«Η υπόθεση Λιγνάδη δεν προσφέρεται για πολιτική και κομματική εκμετάλλευση» δήλωσε στα Παραπολιτικά 90,1 και στην εκπομπή Secret, με τον Παναγιώτη Τζένο, η επικεφαλής της Πλεύσης Ελευθερίας Ζωή Κωνσταντοπούλου σημειώνοντας ότι το θέμα γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.

Ειδικότερα, η κ. Κωνσταντοπούλου ανέφερε πως συμπεριφορές πολιτικών τραυματίζουν την κοινωνία και το πλαίσιο μια δημόσιας ζωής με τρόπο που είναι ολέθριος.

Ανέφερε πως στον χώρο της τέχνης υπάρχει μια διαδικασία που τραυματίζει βαθιά ένα χώρο όπου οι κοινωνίες ακουμπούν, ενώ συμπλήρωσε πως είναι ανεξήγητο για ποιο λόγο το 2019 χαμήλωσαν οι ποινές για την παιδεραστία και την ασέλγεια και κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ για υποκρισία και διγλωσσία.

Ακόμη η κ. Κωνσταντοπούλου τόνισε πως «το έγκλημα της παιδεραστία είναι από το πιο ειδεχθή και αποκρουστικά»

Σε ότι αφορά τον Δημήτρη Κουφοντίνα, είπε πως διαφωνεί με την πλευρά εκείνη που λέει ότι δεν αξίζει τίποτα στον Κουφοντίνα λέγοντας πως «έχει να κάνει με τα δικαιώματα κάθε ανθρώπου που χαρακτηρίζουν το κράτος δικαίου». Παράλληλα σημείωσε πως δεν μπορεί να εξαναγκαστεί ένας άνθρωπος σε καταστολή της διεκδίκησης του.

Επιπρόσεθετα δήλωσε πως το θέμα πρέπει να λύσει η πολιτεία σημειώνοντας πως δεν είναι ένα ζήτημα που εξαντλείται σε βεντέτες.

Τέλος, υπογράμμισε πως πρέπει να λυθεί το θέμα σε επίπεδο Δημοκρατίας ενώ επισήμανε πως αν υπάρξει θάνατος θα είναι μια ανεξίτηλη κηλίδα.

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη της Ζωής Κωνσταντοπούλου στα Παραπολιτικά 90,1:

Αναφορικά με υπόθεση Λιγνάδη, η επικεφαλής της Πλεύσης Ελευθερίας σημείωσε: «Θεωρώ ότι το ζήτημα αυτό που έχει ανακύψει και απασχολεί και την κοινωνία και το δημόσιο λόγο είναι ένα ζήτημα πολύ σοβαρό και ακριβώς επειδή είναι πολύ σοβαρό και έχει αυτά τα χαρακτηριστικά που έχει δεν προσφέρεται για πολιτική και κομματική εκμετάλλευση. Δυστυχώς όμως παρακολουθούμε να γίνεται μια ακραία και χωρίς όριο, πολιτική και κομματική εκμετάλλευσή του».

