν του. Και αυτό έχει να κάνει με την επιλογή μας να θέσουμε στο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης επενδυτικά σχέδια τα οποία δίνουν τη δυνατότητα δημιουργίας τέτοιων αποθηκών προς όφελος των παραγωγών μας».
Στην ίδια κοινοβουλευτική συζήτηση ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ξεκαθάρισε για μιαν ακόμη φορά ότι «σε συνθήκες ενιαίας αγοράς η ελάχιστη εγγυημένη τιμή όχι απλώς δεν προστατεύει το εισόδημα των αγροτών, αλλά το καταστρέφει» για να εξηγήσει ότι εάν η διεθνής τιμή είναι υψηλότερη ο ανταγωνισμός θα αγοράζει στην ελάχιστη εγγυημένη τιμή και άρα ο αγρότης θα χάνει ενώ εάν η διεθνής τιμή είναι χαμηλότερη ο ανταγωνισμός θα αγνοεί την εγγυημένη τιμή και θα αγοράζει από αγρότες τρίτων χωρών που δεν θα δεσμεύονται από αυτήν. «Άρα οι παραγωγοί μας θα χάνουν πάλι εισόδημα» είπε ο κ. Βορίδης.
Ο υπουργός έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι σύντομα ολοκληρώνεται η διαδικασία για την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2019/633 (σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων) και μάλιστα πολύ νωρίτερα από την καταληκτική ημερομηνία του Μαρτίου 2021.
«Είμαστε στη φάση ολοκλήρωσης της νομοτεχνικής επεξεργασίας της ενσωμάτωσης της συγκεκριμένης κοινοτικής Οδηγίας. Της επιτροπής προεδρεύει ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ενώ εκπροσωπείται στις εργασίες και συμμετέχει παραγωγικά και δημιουργικά από πλευράς του υπουργείου μας η γενική διευθύντρια Τροφίμων» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Βορίδης.
Παράλληλα, τόνισε ότι εξετάζεται με ιδιαίτερη προσοχή και το ζήτημα των εναρμονισμένων εμπορικών πρακτικών. «Σημαντικό σημείο συζήτησης για την αντιμετώπισή τους στον χώρο του πρωτογενούς τομέα είναι η διαδικασία του ελέγχου των πρακτικών αυτών» τόνισε ο υπουργός για να συμπληρώσει ότι μία από αυτές είναι της ανοιχτής τιμής.
«Σήμερα σε περίπτωση συμφωνίας για την παράδοση του προϊόντος του παραγωγού στον έμπορο ή στον μεταποιητή σε μεταγενέστερο χρόνο, ο παραγωγός δεσμεύεται -και δεσμεύεται και με ποινικές ρήτρες πολλές φορές- ότι θα παραδώσει το προϊόν του, αλλά η τιμή είναι ανοιχτή και συμφωνείται μεταγενεστέρως. Ειδικώς σε ευαλλοίωτα προϊόντα όπως είναι το γάλα αυτό δημιουργεί απόλυτη εξάρτηση και φέρνει τον παραγωγό σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση στη συναλλαγή» εξήγησε.
Και ο κ. Βορίδης κατέληξε: «Πέρα από την ενσωμάτωση της Οδηγίας που θα πραγματοποιηθεί άμεσα, οφείλω να επισημάνω ότι κεντρικό ζήτημα είναι η ισχυροποίηση της διαπραγματευτικής δύναμης των παραγωγών μας. Και γι’ αυτό χρειάζεται η ενίσχυση των Συνεταιρισμών, των Ομάδων Παραγωγών, των Διεπαγγελματικών Οργανώσεων διότι αυτές διαμορφώνουν προοπτικές προώθησης και ενίσχυσης της ποιότητας των προϊόντων και άρα αύξηση της αξίας τους. Άλλο ένα μεγάλο ζήτημα είναι αυτό της αποθήκευσης ώστε αν οι τιμές είναι χαμηλές να έχει δυνατότητα να μην διαθέσει το προϊόν του. Και αυτό έχει να κάνει με την επιλογή μας να θέσουμε στο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης επενδυτικά σχέδια τα οποία δίνουν τη δυνατότητα δημιουργίας τέτοιων αποθηκών προς όφελος των παραγωγών μας».
Στην ίδια κοινοβουλευτική συζήτηση ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ξεκαθάρισε για μιαν ακόμη φορά ότι «σε συνθήκες ενιαίας αγοράς η ελάχιστη εγγυημένη τιμή όχι απλώς δεν προστατεύει το εισόδημα των αγροτών, αλλά το καταστρέφει» για να εξηγήσει ότι εάν η διεθνής τιμή είναι υψηλότερη ο ανταγωνισμός θα αγοράζει στην ελάχιστη εγγυημένη τιμή και άρα ο αγρότης θα χάνει ενώ εάν η διεθνής τιμή είναι χαμηλότερη ο ανταγωνισμός θα αγνοεί την εγγυημένη τιμή και θα αγοράζει από αγρότες τρίτων χωρών που δεν θα δεσμεύονται από αυτήν. «Άρα οι παραγωγοί μας θα χάνουν πάλι εισόδημα» είπε ο κ. Βορίδης.