Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης στα Παραπολιτικά για ελληνοτουρκικά: ∆ιάλογος υπό όρους
Στη συλλογική πολιτική συνείδηση, η Χάγη σηματοδοτούσε πάντα το ύστατο καταφύγιο για τη διευθέτηση της μακροχρόνιας διαμάχης Ελλάδας Τουρκίας. Ηδη από το 1975, που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πρότεινε στον Μπουλέντ Ετσεβίτ να παραπέμψουν το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας στο ∆ικαστήριο με κοινό συνυποσχετικό, η Ελλάδα είχε δώσει το σήμα ότι είναι μια χώρα που πιστεύει στη διεθνή νομιμότητα και στη χρήση ειρηνικών μέσων για την επίλυση των διαφορών της.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, δεν απεμπόλησε ποτέ αυτό το πνεύμα καλής συνεργασίας με τους γείτονές της. Το απέδειξε, εξάλλου, με τις συμφωνίες που υπέγραψε το καλοκαίρι με Ιταλία και Αίγυπτο. Συμφωνίες απόλυτα ισορροπημένες και θεμελιωμένες στο ∆ίκαιο της Θάλασσας, που επιβεβαιώνουν ότι δύο κυρίαρχα κράτη μπορούν με συνεννόηση να οριοθετούν τις θαλάσσιες ζώνες τους, ώστε να αξιοποιούν παραγωγικά τον θαλάσσιο πλούτο τους αντί να φιλονικούν για αυτόν. Την ίδια σχέση επιδιώκουμε και με την Τουρκία. Γι’ αυτό είμαστε έτοιμοι να επανεκκινήσουμε τον διάλογο που έμεινε στη μέση το 2016.
Ζητούμενο είναι, όμως, με ποιους όρους θα γίνει αυτό. Κατ’ αρχάς, με συμφωνημένο αντικείμενο. Η διαφορά με την Τουρκία εστιάζεται στην οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών και δεν επεκτείνεται σε ευρύτερα θέματα ούτε σε μονομερείς διεκδικήσεις, που βαφτίζονται «διμερείς διαφορές». Η εξέταση της διαφοράς υπό το πρίσμα της διεθνούς νομιμότητας είναι επίσης μονόδρομος. Στον 21ο αιώνα, τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών δεν τα καθορίζει η ισχύ τους, αλλά οι επιταγές του εθιμικού και συμβατικού ∆ικαίου της Θάλασσας. Αυτές δεσμεύουν όλα τα κράτη.
Τελικά, ο δρόμος της νομιμότητας δεν είναι δρόμος προθέσεων και βερμπαλισμών, αλλά έμπρακτου σεβασμού των κανόνων. Οι εκβιασμοί, οι πολεμικές ρητορείες και οι μιλιταρισμοί δεν χωράνε στο τραπέζι του διαλόγου. Και αυτόν τον δρόμο πρέπει αμφότεροι να ακολουθήσουμε στις διερευνητικές επαφές. Εξοπλισμένοι με έναν σαφή οδικό χάρτη για τις διαδικασίες και το περιεχόμενο, ώστε βαθμιαία να οικοδομήσουμε εμπιστο σύνη, που αρμόζει σε γείτονες.
Ωστόσο, αν οι διαπραγματεύσεις δεν καρποφορήσουν, η δικαστική προσφυγή στη Χάγη παραμένει πάντα μια επιλογή. Μια ειρηνική, συναινετική και δικαιοκρατική επιλογή, που είμαστε διατεθειμένοι να αξιοποιήσουμε.Αν πράγματι Ελλάδα και Τουρκία δεσμευτούν για την εφαρμογή της δικαστικής κρίσης βάσει κοινού συνυποσχετικού, θα πρόκειται για ένα αδιαμφισβήτητο διπλωματικό κεκτημένο. Μια νίκη του ∆ιεθνούς ∆ικαίου απέναντι στη στρατιωτική επιβολή.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, δεν απεμπόλησε ποτέ αυτό το πνεύμα καλής συνεργασίας με τους γείτονές της. Το απέδειξε, εξάλλου, με τις συμφωνίες που υπέγραψε το καλοκαίρι με Ιταλία και Αίγυπτο. Συμφωνίες απόλυτα ισορροπημένες και θεμελιωμένες στο ∆ίκαιο της Θάλασσας, που επιβεβαιώνουν ότι δύο κυρίαρχα κράτη μπορούν με συνεννόηση να οριοθετούν τις θαλάσσιες ζώνες τους, ώστε να αξιοποιούν παραγωγικά τον θαλάσσιο πλούτο τους αντί να φιλονικούν για αυτόν. Την ίδια σχέση επιδιώκουμε και με την Τουρκία. Γι’ αυτό είμαστε έτοιμοι να επανεκκινήσουμε τον διάλογο που έμεινε στη μέση το 2016.
O δρόμος της νομιμότητας δεν είναι δρόμος προθέσεων και βερμπαλισμών, αλλά έμπρακτου σεβασμού των κανόνων
Ζητούμενο είναι, όμως, με ποιους όρους θα γίνει αυτό. Κατ’ αρχάς, με συμφωνημένο αντικείμενο. Η διαφορά με την Τουρκία εστιάζεται στην οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών και δεν επεκτείνεται σε ευρύτερα θέματα ούτε σε μονομερείς διεκδικήσεις, που βαφτίζονται «διμερείς διαφορές». Η εξέταση της διαφοράς υπό το πρίσμα της διεθνούς νομιμότητας είναι επίσης μονόδρομος. Στον 21ο αιώνα, τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών δεν τα καθορίζει η ισχύ τους, αλλά οι επιταγές του εθιμικού και συμβατικού ∆ικαίου της Θάλασσας. Αυτές δεσμεύουν όλα τα κράτη.
Τελικά, ο δρόμος της νομιμότητας δεν είναι δρόμος προθέσεων και βερμπαλισμών, αλλά έμπρακτου σεβασμού των κανόνων. Οι εκβιασμοί, οι πολεμικές ρητορείες και οι μιλιταρισμοί δεν χωράνε στο τραπέζι του διαλόγου. Και αυτόν τον δρόμο πρέπει αμφότεροι να ακολουθήσουμε στις διερευνητικές επαφές. Εξοπλισμένοι με έναν σαφή οδικό χάρτη για τις διαδικασίες και το περιεχόμενο, ώστε βαθμιαία να οικοδομήσουμε εμπιστο σύνη, που αρμόζει σε γείτονες.
Ωστόσο, αν οι διαπραγματεύσεις δεν καρποφορήσουν, η δικαστική προσφυγή στη Χάγη παραμένει πάντα μια επιλογή. Μια ειρηνική, συναινετική και δικαιοκρατική επιλογή, που είμαστε διατεθειμένοι να αξιοποιήσουμε.Αν πράγματι Ελλάδα και Τουρκία δεσμευτούν για την εφαρμογή της δικαστικής κρίσης βάσει κοινού συνυποσχετικού, θα πρόκειται για ένα αδιαμφισβήτητο διπλωματικό κεκτημένο. Μια νίκη του ∆ιεθνούς ∆ικαίου απέναντι στη στρατιωτική επιβολή.