«Εδώ το διακύβευμα δεν είναι προφανώς ούτε το τι θα γίνει σε επίπεδο κυβερνητικό ούτε το τι θα γίνει σε μια μεμονωμένη υπόθεση. Το διακεύβευμα είναι συνολικότερα ως κοινωνία πως στεκόμαστε απέναντι σε τέτοιου είδους σοβαρά θέματα, εάν έχουμε την ψυχραιμία, την αυτοκυριαρχία και τη σύνεση να αναμείνουμε τη Δικαιοσύνη προκειμένου να αποφανθεί. Αν έχουμε την αίσθηση ότι κάποια ζητήματα προφανώς δεν μπορούν να λυθούν σε ένα επίπεδο πολιτικής και κομματικής αντιπαράθεσης και αν από την άλλη πλευρά έχουμε επίσης μια αίσθηση του πως κάποιες επιλογές συμπεριφορών και πολιτικών τραυματίζουν και την κοινωνία και το πλαίσιο μιας δημόσιας συζήτησης με τρόπο που μπορεί να είναι ολέθριος. Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι υπάρχει ένα ζήτημα που η Δικαιοσύνη θα το εξετάσει και πρέπει να αποφανθεί», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ερωτηθείσα για τις αλλαγές που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ για τον ποινικό κώδικα, η κ. Κωνσταντοπούλου απάντησε: «Βάζετε ένα ζήτημα που είναι από τη μια πλευρά πολιτικής και κοινωνικής ευθύνης και έχει να κάνει με το αν αντιλαμβάνεστε ένας πολιτικός φορέας και ένα κόμμα ότι αυτό το οποίο θεωρεί συμφέρον του μπορεί να είναι βαθιά τραυματικό για την κοινωνία. Αυτή τη στιγμή εγώ αυτό το οποίο παρακολουθώ να γίνεται στο χώρο της τέχνης και του πολιτισμού έχω την πλήρη συναίσθηση ότι είναι μια διαδικασία που τραυματίζει βαθιά στον οποίο οι κοινωνίες ακουμπούν και για την έμπνευση τους και για την ανάτασή τους και για την αισιοδοξία τους και για την πρόοδό τους.Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα πλήγμα με ευθύνες πολλές, όχι αποκλειστικά κομματικές, υπάρχει ένα πλήγμα το οποίο δεν μπορεί να το προσπερνάμε». 

Κατά δεύτερο βάζετε ένα θέμα που είναι πολύ σημαντικό που είναι το θέμα της υποκρισίας και της διγλωσσίας. Σε εμένα είναι ανεξήγητο για ποιον λόγο το 2019 οι ποινές, ειδικά για την παιδεραστία και για την ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων, χαμήλωσαν. Είναι δικαιοπολιτικά και κοινωνικά αδικαιολόγητο. Δυστυχώς έχω αλγεινή εμπειρία δικαστική υπερασπιζόμενη γονείς παιδιού που κακοποιήθηκε στα 5 του και έμεινε αδικαίωτο μέχρι την ενηλικίωσή του εξαιτίας και αυτής της τροποποίησης την οποία την έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ στην τελευταία πράξη της κυβερνητικής του θητείας στις τελευταίες συνεδριάσεις της Βουλής», δήλωσε επιπρόσθετα.

«Υπάρχει ένα ζήτημα υποκρισίας. Το έγκλημα της παιδεραστίας είναι κατά την άποψή μου από τα πιο αποκρουστικά και ειδεχθή, και η νομοθετική αλλαγή με την οποία αυτό υποβαθμίζεται ποινικά δεν μπορεί να είναι ανεξήγητη . Από την άλλη πλευρά δεν μπορεί οι ίδιοι που προβήκαν σε αυτή τη νομοθετική αλλαγή σήμερα να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους δείχνοντας αλλού σε σχέση με ευθύνες που αφορούν την υπόθεση του κ. Λιγνάδη. Συνολικότερα θα έλεγα με προβληματίζει και ένα φαινόμενο αυτής της μεταστροφής που παρακολουθούμε στο δημόσιο λόγο πολλών και παρεμβαινόντων στη δημόσια σφαίρα που έχουν μετατραπεί από υμνητές σε καταγγέλλοντες, και από αποθεωτές σε εκείνους που ζητούν εδώ και τώρα αίμα», ανέφερε μεταξύ άλλων.

«Νομίζω ότι ως κοινωνία θα πρέπει να σταθούμε με ψυχραιμία, με αυτοκυριαρχία, με σύνεση απέναντι σε τέτοιου είδους ζητήματα, οπωσδήποτε να περιμένουμε και να διεκδικήσουμε η Δικαιοσύνη να κρίνει και να αποφανθεί με όρους κράτους δικαίου», υπογράμμισε η ίδια.

