Το φαινόµενο της παγκοσµιοποίησης άρχισε σταδιακά να διαµορφώνεται από τα µέσα του 20ού αιώνα. Αφορά την κοινωνική, επικοινωνιακή και οικονοµική επέκταση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων πέρα από το στενά τοπικό, εθνοκρατικό επίπεδο, στα όρια δυνητικά του παγκόσµιου.

Στο φαινόµενο της παγκοσµιοποίησης -όπως έχει έως τώρα διαµορφωθεί- έντονη είναι η σφραγίδα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, σύµφωνα µε τις οποίες ο περιοριστικός και παρεµβατικός ρόλος των εθνών-κρατών µειώνεται και απελευθερώνονται οι εµπορικές, χρηµατιστηριακές και τραπεζικές συναλλαγές και γενικότερα οι πρωτοβουλίες των πολυεθνικών εταιρειών και των «αγορών».

Μεταβαίνουµε «από το κράτος ως µοντέλο για την επιχείρηση, στην επιχείρηση ως µοντέλο για το κράτος». Οι νεοφιλελεύθερες αυτές πολιτικές υποστηρίζονται από την ίδρυση διεθνών οργανισµών, όπως η Παγκόσµια Τράπεζα, το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο και ο Παγκόσµιος Οργανισµός Εµπορίου. Οι οργανισµοί αυτοί επιβάλλουν µια διεθνή οικονοµική τάξη πραγµάτων και κανόνων που υπερβαίνει κατά πολύ το εθνικό-τοπικό πλαίσιο και περιορίζει απειλητικά την αυτονοµία των αποφάσεων από τα κράτη.

Στα αποτελέσµατα της υπερίσχυσης σε παγκόσµιο επίπεδο του νεοφιλελεύθερου οικονοµικού µοντέλου καταγράφονται η απορρύθµιση και η αλλαγή του ρόλου κραταιών πολιτικοκοινωνικών δοµών του παρελθόντος. Ενδεικτικά µπορούµε να αναφέρουµε τη διάλυση του Ανατολικού Μπλοκ και την παρεπόµενη κατάρρευση και διάσπαση µεγάλων κοµµουνιστικών κρατών (λ.χ. ΕΣΣ∆, Γιουγκοσλαβία), αλλά και την επανένωση της Ανατολικής µε τη ∆υτική Γερµανία.

Ταυτόχρονα, έχουµε την προσπάθεια θεσµικής υπέρβασης των εθνών-κρατών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, µέσω λ.χ. της κατάργησης των διαβατηρίων και των ελέγχων κατά τις διασυνοριακές µετακινήσεις, της θέσπισης κοινού ευρωπαϊκού νοµίσµατος, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ.λπ. Ενα βασικό χαρακτηριστικό του παγκοσµιοποιηµένου τοπίου είναι οι πολλαπλές διασυνδέσεις, δηλαδή η διαµόρφωση της «δικτυακής κοινωνίας» («network society»), στο πλαίσιο της οποίας «τα πάντα συνδέονται µεταξύ τους».

Και αυτό διότι οι διασυνοριακοί έλεγχοι έχουν απλοποιηθεί ή/και περιοριστεί δραστικά και, παράλληλα, οι µετακινήσεις των ανθρώπων είναι δυνατές µε χαµηλότερο κόστος απ’ ό,τι παλαιότερα, ενώ η παγκόσµια εξάπλωση του ∆ιαδικτύου παρέχει ασύλληπτες -για µέχρι πριν από λίγα χρόνια- δυνατότητες για επικοινωνία και χρηµατοπιστωτικές συναλλαγές. Ολες αυτές οι νέες προοπτικές έχουν τη σφραγίδα και τη συµβολή των νέων τεχνολογιών.

Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται λόγος για πολλαπλές υπερεθνικές «ροές» σε επίπεδα όπως αυτό της µετακίνησης των ανθρώπων, της τεχνολογίας, των χρηµατοοικονοµικών συναλλαγών, των µέσων επικοινωνίας και των ιδεών. Οι πολλαπλές οριζόντιες πλανητικές διασυνδέσεις στις οποίες αναφερθήκαµε προκαλούν ρήγµατα ή και πλήττουν τις κάθετες, οµοιογενείς εθνοκρατικές δοµές και τους δεσµούς των εθνικών, πολιτισµικών και γλωσσικών χαρακτηριστικών τους µε έναν τόπο, γεγονός που διευκολύνει τη διακίνηση ανθρώπων, γλωσσών, πολιτισµικών αξιών, ιδεών κ.λπ.

Με άλλα λόγια, οι γλώσσες, οι νοοτροπίες και, οι θέσεις για την κοινωνικοπολιτική οργάνωση «κυκλοφορούν» ανά τον κόσµο απελευθερωµένες από τις εθν(ικ)οτοπικές τους γειώσεις.

Ταυτόχρονα, όµως, οι ισχυρές γλώσσες, νοοτροπίες και κοινωνικοπολιτικές θέσεις, µε χαρακτηριστικότερο παράδειγµα την αγγλική γλώσσα, τη δυτικοαµερικανική αντίληψη των πραγµάτων και τη νεοφιλελεύθερη οικονοµική και κοινωνικοπολιτική οργάνωση, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να επιβληθούν σε πλανητικό επίπεδο. Ιδού ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα.

Η παγκοσµιοποίηση της αγγλικής µέσα σε διαφορετικά πλαίσια, µετα-αποικιακά, µετα-κοµµουνιστικά και δυτικοευρωπαϊκά, είναι ένα διαπλεκόµενο νήµα µέσα σε µια ασύµµετρη ροή προϊόντων, ιδεών και επιχειρηµάτων. Ετσι, ζούµε σε έναν κόσµο όπου το 80% των ταινιών που προβάλλονται προέρχονται από την Καλιφόρνια, ενώ µόνο το 2% των ταινιών που προβάλλονται στη Βόρεια Αµερική προέρχεται από την Ευρώπη.

Η τάση να δηµιουργηθεί η εντύπωση ενός παγκόσµιου πολιτισµού µέσα από την παραγωγή για παγκόσµιες αγορές, έτσι ώστε τα προϊόντα και οι πληροφορίες να στοχεύουν στη δηµιουργία «παγκόσµιων πελατών, που θέλουν παγκόσµιες υπηρεσίες από παγκόσµιους προµηθευτές», µπορεί να ονοµαστεί «µακντοναλντοποίηση».

Μπορούμε, ως εκ τούτου, να κάνουµε λόγο για τη διαµόρφωση και διάδοση ενός ιµπεριαλιστικού λόγου, αυτού της δυτικής παγκοσµιοποίησης, ο οποίος δεν επιδιώκει έναν ουδέτερο, προοδευτικό εκσυγχρονισµό του κόσµου, αλλά µια οικονοµική και κοινωνικοπολιτισµική οργάνωση του κόσµου µε πρότυπα δυτικοαµερικανικής προέλευσης και σκοπιµότητας.

Ο «κοσµοπολιτισµός» που επαγγέλλεται ο λόγος της δυτικής παγκοσµιοποίησης βρίσκεται σε έντονη πλανητική κυκλοφορία ήδη από τα µέσα του 20ού αιώνα και αντιµάχεται µε ποικίλους (περισσότερο ή λιγότερο εµφανείς) τρόπους τον εθνικό λόγο και τον εθν(οτ) ικό τοπικισµό, που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο µε «κτητική αγάπη» για τον τόπο και τη γη του, ο οποίος «δεν εµπιστεύεται τις τράπεζες», «απεχθάνεται τον ανταγωνισµό» και «νιώθει να απειλείται από ξένους».

Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα κρίσιµο να έχουµε υπόψη µας ότι ο λόγος της δυτικής παγκοσµιοποίησης, παρά τις προφανείς κυριαρχικές επιδιώξεις του, οι οποίες διευκολύνονται από τις πλανητικές διασυνδέσεις, δεν έχει επιβληθεί καθολικά ούτε οµοιογενώς. Επιπλέον, ο τοπικισµός δεν έχει πάντοτε τα απαξιωτικά χαρακτηριστικά µε τα οποία τον περιγράφουν αρκετοί, αλλά χαρακτηρίζεται από πολιτισµικές, γλωσσικές, κοινωνικοπολιτικές και οικονοµικές ποικιλοµορφίες, δεδοµένων και των µεταναστευτικών και προσφυγικών ροών.

Παρατηρείται ότι η παγκοσµιοποίηση δεν διακρίνεται από «µονοκατευθυντικότητα», µε φορά από πάνω προς τα κάτω, ούτε οι τοπικές κοινωνίες άκριτα υιοθετούν ό,τι επιχειρείται να τους επιβληθεί άνωθεν.

Δίνοντας µια αδρή εικόνα της «πολυπλοκότητας και πολυσυνθετότητας της παγκοσµιοποίησης», θα µπορούσαµε να επισηµάνουµε τα εξής: τα κραταιά έθνη-κράτη του δυτικού κόσµου «βάλλονται» τόσο άνωθεν, από τον λόγο της δυτικής παγκοσµιοποίησης και τους υπερεθνικούς θεσµούς που διευκολύνουν την εµπέδωση και τη διάδοσή του, όσο και κάτωθεν, από τους µεταναστευτικούς και προσφυγικούς πληθυσµούς που εισέρχονται στις επικράτειές τους λόγω γενικότερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων.

Ο λόγος της δυτικής παγκοσµιοποίησης επιχειρεί να απογυµνώσει τους εθνικούς πολίτες από τα εθνικά τους χαρακτηριστικά και να τους αποσπάσει από την προστασία των εθνικών δικαιωµάτων τους, ώστε να είναι κατάλληλοι και αποτελεσµατικοί στις νέες ρευστές και επισφαλείς θέσεις του νεοφιλελεύθερου εργασιακού τοπίου.

Ταυτόχρονα, οι µετανάστες, συχνά απεµπολώντας τις γλωσσοπολιτισµικές τους ταυτότητες και πρακτικές, αλλά σε ορισµένες περιπτώσεις και σε κάποιον βαθµό πετυχαίνοντας τη διατήρησή τους, επιχειρούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε (µερικά από τα) δικαιώµατα του εθνικού πολίτη, που συστηµατικά τους αρνείται το έθνος-κράτος για να προστατεύσει την καθαρότητά του και τους εθνικούς πολίτες του.

Με βάση τα παραπάνω, είναι πολύ ενδιαφέρον να µελετηθούν από τις κοινωνικές επιστήµες οι συναντήσεις του λόγου της δυτικής παγκοσµιοποίησης, ο οποίος, όπως επισηµάναµε, δεν κατορθώνει να επιβάλλεται πάντοτε µε µονοδιάστατο και οµοιογενή τρόπο, µε τους ποικίλους σε τοπικό επίπεδο εθνοκρατικούς (οικονοµικούς, κοινωνικοπολιτικούς και πολιτισµικούς) σχηµατισµούς, στους οποίους πρόσφατα έχουν αρχίσει να εγκαθίστανται µεταναστευτικοί και προσφυγικοί πληθυσµοί.

Να αναδειχθούν, δηλαδή, οι παγκοσµιοτοπικές (global) µείξεις. Οπως εύστοχα παρατηρεί ένας αναλυτής, η παγκοσµιοποίηση εντέλει αποτελεί «µια διαδικασία µάλλον παρά µια ολοκληρωµένη κατάσταση (...) µε συνέπειες (...) αβέβαιες και απρόβλεπτες».