Σακελλαροπούλου: Μηδενική ανοχή σε εγκλήματα όπως της Ηλιούπολης
« Η σύσταση επομένως της Υπηρεσίας Αντιμετώπισης της Ενδοοικογενειακής Βίας από την Ελληνική Αστυνομία ήταν αναγκαία και η στελέχωσή της με εξειδικευμένο προσωπικό απαραίτητη προϋπόθεση»
Ένα μήνυμα σαφές και καθαρό απέναντι σε εγκλήματα όπως το πρόσφατο περιστατικό με τη νεαρή κοπέλα στην Ηλιούπολη και να στηρίξουμε τα θύματα, έστειλε την Τετάρτη η πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου. «Να επιδείξουμε μηδενική ανοχή», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Τη δήλωση αυτή έκανε κατά τον χαιρετισμό της στην εκδήλωση παρουσίασης της πρώτης έκθεσης απολογισμού της νέας Υπηρεσίας της Ελληνικής Αστυνομίας για την Αντιμετώπιση της Ενδοοικογενειακής Βίας, που συνδιοργάνωσαν τα υπουργεία Προστασίας του Πολίτη και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
«Αποτροπιασμός για το έγκλημα»
Όπως επισήμανε η κ. Σακελλαροπούλου, «το πρόσφατο περιστατικό με τη νεαρή κοπέλα στην Ηλιούπολη, το οποίο ήδη διερευνάται από τη δικαιοσύνη, πέρα από τον αποτροπιασμό που προκαλεί γεννά σοβαρά ερωτηματικά για τα κοινωνικά αντανακλαστικά όλων μας. Σε τέτοια εγκλήματα οφείλουμε να επιδείξουμε μηδενική ανοχή, πόσο μάλλον όταν εμπλέκονται κρατικοί λειτουργοί».
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι η προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του τελευταίου πολίτη είναι μονόδρομος για την αποτελεσματική καταπολέμηση της βίας, τη βελτίωση της απονομής δικαιοσύνης και την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Ωστόσο, παρατήρησε ότι «θα χρειαστεί χρόνος και μεγάλη προσπάθεια για να εξαλειφθούν τα στερεότυπα που πηγάζουν από την ανισότητα των φύλων, που συχνά στιγματίζουν το θύμα και όχι τον ένοχο, και που δημιουργούν συλλογική ανεκτικότητα απέναντι σε πράξεις ηθικά και ποινικά κολάσιμες».
Μάλιστα, σημείωσε ότι για τον λόγο αυτό, οφείλουμε όλοι να συνδράμουμε και να ενισχύσουμε με κάθε τρόπο τον δύσκολο αγώνα των θυμάτων υπογραμμίζοντας: «Έχετε φωνή. Είμαστε δίπλα σας και σας στηρίζουμε».
Το ποσοστό των περιστατικών που καταγγέλλονται έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια
Αναφερόμενη στην παρουσίαση της πρώτης έκθεσης απολογισμού της νέας Υπηρεσίας της Ελληνικής Αστυνομίας για την Αντιμετώπιση της Ενδοοικογενειακής Βίας, εξέφρασε τη χαρά της, που επιτέλους αντιμετωπίζεται σοβαρά ένα φαινόμενο το οποίο πλήττει την αξιοπρέπεια, την ακεραιότητα ακόμη και τη ζωή πολλών πολιτών και μάλιστα των πλέον ευάλωτων, και που έχει επιταθεί από την πανδημία του κοροναϊού και τη χειροτέρευση της καθημερινότητάς μας.
Ειδικότερα, σημείωσε ότι το Αστυνομικό Τμήμα αποτελεί το κύτταρο της αστυνομικής λειτουργίας και πρόσθεσε: «Όταν μια γυναίκα βρει τη δύναμη να φτάσει ως εκεί, έχει γίνει το πρώτο βήμα. Αμέσως απαιτείται η άσκηση της δέουσας εποπτείας για τον χειρισμό της υπόθεσης, με την προστασία του θύματος και την παραπομπή του δράστη στη δικαιοσύνη. Το θύμα πρέπει να αισθανθεί ασφάλεια, να διώξει τον φόβο, να μπορέσει να μιλήσει. Να αντιμετωπιστεί με σεβασμό και να λάβει ολοκληρωμένη πληροφόρηση από αρμόδιο προσωπικό».
Παρατήρησε, επίσης, ότι «σε πολλές δυστυχώς περιπτώσεις η άγνοια, η διστακτικότητα, η αδιαφορία, η αδυναμία εν τέλει των Αρχών να υποστηρίξουν αποτελεσματικά ανάλογες υποθέσεις, έχουν οδηγήσει τα θύματα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία γυναίκες και παιδιά, στη σιωπή. Με αποτέλεσμα αυτά να βιώνουν μόνα, στο σπίτι τους το ίδιο, τον εφιάλτη της κακοποίησης και ο δράστης να παραμένει ατιμώρητος και να συνεχίζει να εγκληματεί». Υπενθύμισε, ακόμη, ότι η Ελλάδα ήταν από τα ευρωπαϊκά κράτη που καθυστέρησαν να υιοθετήσουν το απαραίτητο δικαιικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας. «Παράλληλα, η ελλιπής καταγραφή των συμβάντων και η έλλειψη επίσημων στατιστικών στοιχείων είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας πλαστής εικόνας για το έγκλημα και δεν συνέβαλαν στην ισχυροποίηση του υπάρχοντος πλαισίου», συμπλήρωσε.
