Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, κος Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, μίλησε στο Ρ/Σ Παραπολιτικά 90.1 Fm στην εκπομπή «Secret» με τον δημοσιογράφο, Παναγιώτη Τζένο.

Ερωτηθείς αν θα καταφέρει η κυβέρνηση να πετύχει τον στόχο του εμβολισμού, ο ίδιος απάντησε πως «Δεν είναι θέμα αν θα το καταφέρει η κυβέρνηση, είναι αν θα το καταφέρει η κοινωνία. Καταρχάς να σας πω ότι σε ορισμένους κλάδους με πολύ μεγάλη επιφυλακτικότητα θα μπορούσα να δεχτώ τις υπηρεσίες τους αν ήξερα ότι είναι ανεμβολίαστοι. Και μιλάω για τον κλάδο των υγειονομικών δεν νομίζω ότι κανένας μας αισθάνεται άνετα να νοσηλευτεί για οτιδήποτε άλλο και να κινδυνεύει να κολλήσει covid από τον γιατρό, το νοσηλευτή, τον τραυματιοφορέα ή τον διοικητικό υπάλληλο που υπηρετεί στο νοσοκομείο . Όπως και δεν θα εμπιστευόμουνα με την ίδια άνεση και άλλες υπηρεσίες όπως πχ τις υπηρεσίες εστίασης κοκ. Και εκεί πιστεύω ότι πρέπει κάποια στιγμή να ξεκαθαρίσουν αν θέλουν ή δεν θέλουν να εμβολιάζονται. Είναι δικαίωμα του οποιουδήποτε να μην θέλει να εμβολιαστεί από την άλλη όμως είναι και το δικαίωμα της πλειοψηφίας που έχει εμβολιαστεί να αισθάνεται άνετα και με ασφάλεια στους χώρους τους οποίους θα κυκλοφορεί».

Και συμπλήρωσε ότι «Είναι εξαιρετικά προβληματικό ότι πήγαμε από τα 250 κρούσματα την ημέρα στα 2.000 την ημέρα μέσα σε πολύ μικρό διάστημα αυτό έχει σαφέστατα ουσιαστική επίπτωση στον τουρισμό και αν θέλουμε να συνεχίσουμε να εκπέμπουμε την εικόνα της ασφαλούς χώρας θα πρέπει όλοι οι έλληνες να το σκεφτούν πάρα πολύ σοβαρά. Ο τουρισμός είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει αποτελεί το 25% του ΑΕΠ μας, κάθε 1 στα 4 ευρώ που κυκλοφορεί στη χώρα προέρχεται από το τουριστικό εισόδημα αν κάποιοι αισθάνονται τόσο άνετοι και τόσο πλούσιοι και δυνατοί ώστε να μην συμβάλλουν στο τείχος ανοσίας που πρέπει να δημιουργήσουμε ακριβώς για να μπορέσουμε και το τουριστικό μας προϊόν να το κάνουμε να λειτουργήσει».

Αναφορικά με τους οικονομικούς πόρους, ο κ. Βαρβιτσιώτης υποστήριξε ότι «Οι πόροι οι οποίοι δίνονται σήμερα δεν είναι ευρωπαϊκοί πόροι, οι ευρωπαϊκοί πόροι είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, εθνικοί πόροι είναι και στους εθνικούς πόρους βεβαίως έχουμε τελειώσει. Το έχετε ακούσει από τον υπουργό Οικονομίας, το έχετε ακούσει από τον υπουργό Ανάπτυξης αυτά ήτανε, τελειώσανε τα λεφτά».

Ο δημοσιογράφος, Παναγιώτης Τζένος τον ρώτησε «Άρα δεν υπάρχει περίπτωση να δούμε πόρους από το Ταμείο ανάκαμψης να μεταφέρονται» και ο υπουργός ήταν κάθετα αρνητικός λέγοντας «Όχι, όχι».

Επί του κυπριακού και του Τούρκου προέδρου και πιο συγκεκριμένα για το αν πιστεύει ότι ο Ερντογάν θα ακούσει τις συστάσεις της ΕΕ ή θα ολοκληρώσει το σχεδιασμό του για την Κύπρο, ο κ. Βαρβιτσιώτης επεσήμανε πως «Το θέμα είναι ότι εφόσον παλεύει για την επίλυση του Κυπριακού μέσα στα πλαίσια της διεθνούς αναγνώρισης κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει με τον τρόπο με τον οποίο τον περιγράφει. Η επέτειος που θα ζήσουμε τώρα της τουρκικής εισβολής και απώλειας του 30% της Κύπρου και η διχοτόμηση του νησιού είναι μια επέτειος πάρα πολύ δύσκολη για τον Ελληνισμό».

