Το πρώτο βήμα και ο φόβος των διπλωματών για διάλογο Ελλάδας - Τουρκία: Η Αθήνα δεν δέχεται την «ατζέντα» της Άγκυρας και η Άγκυρα την ελληνική άμυνα στα νησιά
Οι κινήσεις της Γερμανίας, παραμονές της ∆ιάσκεψης Κορυφής της Ε.Ε., στερούνται πολιτικής σοβαρότητας και μετατρέπουν σε «ανέκδοτο» την υπόθεση των κυρώσεων κατά της Τουρκίας. Μόνο εύκολη δεν είναι πλέον η έναρξη «διαλόγου» της Ελλάδας με τον Ερντογάν, όπως διακαώς το επιθυμούν η Γερμανία, οι ΗΠΑ και οι Αθηναίοι φίλοι του Βερολίνου. Ο πρωθυπουργός βρίσκεται ήδη μπροστά σε δυσκολίες, που, όπως επισημαίνεται σε διπλωματικούς κύκλους της Αθήνας, αλλά και από πολιτικούς συμμάχους της στην Ανατολική Μεσόγειο, φέρνουν την Αθήνα σε ένα περίπλοκο πολιτικό σκηνικό. Οι απροκάλυπτα υποβοηθητικές για την Αγκυρα κινήσεις της «προξενήτρας» Καγκελάριου Μέρκελ έχουν φέρει την ελληνική κυβέρνηση μέσα σε κλίμα «άμεσης» έναρξης «διερευνητικών» συνομιλιών.
Η Τουρκία όχι μόνο δεν δέχεται το ∆ιεθνές ∆ίκαιο της Θάλασσας και τα οριζόμενα στον Χάρτη του ΟΗΕ, αλλά προσθέτει επιπλέον ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ακόμα και της ∆ωδεκανήσου (!), για να ακυρώσει η απειλούμενη Ελλάδα το δικαίωμά της για αυτοάμυνα κατά το Άρθρο 51 του Χάρτη. Η ίδια η Τουρκία διατηρεί μια στρατιά με αποβατική δύναμη στις ακτές της απέναντι στα ελληνικά νησιά από το 1975 και μια μεγάλη στρατιωτική βάση στην παρανόμως κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο. Επιπλέον, διατηρεί την «απειλή πολέμου» κατά της Ελλάδας από το 1995, παραβιάζοντας έκτοτε το Άρθρο 2 του Χάρτη του ΟΗΕ, που διακηρύσσει ότι «όλα τα κράτη- μέλη στις διεθνείς σχέσεις τους θα απέχουν από την απειλή ή τη χρήση στρατιωτικής δύναμης κατά της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας άλλου κράτους». Το τι σχεδιάζει απορρήτως το γραφείο του πρωθυπουργού, Κ. Μητσοτάκη, δεν είναι σήμερα σαφές. Από τις δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών, Ν. ∆ένδια, προκύπτει ότι κατ’ αρχήν η Ελλάδα δεν αλλάζει τις θέσεις της και κρατά ανοικτό το αίτημά της για την επιβολή κυρώσεων σε βάρος της έκνομης Τουρκίας. Όμως, ο ίδιος εκτιμά, κατά πληροφορίες, ότι στη γραμμή των εξελίξεων που θέλει να δρομολογεί η Γερμανία κινδυνεύει η Αθήνα να βρεθεί εκεί όπου θέλει να οδηγήσει τα πράγματα ο Ερντογάν: να παρουσιάσει στις «διερευνητικές» η Άγκυρα τέτοιες θέσεις που θα είναι υποχρεωμένη να τις απορρίψει η ελληνική πλευρά, για να βρεθεί έτσι η Αθήνα στο παίγνιο της «αποκλιμάκωσης», κατηγορούμενη στην Ε.Ε. ότι αυτή δεν επιθυμεί τον «διάλογο» και, άρα, αυτή είναι υπεύθυνη για τη διατήρηση της «έντασης».
