Τα άγνωστα γκάλοπ σε Ελλάδα και Τουρκία για Μητσοτάκη και Ερντογάν
Πώς βλέπουν Έλληνες και Τούρκοι την αντιπαράθεση των δύο χωρών και τις ενέργειες των ηγετών και ποια μέθοδο επίλυσης προκρίνουν
Καθώς η ρητορική του Ερντογάν και άλλων Τούρκων αξιωματούχων παραμένει επιθετική και σε κλιμάκωση, έχουν ενδιαφέρον δημοσκοπικά ευρήματα πρόσφατα και του πρόσφατου παρελθόντος που εξετάζουν τη στάση της κοινής γνώμης σε Ελλάδα και Τουρκία. Και πώς η στάση αυτή μπορεί να επηρεάζει και τη συμπεριφορά των ηγεσιών των δύο χωρών. Με τη στήριξη του Οργανισμού διαΝΕΟσις διεξήχθησαν πρόσφατα δύο έρευνες σε Ελλάδα και Τουρκία, με αντικείμενο τις στάσεις και τις απόψεις των πολιτών κάθε χώρας στα ελληνοτουρκικά.
Ένα από τα ευρήματα της έρευνας ανέφερε ότι Έλληνες και Τούρκοι προκρίνουν την επίλυση των διαφορών με ειρηνικά μέσα, που είναι, βεβαίως, αυτονόητη απάντηση. Όμως, διαφωνούν ως προς το ποιος ευθύνεται για την απουσία λύσης, γεγονός που επιβεβαιώνει τη διαχρονική πόλωση μεταξύ των δύο κρατών.
Η ανησυχία για το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου αποτυπώνεται ισχυρότερα στην ελληνική κοινή γνώμη, παρά στην τουρκική. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως ότι οι Τούρκοι δεν θεωρούν ότι ο Ερντογάν μπορεί να υλοποιήσει στην πράξη την επιθετική του συμπεριφορά, ενδεχομένως διότι λαμβάνουν υπ’ όψιν τα οικονομικά χάλια της χώρας τους, καθώς η οικονομική κατάσταση μιας χώρας αποτελεί βασική συνιστώσα για την περίπτωση που θα επιχειρούσε να εμπλακεί σε πολεμική σύρραξη.
Πράγματι, σε έρευνα της Κapa Research το ποσοστό των Ελλήνων που τάσσονταν υπέρ της χρήσης στρατιωτικών μέσων ανερχόταν σε 46%, ενώ σε αντίστοιχη έρευνα της Interview το ποσοστό ανέβαινε στο 56%. Σε άλλη έρευνα της Alco και της GPO τα ποσοστά έπεφταν στο 37% και στο 35,7%, αντιστοίχως, όμως και πάλι ήταν υψηλότερα από εκείνα που αφορούσαν τους Τούρκους. Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι η μείωση των ποσοστών μεταξύ των ερευνών των ελληνικών εταιρειών ήταν ευθέως ανάλογη προς την αύξηση της οικονομικής ύφεσης λόγω κοροναϊού. Που σήμαινε ότι αρκούσε στην ελληνική κοινή γνώμη ο μπελάς της πανδημίας, γεγονός που δείχνει ότι σε μερίδα των Ελλήνων τη συγκεκριμένη στιγμή θεωρείτο πολυτέλεια η εμπλοκή σε μια σύρραξη.
Ερμηνεύοντας, επομένως, το ότι μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των Τούρκων έναντι των Ελλήνων που επιζητούν διάλογο και, αντιστοίχως, μικρότερο το ποσοστό των Τούρκων έναντι των Ελλήνων που τάσσονται υπέρ μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης, βλέπουμε ότι ο ελληνικός λαός δείχνει μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στην προάσπιση των εθνικών του συμφερόντων.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι, ακόμα και στο πλαίσιο της διεξαγωγής ενός διαλόγου με την Τουρκία, πρέπει να λαμβάνονται μέχρι κάποιου σημείου υπ’ όψιν οι αντιλήψεις που διαμορφώνει ο λαός, καθώς είναι προφανές ότι κάθε κυβερνητική επιλογή ενέχει και το ανάλογο πολιτικό κόστος.
