Η υπόθεση των απόρρητων «διερευνητικών» επαφών με την Τουρκία αποτελεί μια διαδικασία, που ήδη προβλέπεται, ότι θα αφήσει για ένα διάστημα ανοικτή την προοπτική διαπραγματευτικού διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών. Αν η επόμενη σύσκεψη των επιτροπών γίνει το Φεβρουάριο, στην Αθήνα, τότε η ελληνική διπλωματία θα βρεθεί στο τέλος της, είτε μπροστά σ’ ένα πολιτικά σημαντικό «ναυάγιο» των διερευνητικών, είτε στην απόφαση για συνέχιση της διαδικασίας, που θα κριθεί το Μάρτιο, στην επόμενη Σύνοδο Κορυφή της ΕΕ.

Η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει βέβαια, ότι στο ευρωπαϊκό πεδίο κινούνται υπέρ της Αγκυρας στο θέμα των «κυρώσεων» το Βερολίνο και ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για εξωτερική πολιτική, κ. Γιόζεπ Μπορέλ, σε άλλη «γραμμή» από αυτή της Γαλλίας. Η Αθήνα, που προσήλθε στις «διερευνητικές» χωρίς ευρωπαϊκές «εγγυήσεις», θα προσπαθήσει να διαχειριστεί υπέρ αυτής το χρόνο, έως τη Σύνοδο του Μαρτίου, γνωρίζοντας καλά, ότι η Άγκυρα θέλει να αξιοποιήσει τους επόμενου μήνες, με στόχο την αποφυγή «κυρώσεων» σε βάρος της και την έκθεση της Ελλάδας, ως κακόπιστου συνομιλητή της Τουρκίας, αν αρνηθεί την «ατζέντα» του Ερντογάν.

Η Αθήνα αισθάνεται ισχυρή

Αυτά, όμως, αποτελούν τα στοιχεία επιφανείας στο ευρωπαϊκό πεδίο της διπλωματικής κίνησης, γύρω απ’ το ζήτημα της τουρκικής παραβατικότητας και των «συνεπειών» της στην ΕΕ. Η Αθήνα αισθάνεται, όντως, νομικά ισχυρή απέναντι στην Τουρκία. Και είναι δύσκολο για τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να παρακάμψουν την άρνηση της Αγκυρας να αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και να αγνοήσουν την επιθετική συμπεριφορά της σε βάρος δύο χωρών-μελών τα ΕΕ, την Ελλάδα και την Κύπρο. Όμως στο κέντρο της υπόθεσης μπαίνει τώρα αθόρυβα ένα σοβαρό ζήτημα, που αναμένεται να εξελιχθεί, με νέο, πλέον, πρόεδρο στις ΗΠΑ. Αυτό συνίσταται στο κατά πόσον θα επιλέξει προσεχώς, εντός του 2021, ο Ταγίπ Ερντογάν την αφοσίωση του στη στρατηγική του ΝΑΤΟ, που έχει στο στόχαστρο του τη Ρωσία, ή αν θα συνεχίσει τη συνεργασία του με τη Μόσχα.

Σκληρή στάση ΗΠΑ σε Άγκυρα

Αν ο Ερντογάν συνεχίσει να κινείται εκτός της αμερικανικής στρατηγικής, που θεωρεί απειλή για την ασφάλεια της Δύσης τη Ρωσία, τότε η Ουάσινγκτον θα συμπεριφερθεί «σκληρά» προς την Αγκυρα. Μία τέτοια εξέλιξη θα επηρεάσει και το πολιτικό «κλίμα» στην ΕΕ, εμμέσως δε -ίσως αποφασιστικά- την υπόθεση του «διαλόγου» Αθήνας-Αγκυρας καθώς και τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Εκεί,οι ΗΠΑ υπολογίζουν ιδιαιτέρως στις υφιστάμενες στρατηγικές συμμαχίες της Ελλάδας και της Κύπρου με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα Εμιράτα και τους Σαουδάραβες. Εως ότου κάνει τις οριστικές στρατηγικές επιλογές του, ο Ερντογάν θα είναι ασταθής και «απρόβλεπτος» και στις ελληνο-τουρκικές υποθέσεις.

Η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρόκειται να ακολουθήσουν μία επιθετική πολιτική προς τη Ρωσία, που θα περιλαμβάνει την ακύρωση της πολιτικής του Βερολίνου και της Τουρκίας, δύο χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, οι οποίες διαφοροποιούνται από την πολιτική της Συμμαχίας απέναντι στη Μόσχα.

Η Αθήνα προετοιμάζεται, σύμφωνα με πληροφορίες, ώστε να μην αιφνιδιαστεί στο ενδεχόμενο της πρόκλησης «αναταράξεων» στο ευρωπαϊκό πεδίο από τα πολιτικές του Τζό Μπάιντεν. Η Ουάσινγκτον θα εμμείνει εμφαντικά στη θέση της για εγκατάλειψη του Northstream και για το τέλος της τουρκο-ρωσικής συνεργασίας με αιχμή τους S-400. Η «σκληρή» αντι-ρωσική γραμμή της προεδρίας Τζο Μπάιντεν, που θα επηρεάσει τα ευρωπαϊκά πράγματα, θα καταγραφεί το Φεβρουάριο, στις Βρυξέλλες, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ. Εκεί, οι ΗΠΑ θα επιδιώξουν ένα «ξεκαθάρισμα» των θέσεων της Συμμαχίας σε ό, τι αφορά τις πολιτικές της Μόσχας και κατ’ επέκταση των «ιδιαίτερων» σχέσεων που μπορεί να έχει ο πρόεδρος Πούτιν με μέλη του ΝΑΤΟ.

Ο πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, ο υπουργός Εξωτερικών, Ν. Δένδιας, και ελληνική διπλωματία θα βγάλουν συμπεράσματα χρήσιμα για τη διαχείριση του «διαλόγου» με την Τουρκία σε «κλίμα Μπάιντεν».

Τουρκο-γερμανικός συνεταιρισμός

Οι πιέσεις που θα δεχθεί η Άγκυρα από τις ΗΠΑ και οι ενδεχόμενες σε βάρος της αμερικανικές «κυρώσεις» δεν αφορούν τον ελληνο-τουρκικό «διάλογο». Αλλά οι εξελίξεις για την Τουρκία και για τη Γερμανία υπό την ισχυρή πίεση από τις ΗΠΑ για επάνοδο τους στην διατλαντική «τάξη», θα επηρεάσει τη στάση τους στα ελληνο-τουρκικά ζητήματα και στον καθορισμό των ευρω-τουρκικών σχέσεων. Η εξέλιξη του τουρκο-γερμανικού συνεταιρισμού στην Ευρώπη εφάπτεται με το «διάλογο» Αθήνας-Αγκυρας.

Δίπλα σ’ αυτό, η ελληνική διπλωματία θα περιμένει να διαπιστώσει το πώς θα τοποθετηθεί προσεχώς η Ουάσινγκτον στο «διάλογο», τον οποίον κατ’ αρχήν υποστηρίζει, αλλά στη βάση του διεθνούς δικαίου της θάλασσας και με εκδηλωμένη την απόφαση της να μην αφήσει την Τουρκία να παίξει το «αφεντικό» στη Μεσόγειο και μάλιστα σε συνεργασίες με τη Ρωσία. Η Αθήνα εκτιμά, ότι οι ΗΠΑ μάλλον δίνουν ένα τέλος στα «πολεμικά παιχνίδια» της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο, πράγμα που φρενάρει το ιδεολόγημα της «γαλάζιας πατρίδας» του ισλαμιστή Ερντογάν.