ΤΑ ΔΥΟ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Η εκτίμηση του υπουργείου Εξωτερικών συναντάται με δύο ζητήματα: πρώτον, την άρνηση της Γαλλίας να δεχθεί τις συμπεριφορές ένοπλου «αφεντικού» της ισλαμικής Τουρκίας στη Μεσόγειο, με «προστάτη» της το Βερολίνο, και, δεύτερον, τα «μηνύματα» δυσαρέσκειας που δέχεται τελευταίως η Αθήνα και από τη Λευκωσία και από τις χώρες της Μέσης Ανατολής, με τις οποίες έχει διαμορφώσει συμμαχίες η Ελλάδα. Από τις χώρες αυτές διαμηνύεται μια δυσκολία «κατανόησης» του γεγονότος ότι η Αθήνα συζητά για «διάλογο» με την Τουρκία μέσω του Βερολίνου με τις κυβερνήσεις των συμμάχων της «απέξω». Στο σκηνικό αυτής της περιπλοκής, η Ουάσινγκτον του Ντ. Τραμπ «μπερδεύει» κι αυτή τα πράγματα, κινούμενη σε δύο ταμπλό: ενθαρρύνει τη γερμανική «εργολαβία» για την προώθηση ελληνοτουρκικού «διαλόγου» και παράλληλα προσπαθεί με την «κινητικότητα» του κ. Πομπέο να κρατήσει ζωντανή τη συμμαχία «3+1» στην Ανατολική Μεσόγειο και να μην αφήσει ανοικτούς δρόμους στη Ρωσία στην Ανατολική Μεσόγειο.Από διπλωμάτες και πολιτικούς αναλυτές υποστηρίζεται ότι με τα σημερινά δεδομένα, αν η Αθήνα, που ξεκινά τον προτεινόμενο (έστω «διερευνητικό») διάλογο με την Άγκυρα, δεχθεί και μια συνάντηση Μητσοτάκη Ερντογάν, τότε τα πράγματα θα έχουν μπει σε έναν δρόμο από τον οποίο η Ελλάδα πολύ δύσκολα θα μπορεί να βγει χωρίς ζημίες. Έχει ενδιαφέρον ότι, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες των «Παραπολιτικών», η Αθήνα έχει γίνει δέκτης της άποψης Αράβων συμμάχων της κατά την οποία η αντίπαλος της Γαλλίας Γερμανία και το ΝΑΤΟ έχουν τελικό στόχο να «τραβήξουν» την Ελλάδα από την Ανατολική Μεσόγειο και να αποδυναμωθούν κατά το δυνατόν οι υφιστάμενες μεσογειακές συμμαχίες. Το ερώτημα που θέτουν τώρα η Αίγυπτος και τα Εμιράτα είναι το πώς θα τοποθετηθεί σε έναν τέτοιο σχεδιασμό από τους ∆υτικούς το Ισραήλ, που παγίως υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ και τώρα προχωρεί σε ιστορική αλλαγή των σχέσεών του με τον αραβικό κόσμο κάτι με το οποίο φαίνεται να «συμβιβάζονται» πλέον και οι Παλαιστίνιοι.
Η Τουρκία όχι μόνο δεν δέχεται το ∆ιεθνές ∆ίκαιο της Θάλασσας και τα οριζόμενα στον Χάρτη του ΟΗΕ, αλλά προσθέτει επιπλέον ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ακόμα και της ∆ωδεκανήσου (!), για να ακυρώσει η απειλούμενη Ελλάδα το δικαίωμά της για αυτοάμυνα κατά το Άρθρο 51 του Χάρτη. Η ίδια η Τουρκία διατηρεί μια στρατιά με αποβατική δύναμη στις ακτές της απέναντι στα ελληνικά νησιά από το 1975 και μια μεγάλη στρατιωτική βάση στην παρανόμως κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο. Επιπλέον, διατηρεί την «απειλή πολέμου» κατά της Ελλάδας από το 1995, παραβιάζοντας έκτοτε το Άρθρο 2 του Χάρτη του ΟΗΕ, που διακηρύσσει ότι «όλα τα κράτη- μέλη στις διεθνείς σχέσεις τους θα απέχουν από την απειλή ή τη χρήση στρατιωτικής δύναμης κατά της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας άλλου κράτους». Το τι σχεδιάζει απορρήτως το γραφείο του πρωθυπουργού, Κ. Μητσοτάκη, δεν είναι σήμερα σαφές. Από τις δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών, Ν. ∆ένδια, προκύπτει ότι κατ’ αρχήν η Ελλάδα δεν αλλάζει τις θέσεις της και κρατά ανοικτό το αίτημά της για την επιβολή κυρώσεων σε βάρος της έκνομης Τουρκίας. Όμως, ο ίδιος εκτιμά, κατά πληροφορίες, ότι στη γραμμή των εξελίξεων που θέλει να δρομολογεί η Γερμανία κινδυνεύει η Αθήνα να βρεθεί εκεί όπου θέλει να οδηγήσει τα πράγματα ο Ερντογάν: να παρουσιάσει στις «διερευνητικές» η Άγκυρα τέτοιες θέσεις που θα είναι υποχρεωμένη να τις απορρίψει η ελληνική πλευρά, για να βρεθεί έτσι η Αθήνα στο παίγνιο της «αποκλιμάκωσης», κατηγορούμενη στην Ε.Ε. ότι αυτή δεν επιθυμεί τον «διάλογο» και, άρα, αυτή είναι υπεύθυνη για τη διατήρηση της «έντασης».
