Τις δύο επιλογές που είχε μπροστά της η κυβέρνηση, μετά την ανεξήγητη επιστημονικά, εκθετική αύξηση των τελευταίων ημερών, περιέγραψε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης - σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στο σταθμό «Θέμα 104,6» - υπογραμμίζοντας συγχρόνως την απόλυτη βεβαιότητα, όπως ανέφερε, ότι «το μέτρο της καθολικής απαγόρευσης θα δουλέψει». Και τόνισε: «η βασική μας στόχευση είναι από 1η Δεκεμβρίου να βγούμε και πάλι σταδιακά».

Ο υπουργός Επικρατείας ξεκίνησε από την παρουσίαση της κατάστασης διεθνώς και ειδικότερα, στην ήπειρό μας: «Αυτή τη στιγμή ολόκληρη η Ευρώπη και ολόκληρο το βόρειο ημισφαίριο βρίσκονται σε μια φάση πάρα πολύ μεγάλης έντασης με το δεύτερο κύμα της πανδημίας, παντού λαμβάνονται πολύ αυστηρά μέτρα. Πρόκειται για ένα κύμα που έχει πιο ισχυρά χαρακτηριστικά σε ό,τι αφορά τη μεταδοτικότητά του, εξ αυτού του λόγου υπάρχουν ισχυρότερα μέτρα (…) Είναι μια τρομακτική συνθήκη, το Βέλγιο που έχει ανάλογο πληθυσμό με το δικό μας, είναι κοντά στα 30.000 κρούσματα ημερησίως. Είναι μια τερατώδης κατάσταση που καθίσταται μη διαχειρίσιμη στην Ευρώπη».

Και στα καθ' ημάς, εν συνεχεία, «εμείς εξακολουθούμε να είμαστε σε πολύ καλύτερη μοίρα σε σχέση με τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη (…) εξακολουθούμε να είμαστε καλύτερα επειδή λαμβάνουμε προληπτικά μέτρα και έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε ανάλυση δεδομένων σε πολύ μεγάλο βάθος».

Στο «γιατί» η κυβέρνηση οδηγήθηκε στην καθολική απαγόρευση, ο Γ. Γεραπετρίτης εξήγησε πως «τις τελευταίες πέντε ημέρες, από τότε που αποφασίστηκε να πάμε σε ένα νέο μοντέλο, υπήρξε μια εκθετική αύξηση της τάξης του 30% - 40% σε κρούσματα, διασωληνώσεις, θανάτους. Αυτό δεν ήταν άμεσα εξηγήσιμο, οι ειδικοί δεν μπορούσαν να διαγνώσουν την πηγή που θα εξηγούσε το λόγο για την εκθετική αυτή αύξηση».

Και στο «δια ταύτα» της απόφασης, «έχοντας αυτήν τη μη εξηγήσιμη επιστημονικά, εκθετική αύξηση, είχαμε δύο επιλογές: η πρώτη επιλογή θα ήταν να περιμένουμε να δούμε αν θα αποδώσουν τα μέτρα που έχουμε λάβει το τελευταίο διάστημα. Είναι πολύ πιθανό τα μέτρα αυτά να έχουν αποτέλεσμα, εν τούτοις θα ήταν μια επιλογή υψηλού ρίσκου διότι θα στηριζόταν σε μια αβέβαιη παραδοχή. Επιλέξαμε τελικώς τη δεύτερη λύση, που ήταν να πάμε προληπτικά στην καθολική απαγόρευση, και περιορίζοντας την κινητικότητα του πληθυσμού να διασφαλίσουμε απολύτως ότι δεν θα έχουμε μια εκθετική αύξηση που θα δοκίμαζε τις αντοχές του Εθνικού Συστήματος Υγείας».

Ερωτηθείς δε, για το μέλλον, δήλωσε πως «κανείς ποτέ δεν είναι σε θέση να προβλέψει με βεβαιότητα την εξέλιξη όταν έχουμε μπροστά μας μια πανδημία. Εκείνο το οποίο είναι απολύτως βέβαιο είναι ότι το μέτρο της καθολικής απαγόρευσης θα δουλέψει. Δούλεψε όπου εφαρμόστηκε, δούλεψε και σε μας στην πρώτη φάση της πανδημίας, άρα δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση κατά τους ειδικούς ότι, πράγματι, θα παράγει αποτελέσματα».

Διευκρίνισε πάντως ότι «η κανονικότητα όπως την γνωρίσαμε, για τον Δεκέμβριο δεν θα υπάρξει. Τα προληπτικά μέτρα, έως ότου έχουμε εμβολιασμό μιας κρίσιμης μάζας του πληθυσμού, θα πρέπει να βρίσκονται εκεί», ανέφερε και έφερε το παράδειγμα της χρήσης μάσκας όπως και εκείνο του περιορισμένου συγχρωτισμού.

Όμως, «η βασική μας στόχευση είναι από 1η Δεκεμβρίου να βγούμε και πάλι σταδιακά, με αυστηρά μέτρα, στη συνέχεια θα αφήσουμε όσο αντέχουμε την κοινωνία και την αγορά να μπορέσει να λειτουργήσει με προφυλάξεις. Θα υπάρξει ένα υψηλό επίπεδο συνειδητοποίησης για την τήρηση των μέτρων έτσι ώστε από 1η Δεκεμβρίου να ξαναβγούμε με προφυλάξεις», εκτίμησε εξάλλου.

Σε ερώτηση, τέλος, για το εμβόλιο απάντησε ότι «το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι εντός του Ιανουαρίου θα έχουμε τη δυνατότητα -εφόσον όλα πάνε καλά με τις τελικές δοκιμές- να έχουμε τις πρώτες παρτίδες, τις πρώτες δόσεις για τον εμβολιασμό του πληθυσμού».