Αρχές Οκτωβρίου οι διερευνητικές συνομιλίες - Ποια είναι η στρατηγική της Ελλάδας
Κοντά στην έναρξη των διερευνητικών συνομιλιών στις αρχές Οκτωβρίου αλλά μακριά προς το παρόν από μια επικοινωνία Μητσοτάκη-Ερντογάν είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το διπλωματικό παρασκήνιο χθες ήταν έντονο, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να συζητά τηλεφωνικά με την Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν για το ζήτημα αυτό, όσο φυσικά και αυτό της λίστας με ενδεχόμενες κυρώσεις κατά της Τουρκίας και τον Ταγίπ Ερντογάν να επικοινωνεί τόσο με την πρόεδρο της Κομισιόν όσο και με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ.
Στην δε τηλεδιάσκεψη κορυφής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, ο Έλληνας πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι χρειάζεται συνέχεια και συνέπεια από την τουρκική πλευρά στην κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης και αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην ανάγκη να τερματιστούν οι προκλήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο εκτιμούν ότι οι ανακοινώσεις για επανέναρξη των διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας -που διακόπηκαν τον Μάρτιο του 2016 με υπαιτιότητα της τουρκικής πλευράς- αποτελούν ένα θετικό βήμα επαναπροσέγγισης, το οποίο δικαιώνει την στάση που κράτησε η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα. Κι αυτό διότι αφενός συνιστούν ένα σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης της έντασης και αφετέρου καταδεικνύουν ότι η προσέγγιση της κυβέρνησης σε επιχειρησιακό και διπλωματικό επίπεδο απέδωσε.
Η Ελλάδα επιχείρησε εξ αρχής να θέσει την τουρκική προκλητικότητα στο πλαίσιο των ευρωτουρκικών σχέσεων – και όχι αμιγώς των ελληνοτουρκικών - ενώ ο κ. Μητσοτάκης τόνιζε στις διεθνείς του επαφές ότι οι μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας αγγίζουν ζωτικά ευρωπαϊκά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Το μήνυμα ήταν πως οι τουρκικές ενέργειες δεν αποτελούν ένα διμερές ζήτημα περιφερειακής μόνο σημασίας, που η διεθνής κοινότητα –πόσο μάλλον η Ευρωπαϊκή Ένωση- μπορεί να αγνοήσει.
Το άλλο σκέλος της ελληνικής στρατηγικής ήταν η σταθερή βούληση για διάλογο. Τη στιγμή που η Άγκυρα επιχειρούσε να επιρρίψει στην ελληνική πλευρά ευθύνες για άρνηση του διαλόγου, η Αθήνα διαμήνυσε σε όλους τους τόνους ότι είναι έτοιμη να καθίσει στο τραπέζι, όχι όμως υπό καθεστώς απειλών και εκβιασμών και σίγουρα όχι όσο το Oruc Reis βρισκόταν σε ελληνική υφαλοκρηπίδα. «Σταματούν οι προκλήσεις, ξεκινούν οι συζητήσεις», ήταν το σταθερό μήνυμα τον τελευταίο ενάμιση μήνα.
Οι διερευνητικές επαφές ωστόσο, όπως επισημαίνεται με έμφαση, δεν είναι διαπραγματεύσεις. Είναι συνομιλίες των δύο πλευρών για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν επαρκείς συγκλίσεις και συμφωνία για το πλαίσιο διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στις διερευνητικές επαφές δεν υπάρχουν συμφωνημένα πρακτικά ανάμεσα στις δύο πλευρές. Το περιεχόμενό τους και οι θέσεις της κάθε πλευράς στη διάρκεια των επαφών, όπως τονίζουν κυβερνητικές πηγές, δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις μελλοντικές θέσεις ενώπιον ενός διεθνούς δικαστηρίου ή δικαιοδοτικού οργάνου. Είναι, τέλος, μια διαδικασία χωρίς χρονικό περιορισμό όσον αφορά τη διάρκειά τους.
Στην δε τηλεδιάσκεψη κορυφής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, ο Έλληνας πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι χρειάζεται συνέχεια και συνέπεια από την τουρκική πλευρά στην κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης και αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην ανάγκη να τερματιστούν οι προκλήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο εκτιμούν ότι οι ανακοινώσεις για επανέναρξη των διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας -που διακόπηκαν τον Μάρτιο του 2016 με υπαιτιότητα της τουρκικής πλευράς- αποτελούν ένα θετικό βήμα επαναπροσέγγισης, το οποίο δικαιώνει την στάση που κράτησε η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα. Κι αυτό διότι αφενός συνιστούν ένα σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης της έντασης και αφετέρου καταδεικνύουν ότι η προσέγγιση της κυβέρνησης σε επιχειρησιακό και διπλωματικό επίπεδο απέδωσε.
Η Ελλάδα επιχείρησε εξ αρχής να θέσει την τουρκική προκλητικότητα στο πλαίσιο των ευρωτουρκικών σχέσεων – και όχι αμιγώς των ελληνοτουρκικών - ενώ ο κ. Μητσοτάκης τόνιζε στις διεθνείς του επαφές ότι οι μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας αγγίζουν ζωτικά ευρωπαϊκά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Το μήνυμα ήταν πως οι τουρκικές ενέργειες δεν αποτελούν ένα διμερές ζήτημα περιφερειακής μόνο σημασίας, που η διεθνής κοινότητα –πόσο μάλλον η Ευρωπαϊκή Ένωση- μπορεί να αγνοήσει.
Το άλλο σκέλος της ελληνικής στρατηγικής ήταν η σταθερή βούληση για διάλογο. Τη στιγμή που η Άγκυρα επιχειρούσε να επιρρίψει στην ελληνική πλευρά ευθύνες για άρνηση του διαλόγου, η Αθήνα διαμήνυσε σε όλους τους τόνους ότι είναι έτοιμη να καθίσει στο τραπέζι, όχι όμως υπό καθεστώς απειλών και εκβιασμών και σίγουρα όχι όσο το Oruc Reis βρισκόταν σε ελληνική υφαλοκρηπίδα. «Σταματούν οι προκλήσεις, ξεκινούν οι συζητήσεις», ήταν το σταθερό μήνυμα τον τελευταίο ενάμιση μήνα.
Οι διερευνητικές επαφές ωστόσο, όπως επισημαίνεται με έμφαση, δεν είναι διαπραγματεύσεις. Είναι συνομιλίες των δύο πλευρών για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν επαρκείς συγκλίσεις και συμφωνία για το πλαίσιο διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στις διερευνητικές επαφές δεν υπάρχουν συμφωνημένα πρακτικά ανάμεσα στις δύο πλευρές. Το περιεχόμενό τους και οι θέσεις της κάθε πλευράς στη διάρκεια των επαφών, όπως τονίζουν κυβερνητικές πηγές, δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις μελλοντικές θέσεις ενώπιον ενός διεθνούς δικαστηρίου ή δικαιοδοτικού οργάνου. Είναι, τέλος, μια διαδικασία χωρίς χρονικό περιορισμό όσον αφορά τη διάρκειά τους.