ΤΑ ΔΥΟ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Η εκτίμηση του υπουργείου Εξωτερικών συναντάται με δύο ζητήματα: πρώτον, την άρνηση της Γαλλίας να δεχθεί τις συμπεριφορές ένοπλου «αφεντικού» της ισλαμικής Τουρκίας στη Μεσόγειο, με «προστάτη» της το Βερολίνο, και, δεύτερον, τα «μηνύματα» δυσαρέσκειας που δέχεται τελευταίως η Αθήνα και από τη Λευκωσία και από τις χώρες της Μέσης Ανατολής, με τις οποίες έχει διαμορφώσει συμμαχίες η Ελλάδα. Από τις χώρες αυτές διαμηνύεται μια δυσκολία «κατανόησης» του γεγονότος ότι η Αθήνα συζητά για «διάλογο» με την Τουρκία μέσω του Βερολίνου με τις κυβερνήσεις των συμμάχων της «απέξω». Στο σκηνικό αυτής της περιπλοκής, η Ουάσινγκτον του Ντ. Τραμπ «μπερδεύει» κι αυτή τα πράγματα, κινούμενη σε δύο ταμπλό: ενθαρρύνει τη γερμανική «εργολαβία» για την προώθηση ελληνοτουρκικού «διαλόγου» και παράλληλα προσπαθεί με την «κινητικότητα» του κ. Πομπέο να κρατήσει ζωντανή τη συμμαχία «3+1» στην Ανατολική Μεσόγειο και να μην αφήσει ανοικτούς δρόμους στη Ρωσία στην Ανατολική Μεσόγειο.Από διπλωμάτες και πολιτικούς αναλυτές υποστηρίζεται ότι με τα σημερινά δεδομένα, αν η Αθήνα, που ξεκινά τον προτεινόμενο (έστω «διερευνητικό») διάλογο με την Άγκυρα, δεχθεί και μια συνάντηση Μητσοτάκη Ερντογάν, τότε τα πράγματα θα έχουν μπει σε έναν δρόμο από τον οποίο η Ελλάδα πολύ δύσκολα θα μπορεί να βγει χωρίς ζημίες. Έχει ενδιαφέρον ότι, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες των «Παραπολιτικών», η Αθήνα έχει γίνει δέκτης της άποψης Αράβων συμμάχων της κατά την οποία η αντίπαλος της Γαλλίας Γερμανία και το ΝΑΤΟ έχουν τελικό στόχο να «τραβήξουν» την Ελλάδα από την Ανατολική Μεσόγειο και να αποδυναμωθούν κατά το δυνατόν οι υφιστάμενες μεσογειακές συμμαχίες. Το ερώτημα που θέτουν τώρα η Αίγυπτος και τα Εμιράτα είναι το πώς θα τοποθετηθεί σε έναν τέτοιο σχεδιασμό από τους ∆υτικούς το Ισραήλ, που παγίως υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ και τώρα προχωρεί σε ιστορική αλλαγή των σχέσεών του με τον αραβικό κόσμο κάτι με το οποίο φαίνεται να «συμβιβάζονται» πλέον και οι Παλαιστίνιοι.