Εξάλλου, δεν μπορεί να παραβλεφθεί, σε σχέση με τις διαθέσεις των λαών αλλά και στο μέτρο που οι διαθέσεις αυτές επηρεάζουν τις αποφάσεις των δύο ηγεσιών, το γεγονός ότι ο τουρκικός λαός κάθε άλλο παρά εμπιστεύεται τον Ερντογάν, σε σχέση με την εμπιστοσύνη με την οποία περιβάλλει ο ελληνικός λαός τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην έρευνα της Kapa Research, στις δύο χώρες, το 55% των Τούρκων βλέπει αρνητικά και μάλλον αρνητικά τον Ταγίπ Ερντογάν, ενώ ένα 23% βλέπει θετικά ή ουδέτερα τον Κυριάκο Μητσοτάκη! Η αρνητική αυτή διάθεση του τουρκικού λαού απέναντι στον πρόεδρο και ηγέτη του συμβαδίζει, βεβαίως, με το πώς Έλληνες και Τούρκοι αξιολογούν το πώς πάνε τα πράγματα στη χώρα τους. Έτσι, ενώ το 52% των Ελλήνων θεωρεί ότι τα πράγματα οδεύουν προς τη σωστή κατεύθυνση, οι Τούρκοι σε ποσοστό μόνον 39% θεωρούν ότι τα πράγματα στην Τουρκία βαίνουν καλώς.
Ένα από τα ευρήματα της έρευνας ανέφερε ότι Έλληνες και Τούρκοι προκρίνουν την επίλυση των διαφορών με ειρηνικά μέσα, που είναι, βεβαίως, αυτονόητη απάντηση. Όμως, διαφωνούν ως προς το ποιος ευθύνεται για την απουσία λύσης, γεγονός που επιβεβαιώνει τη διαχρονική πόλωση μεταξύ των δύο κρατών.
Η ανησυχία για το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου αποτυπώνεται ισχυρότερα στην ελληνική κοινή γνώμη, παρά στην τουρκική. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως ότι οι Τούρκοι δεν θεωρούν ότι ο Ερντογάν μπορεί να υλοποιήσει στην πράξη την επιθετική του συμπεριφορά, ενδεχομένως διότι λαμβάνουν υπ’ όψιν τα οικονομικά χάλια της χώρας τους, καθώς η οικονομική κατάσταση μιας χώρας αποτελεί βασική συνιστώσα για την περίπτωση που θα επιχειρούσε να εμπλακεί σε πολεμική σύρραξη.
Ανησυχία για επεισόδιο
Αντιθέτως, η ανησυχία των Ελλήνων πολιτών για την πιθανότητα ενός θερμού επεισοδίου εκφράζει την ψυχολογική προετοιμασία τους για το ενδεχόμενο κλιμάκωσης της επιθετικότητας της Τουρκίας. Αυτή, δε, η ψυχολογική προετοιμασία φαίνεται να καθοδηγεί και τις προθέσεις της ελληνικής κοινής γνώμης, καθώς σε μια προηγούμενη έρευνα που είχε διεξαχθεί και στις δύο χώρες οι Έλληνες ήταν υπέρ της λήψης στρατιωτικών μέσων για την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων, έναντι της απροθυμίας της τουρκικής κοινής γνώμης για ανάλογη αντίδραση!Πράγματι, σε έρευνα της Κapa Research το ποσοστό των Ελλήνων που τάσσονταν υπέρ της χρήσης στρατιωτικών μέσων ανερχόταν σε 46%, ενώ σε αντίστοιχη έρευνα της Interview το ποσοστό ανέβαινε στο 56%. Σε άλλη έρευνα της Alco και της GPO τα ποσοστά έπεφταν στο 37% και στο 35,7%, αντιστοίχως, όμως και πάλι ήταν υψηλότερα από εκείνα που αφορούσαν τους Τούρκους. Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι η μείωση των ποσοστών μεταξύ των ερευνών των ελληνικών εταιρειών ήταν ευθέως ανάλογη προς την αύξηση της οικονομικής ύφεσης λόγω κοροναϊού. Που σήμαινε ότι αρκούσε στην ελληνική κοινή γνώμη ο μπελάς της πανδημίας, γεγονός που δείχνει ότι σε μερίδα των Ελλήνων τη συγκεκριμένη στιγμή θεωρείτο πολυτέλεια η εμπλοκή σε μια σύρραξη.