Ακολούθως, επισήμανε, ότι «παρά την αργοπορημένη, ωστόσο, αντίδραση της Πολιτείας, το ποσοστό των περιστατικών που καταγγέλλονται έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Η σύσταση επομένως της Υπηρεσίας Αντιμετώπισης της Ενδοοικογενειακής Βίας από την Ελληνική Αστυνομία ήταν αναγκαία και η στελέχωσή της με εξειδικευμένο προσωπικό απαραίτητη προϋπόθεση».
«Η έγκαιρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία αποτελεί ασπίδα των θυμάτων»
Στο πλαίσιο αυτό, υποστήριξε ότι «μια σύγχρονη κοινωνία οφείλει να διαθέτει μηχανισμούς προκειμένου όχι μόνο να αποτρέπει τέτοια φαινόμενα, αλλά και να παρέχει τις κατάλληλες δομές που θα επουλώνουν τα τραύματα των θυμάτων. Η υπηρεσία αυτή, βασισμένη σε σύγχρονες, ειδικές προδιαγραφές που θα εφαρμόζονται και σε εκείνους που την απαρτίζουν, εκτός από την ανακούφιση που θα προσφέρει στα θύματα της βίας, θα εμπνεύσει εμπιστοσύνη και θα ενισχύσει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, πράγμα το οποίο αποτελεί και βασική πηγή της νομιμοποίησής της».
Όπως είπε: «Κανένα καταγγελλόμενο περιστατικό δεν πρέπει να αποσιωπάται, κανένα δεν πρέπει να καλύπτεται. Η σωστή καταγραφή, η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, η διατομεακή συνεργασία των υπηρεσιών του κράτους και της Κοινωνίας των Πολιτών είναι οι βασικές αρχές των θετικών διεθνών πρακτικών για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής και της έμφυλης βίας. Η έγκαιρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία αποτελεί δικαίωμα και ταυτόχρονα ασπίδα προστασίας των θυμάτων».
Για τους λόγους αυτούς, χαρακτήρισε, πολύ σημαντική τη σημερινή εκδήλωση του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και τόνισε ότι «Ο απολογισμός της νέας Υπηρεσίας της ΕΛΑΣ, καθώς και η δημιουργία μιας ενιαίας επίσημης βάσης ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων για τις αναφορές ενδοοικογενειακής βίας, θα αποτελέσουν καθοριστικό παράγοντα αντιμετώπισης του φαινομένου».
Τη δήλωση αυτή έκανε κατά τον χαιρετισμό της στην εκδήλωση παρουσίασης της πρώτης έκθεσης απολογισμού της νέας Υπηρεσίας της Ελληνικής Αστυνομίας για την Αντιμετώπιση της Ενδοοικογενειακής Βίας, που συνδιοργάνωσαν τα υπουργεία Προστασίας του Πολίτη και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
«Αποτροπιασμός για το έγκλημα»
Όπως επισήμανε η κ. Σακελλαροπούλου, «το πρόσφατο περιστατικό με τη νεαρή κοπέλα στην Ηλιούπολη, το οποίο ήδη διερευνάται από τη δικαιοσύνη, πέρα από τον αποτροπιασμό που προκαλεί γεννά σοβαρά ερωτηματικά για τα κοινωνικά αντανακλαστικά όλων μας. Σε τέτοια εγκλήματα οφείλουμε να επιδείξουμε μηδενική ανοχή, πόσο μάλλον όταν εμπλέκονται κρατικοί λειτουργοί». Παράλληλα, υπογράμμισε ότι η προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του τελευταίου πολίτη είναι μονόδρομος για την αποτελεσματική καταπολέμηση της βίας, τη βελτίωση της απονομής δικαιοσύνης και την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Ωστόσο, παρατήρησε ότι «θα χρειαστεί χρόνος και μεγάλη προσπάθεια για να εξαλειφθούν τα στερεότυπα που πηγάζουν από την ανισότητα των φύλων, που συχνά στιγματίζουν το θύμα και όχι τον ένοχο, και που δημιουργούν συλλογική ανεκτικότητα απέναντι σε πράξεις ηθικά και ποινικά κολάσιμες».
Μάλιστα, σημείωσε ότι για τον λόγο αυτό, οφείλουμε όλοι να συνδράμουμε και να ενισχύσουμε με κάθε τρόπο τον δύσκολο αγώνα των θυμάτων υπογραμμίζοντας: «Έχετε φωνή. Είμαστε δίπλα σας και σας στηρίζουμε».