Αναφορικά με την υπόθεση του Δημήτρη Κουφοντίνα, επισήμανε: «Είναι άλλο το έγκλημα που έχει διαπράξει ένας άνθρωπος και για το οποίο τιμωρείται από τη Δικαιοσύνη και εισέρχεται στη σφαίρα του σωφρονιστικού συστήματος, και είναι άλλη η απάντηση της πολιτείας απέναντι στον κίνδυνο ζωής οποιουδήποτε ανθρώπου όποια και αν είναι τα εγκλήματά του όταν ο άνθρωπος αυτός μέσω της απεργίας πείνας, που είναι το μέσο που έχει οποιοσδήποτε άνθρωπος για να διεκδικήσει κάποιο δικαίωμα, όταν λοιπόν κινδυνεύει η ανθρωπινή ζωή. Το ζήτημα δεν είναι ιδεολογικό και δεν είναι πολιτικό. Διαφωνώ απολύτως και με την πλευρά εκείνη η οποία δείχνοντας με το δάχτυλο τον Κουφοντίνα και τα εγκλήματά του λεει «δεν του αξίζει τίποτα και ας πεθάνει», διαφωνώ απολύτως και με αυτούς που λένε ότι ο Κουφοντίνας επειδή έχει καταδικαστεί για αυτά τα εγκλήματα έχει ιδεολογικοπολιτική διαφοροποίηση και για αυτό στοχοποιείται. Είναι και τα δύο λάθος αυτά, δεν είναι ιδεολογικοπολιτικό το ζήτημα έχει να κάνει με τα δικαιώματα κάθε ανθρώπου τα οποία χαρακτηρίζουν το κράτος δικαίου σε κάθε πολιτεία».

«Δεν έχει δικαίωμα ο γιατρός να εξαναγκάσει έναν ασθενή ο οποίος δεν συναινεί σε οτιδήποτε. Αυτό είναι στο πλαίσιο της κατάκτησης των δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου η αρχή ότι δεν μπορεί να εξαναγκαστεί ένας άνθρωπος ο οποίος επιλέγει αυτό το μέσο διεκδίκησης, δεν μπορεί να εξαναγκαστεί σε καταστολή της διεκδίκησής του με ιατρικά μέσα», διευκρίνισε η κ. Κωνσταντοπούλου.

«Αυτό το θέμα πρέπει να το λύσει η πολιτεία και έχει τα μέσα και τα εχέγγυα να το λύσει. Δεν είναι ένα ζήτημα που προσφέρεται ούτε για βεντέτες ούτε για αξιωματικές τάσεις. Δεν είμαστε Τουρκία που αφήνει τους απεργούς πείνας να πεθάνουν τον ένα μετά τον άλλο. Όποιος και αν είναι ο άνθρωπος όποια και αν είναι τα εγκλήματα που έχουν επιβληθεί ποινές η πολιτεία δεν μπορεί να θέτει σε διακύβευση τη ζωή ενός ανθρώπου», τόνισε.

«Νομίζω ότι δεν πρέπει να κλιμακωθεί, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να προσλαμβάνει αυτού του είδους την ιδεολογική χροιά που δεν έχει. Δεν είναι σε διακύβευση η ιδεολογία κανενός, είναι σε διακύβευση η ποιότητα του κράτους δικαίου και τα δικαιώματα των ανθρώπων μέσα σε αυτό. Πρέπει το θέμα να λυθεί σε ένα επίπεδο Δημοκρατίας και ποιότητας της Δημοκρατίας και να αντιληφθούν και οι υπεύθυνοι του αρμόδιου υπουργείου ότι αν υπάρξει η απευκταία περίπτωση ένας άνθρωπος σε απεργία πείνας να πεθάνει αυτό θα είναι όχι στίγμα, θα είναι μια κηλίδα ανεξίτηλη και ανεπούλωτη την ιστορία της ελληνικής δημοκρατίας. Αυτό δεν έχει να κάνει με τον συγκεκριμένο απεργό πείνας έχει να κάνει με κάθε απεργό πείναςωή », εκτίμησε η Ζωή Κωνσταντοπούλου.