«Την οποία όμως ο Ερντογάν θα επιδιώξει να την μετατρέψει σε ένα show», ήταν το σχόλιο του κ. Τζένου και επί του οποίου ο κ.Βαρβιτσιώτης σημείωσε «Να δούμε σε ποιο βαθμό θα το κάνει, έχουμε θέσει και εμείς τον πήχη ψηλά σε αυτό και εγώ το έθεσα στον κ. Τσαβούσογλου όταν βρεθήκαμε στο περιθώριο ενός συνεδρίου στη Λιθουανία. Είναι κάτι το οποίο μας απασχολεί και απασχολεί και την Ευρώπη η οποία παρακολουθεί αυτές τις εξελίξεις. Έχουμε καταφέρει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο να μετατρέψουμε τα ελληνοτουρκικά ζητήματα σε ευρωτουρκικά οπότε μην εκπλήσσεστε που ανώτατοι ευρωπαίοι αξιωματούχοι λένε αυτά, είναι το αποτέλεσμα των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ομόφωνα οι ευρωπαίοι ηγέτες έχουν καταλήξει σε αυτές τις θέσεις μετά από τις προτάσεις τόσο του Έλληνα Πρωθυπουργού όσο και του Κύπριου Προέδρου».

Ερωτηθείς αν εκτιμά ότι μπορεί να βρεθεί λύση στο Κυπριακό ή θα κλιμακώσουν οι Τούρκοι την ένταση για παράδειγμα με μια γεώτρηση στην περιοχή, ο υπουργός απάντησε πως «Είναι δύο διαφορετικά θέματα, είναι ένα το Κυπριακό και είναι και η αντίληψη της Τουρκίας για την Νοτιοανατολική Μεσόγειο στην οποία θεωρεί η Τουρκία ότι επειδή έχει τόσο μεγάλο εύρος ακτών έχει αυξημένα δικαιώματα στην ΑΟΖ και ότι τα νησιά δεν έχουν ΑΟΖ. Αυτή είναι η βασική θεώρησή της άρα και η Κύπρος δεν έχει ΑΟΖ, την ΑΟΖ την έχει η Τουρκία η οποία μπορεί να κάνει όλες αυτές τις κινήσεις. Είναι αλήθεια ότι οι γεωτρήσεις που είχε ξεκινήσει στην Κυπριακή ΑΟΖ έχουν σταματήσει, έχουν αποσυρθεί και τα γεωτρύπανα. Η οποιαδήποτε επαναφορά των γεωτρυπάνων και η επανέναρξη των γεωτρήσεων και ούτω καθεξής καταλαβαίνετε ότι σημαίνει μια περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης, σημαίνει ότι η Τουρκία προχωράει σε μονομερείς προκλητικές ενέργειες οι οποίες προσβάλουν τη σταθερότητα στην περιοχή και βεβαίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα βρεθούνε στον αντίποδα των αποφάσεων των ευρωπαϊκών συμβουλίων».

Τέλος, ερωτηθείς αν έχουμε να προσδοκούμε από την αλλαγή της στάσης των ΗΠΑ, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών κατέστησε σαφές πως «Καταρχάς δεν θα μιλούσα για οποιαδήποτε αλλαγή στάσης γιατί το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην προηγούμενη περίοδο είχε μια εξαιρετική σχέση συνεργασίας με την Ελλάδα και σε κάθε ευκαιρία δε έπαυε να τονίσει τη σημασία που έχει για τις ΗΠΑ η τήρηση της διεθνούς νομιμότητας άρα δεν θα έλεγα για καθολική αλλαγή στάσης. Αυτό για το οποίο θα μιλούσα ήταν για περαιτέρω εμπλοκή την ΗΠΑ στα ευρωπαϊκά πράγματα. Αυτό μέχρι τώρα υπάρχει σε επίπεδο διαθέσεων, δεν ξέρω αν αυτό θα μετουσιωθεί σε πράξεις. Ίσως η πανδημία και οι περιορισμένες δυνατότητες ταξιδιών να έχουνε στερήσει αυτή τη δυνατότητα για καλλιέργεια περισσότερων επαφών όμως θεωρώ πάντοτε ότι οι ΗΠΑ είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες ως εγγυήτρια της σταθερότητας και της ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή άρα νομίζω ότι δεν θα δούμε στην οποιαδήποτε ένταση απουσία των ΗΠΑ. Να σας πω χαρακτηριστικά ότι πλέον οι ΗΠΑ και η Κύπρος δεσμεύονται από μια συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας πράγμα το οποίο δεν είχε η Κύπρος στο παρελθόν ιδιαίτερα όταν επέλεγε να κυβερνηθεί από ανθρώπους που ονειρευόντουσαν τον Στάλιν και τον Λένιν. Σήμερα νομίζω ότι οι Κυπρο-αμερικανικές σχέσεις είναι σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο».

Ακούστε ολόκληρη τη συνέντευξη