Το ποσοστό των περιστατικών που καταγγέλλονται έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια
Αναφερόμενη στην παρουσίαση της πρώτης έκθεσης απολογισμού της νέας Υπηρεσίας της Ελληνικής Αστυνομίας για την Αντιμετώπιση της Ενδοοικογενειακής Βίας, εξέφρασε τη χαρά της, που επιτέλους αντιμετωπίζεται σοβαρά ένα φαινόμενο το οποίο πλήττει την αξιοπρέπεια, την ακεραιότητα ακόμη και τη ζωή πολλών πολιτών και μάλιστα των πλέον ευάλωτων, και που έχει επιταθεί από την πανδημία του κοροναϊού και τη χειροτέρευση της καθημερινότητάς μας. Ειδικότερα, σημείωσε ότι το Αστυνομικό Τμήμα αποτελεί το κύτταρο της αστυνομικής λειτουργίας και πρόσθεσε: «Όταν μια γυναίκα βρει τη δύναμη να φτάσει ως εκεί, έχει γίνει το πρώτο βήμα. Αμέσως απαιτείται η άσκηση της δέουσας εποπτείας για τον χειρισμό της υπόθεσης, με την προστασία του θύματος και την παραπομπή του δράστη στη δικαιοσύνη. Το θύμα πρέπει να αισθανθεί ασφάλεια, να διώξει τον φόβο, να μπορέσει να μιλήσει. Να αντιμετωπιστεί με σεβασμό και να λάβει ολοκληρωμένη πληροφόρηση από αρμόδιο προσωπικό».
Παρατήρησε, επίσης, ότι «σε πολλές δυστυχώς περιπτώσεις η άγνοια, η διστακτικότητα, η αδιαφορία, η αδυναμία εν τέλει των Αρχών να υποστηρίξουν αποτελεσματικά ανάλογες υποθέσεις, έχουν οδηγήσει τα θύματα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία γυναίκες και παιδιά, στη σιωπή. Με αποτέλεσμα αυτά να βιώνουν μόνα, στο σπίτι τους το ίδιο, τον εφιάλτη της κακοποίησης και ο δράστης να παραμένει ατιμώρητος και να συνεχίζει να εγκληματεί». Υπενθύμισε, ακόμη, ότι η Ελλάδα ήταν από τα ευρωπαϊκά κράτη που καθυστέρησαν να υιοθετήσουν το απαραίτητο δικαιικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας. «Παράλληλα, η ελλιπής καταγραφή των συμβάντων και η έλλειψη επίσημων στατιστικών στοιχείων είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας πλαστής εικόνας για το έγκλημα και δεν συνέβαλαν στην ισχυροποίηση του υπάρχοντος πλαισίου», συμπλήρωσε.
Ακολούθως, επισήμανε, ότι «παρά την αργοπορημένη, ωστόσο, αντίδραση της Πολιτείας, το ποσοστό των περιστατικών που καταγγέλλονται έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Η σύσταση επομένως της Υπηρεσίας Αντιμετώπισης της Ενδοοικογενειακής Βίας από την Ελληνική Αστυνομία ήταν αναγκαία και η στελέχωσή της με εξειδικευμένο προσωπικό απαραίτητη προϋπόθεση».
«Η έγκαιρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία αποτελεί ασπίδα των θυμάτων»
Στο πλαίσιο αυτό, υποστήριξε ότι «μια σύγχρονη κοινωνία οφείλει να διαθέτει μηχανισμούς προκειμένου όχι μόνο να αποτρέπει τέτοια φαινόμενα, αλλά και να παρέχει τις κατάλληλες δομές που θα επουλώνουν τα τραύματα των θυμάτων. Η υπηρεσία αυτή, βασισμένη σε σύγχρονες, ειδικές προδιαγραφές που θα εφαρμόζονται και σε εκείνους που την απαρτίζουν, εκτός από την ανακούφιση που θα προσφέρει στα θύματα της βίας, θα εμπνεύσει εμπιστοσύνη και θα ενισχύσει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, πράγμα το οποίο αποτελεί και βασική πηγή της νομιμοποίησής της». Όπως είπε: «Κανένα καταγγελλόμενο περιστατικό δεν πρέπει να αποσιωπάται, κανένα δεν πρέπει να καλύπτεται. Η σωστή καταγραφή, η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, η διατομεακή συνεργασία των υπηρεσιών του κράτους και της Κοινωνίας των Πολιτών είναι οι βασικές αρχές των θετικών διεθνών πρακτικών για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής και της έμφυλης βίας. Η έγκαιρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία αποτελεί δικαίωμα και ταυτόχρονα ασπίδα προστασίας των θυμάτων».
Για τους λόγους αυτούς, χαρακτήρισε, πολύ σημαντική τη σημερινή εκδήλωση του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και τόνισε ότι «Ο απολογισμός της νέας Υπηρεσίας της ΕΛΑΣ, καθώς και η δημιουργία μιας ενιαίας επίσημης βάσης ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων για τις αναφορές ενδοοικογενειακής βίας, θα αποτελέσουν καθοριστικό παράγοντα αντιμετώπισης του φαινομένου».