Ερμηνεύοντας, επομένως, το ότι μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των Τούρκων έναντι των Ελλήνων που επιζητούν διάλογο και, αντιστοίχως, μικρότερο το ποσοστό των Τούρκων έναντι των Ελλήνων που τάσσονται υπέρ μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης, βλέπουμε ότι ο ελληνικός λαός δείχνει μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στην προάσπιση των εθνικών του συμφερόντων.
Το ψυχολογικό στοιχείο
Το σχεδόν μοιρασμένο ποσοστό μεταξύ της χρήσης στρατιωτικών μέσων και διαλόγου στην έρευνα της Kapa Research και του πλειοψηφικού ποσοστού στην έρευνα της Interview υπέρ στρατιωτικής απάντησης στην Τουρκία θα πρέπει να συνδυαστεί προς ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον ψυχολογικό στοιχείο που αναζητήθηκε στην έρευνα της Kapa Research στις δύο χώρες. Το ποσοστό του αισθήματος υπερηφάνειας των Τούρκων είναι περίπου διπλάσιο έναντι εκείνου των Ελλήνων (14% οι Τούρκοι, 8% οι Έλληνες). Με άλλα λόγια, οι Έλληνες αναζητούν «στοιχεία» τόνωσης του εθνικού τους φρονήματος. Γι’ αυτό, άλλωστε, συμφώνησαν σε ποσοστό 83% με την απόφαση της κυβέρνησης να υψώσει φράκτη στον Έβρο.Όλα αυτά σημαίνουν ότι, ακόμα και στο πλαίσιο της διεξαγωγής ενός διαλόγου με την Τουρκία, πρέπει να λαμβάνονται μέχρι κάποιου σημείου υπ’ όψιν οι αντιλήψεις που διαμορφώνει ο λαός, καθώς είναι προφανές ότι κάθε κυβερνητική επιλογή ενέχει και το ανάλογο πολιτικό κόστος.
Εξάλλου, δεν μπορεί να παραβλεφθεί, σε σχέση με τις διαθέσεις των λαών αλλά και στο μέτρο που οι διαθέσεις αυτές επηρεάζουν τις αποφάσεις των δύο ηγεσιών, το γεγονός ότι ο τουρκικός λαός κάθε άλλο παρά εμπιστεύεται τον Ερντογάν, σε σχέση με την εμπιστοσύνη με την οποία περιβάλλει ο ελληνικός λαός τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην έρευνα της Kapa Research, στις δύο χώρες, το 55% των Τούρκων βλέπει αρνητικά και μάλλον αρνητικά τον Ταγίπ Ερντογάν, ενώ ένα 23% βλέπει θετικά ή ουδέτερα τον Κυριάκο Μητσοτάκη! Η αρνητική αυτή διάθεση του τουρκικού λαού απέναντι στον πρόεδρο και ηγέτη του συμβαδίζει, βεβαίως, με το πώς Έλληνες και Τούρκοι αξιολογούν το πώς πάνε τα πράγματα στη χώρα τους. Έτσι, ενώ το 52% των Ελλήνων θεωρεί ότι τα πράγματα οδεύουν προς τη σωστή κατεύθυνση, οι Τούρκοι σε ποσοστό μόνον 39% θεωρούν ότι τα πράγματα στην Τουρκία βαίνουν καλώς.