Η Χάγη είναι τόσο μακριά όσο είναι η απόσταση που χωρίζει την Τουρκία από τον σεβασμό του ∆ιεθνούς ∆ικαίου. Οι μονομερείς διεκδικήσεις δεν μπορούν να χαρακτηριστούν διακρατικές διαφορές, ιδιαίτερα όταν καταπατούν Συνθήκες που διασφάλιζαν σε μεγάλο βαθμό την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή. Το ζήτημα που έχουμε να επιλύσουμε είναι ένα: η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Η Τουρκία, από την πλευρά της, συνεπώς επιχειρεί να ανοίξει όλα τα θέματα, μη σεβόμενη τη διεθνή νομιμότητα. Η θέση της ελληνικής κυβέρνησης θα πρέπει να εμπεριέχει, σε μια διαπραγμάτευση με την Τουρκία, το να πάμε σε μια συμφωνίαπακέτο, τώρα που η ευρωπαϊκή προοπτική της γειτονικής χώρας μοιάζει να είναι πιο απομακρυσμένη από ποτέ. Εχει έρθει η ώρα να διαμορφώσουμε θέση και να συζητήσουμε για μια νέα ειδική σχέση Ε.Ε.Τουρκίας, που θα περιλαμβάνει τόσο το καρότο της αναβάθμισης της οικονομικής συνεργασίας μέσω της αναθεώρησης της τελωνειακής ένωσης, όσο και το μαστίγιο, με ρήτρες και αυτοματοποιημένες κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων γειτονικών χωρών και κρατώνμελών, αλλά και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό. Μέρος της συμφωνίας αυτής θα είναι η πρόβλεψη για από κοινού χάραξη των θαλασσίων ζωνών βάσει του ∆ιεθνούς ∆ικαίου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μέσα σε συγκεκριμένο, μικρό χρονικό διάστημα.

Εάν η διαδικασία δεν δώσει καρπούς, τότε ο άλλος δρόμος περνά από τη Χάγη. Θα πρέπει με συνυποσχετικό να οδηγηθούμε στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο της Χάγης για την επίλυση του ίδιου και μόνον ζητήματος, ανεξάρτητα από τις επιδιώξεις της Τουρκίας. Σε κάθε περίπτωση, η επανεκκίνηση του διαλόγου δεν μπορεί να γίνει υπό το καθεστώς απειλών, εκβιασμού και προκλήσεων. Ο μόνος δρόμος που υπάρχει είναι αυτός της διεθνούς νομιμότητας.

∆υστυχώς, το τουρκικό πολιτικό σύστημα πλειοψηφικά ακολουθεί τον Ερντογάν σε έναν εθνικιστικό παροξυσμό, που υποσκάπτει κάθε τέτοια προοπτική. Από την ελληνική πλευρά έχει αποδειχτεί ότι δεν υπάρχει ανάλογη επιθετικότητα, εκτός ελαχίστων, γραφικών περιπτώσεων, και μάλιστα έχουμε αποδείξει εμπράκτως και με το Ελσίνκι και το 1976 ότι θέλουμε να επιλύσουμε τις διαφορές μας με έναν διαφανή και συμβατό τρόπο με το ∆ιεθνές ∆ίκαιο.