«Δεν υπάρχει πρόθεση της κυβέρνησης για lockdown», δήλωσε στα Παραπολιτικά 90,1 ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, ο οποίος σημείωσε παράλληλα ότι για το τείχος ανοσίας θα πρέπει «να χτίσουμε σχέση με τον εμβολιασμό».

Συγκεκριμένα, είπε: «Έχει εκφραστεί η άποψη της κυβέρνησης ότι δεν υπάρχει καμία πρόθεση για lockdown απλά νομίζω ότι είναι ευκαιρία αναθεώρησης της άποψης όλων αυτών που αρνούνται αυτή τη στιγμή να εμβολιαστούν μιας και είναι αποδεδειγμένο ότι τα νοσοκομεία και οι εντατικές γεμίζουν σε συντριπτικό ποσοστό  με ανθρώπους που δεν έχουν εμβολιαστεί και αυτό είναι η μεγαλύτερη απόδειξη  ότι για να έχουμε ένα πραγματικό τείχος προστασίας θα πρέπει να δημιουργήσουμε την όποια σχέση μας  με τον εμβολιασμό διαφορετικά όλα τα άλλα είναι μια συζήτηση που επαναλαμβάνεται. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να τηρούμε τα μέτρα προστασίας,  έχει μεγάλη σημασία να εντατικοποιηθούν, να αυξηθούν οι εμβολιασμοί από εκεί και πέρα όλα είναι θέμα διαχείρισης».

Επιπλέον, εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι «θα λειτουργήσει αποτρεπτικά η νομοθεσία για την διασπορά ψευδών ειδήσεων για θέματα δημόσιας υγείας» και τόνισε ότι «είναι κρίμα να μην ακούγονται οι επιστημονικές απόψεις και να ακούγονται απόψεις που δεν έχουν καμία σχέση με την επιστήμη».

Μεταξύ άλλων, είπε: «Πιστεύω ότι θα λειτουργήσει αποτρεπτικά και το λέω γιατί το συγκεκριμένο άρθρο 191 που αφορά τη διασπορά ψευδών ειδήσεων δημιούργησε μεγάλη ένταση στη συζήτηση και ενδεχομένως αμφισβήτησης από την πλευρά κυρίως του δημοσιογραφικού κόσμου, αν και ξέρουμε ότι μια παρόμοια διάταξη και με πολύ αυστηρότερο τρόπο  ίσχυε μέχρι την ψήφιση του προηγούμενου ποινικού κώδικα δηλαδή μέχρι  τον Ιούλιο του 2019. Σε καμία περίπτωση η αυστηροποίηση δεν αφορούσε στην ελεύθερη έκφραση άποψης του δημοσιογραφικού κόσμου ή στην ελεύθερη γενικότερη  έκφραση άποψης των ΜΜΕ, αφορούσε στο γεγονός ότι έπρεπε να προστατεύσει την κοινωνία από τη διασπορά ψευδών ειδήσεων που κυρίως έχει να κάνει με τα θέματα δημόσιας υγείας. Είναι κρίμα να μην ακούγονται οι επιστημονικές απόψεις οι οποίες συγκλίνουν όλες σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, και να ακούγονται άνθρωποι  οι οποίοι δεν έχον καμία σχέση με την ιατρική επιστήμη, λειτουργούν με μια λογική αδιανόητης συνωμοσιολογίας και δυστυχώς κάνουν πολύ μεγάλο κακό παρασύροντας τους πολίτες μας οι οποίοι για διαφορετικούς λόγους έχουν τα αυτιά τους ανοιχτά σε τέτοιου είδους παραινέσεις και θέσεις. Είναι ένα ζητήματα το οποίο πρέπει να το δούμε συνολικά και δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να διχάζει ούτε το πολιτικό σύστημα  ούτε τα πολιτικά κόμματα μια άποψη η οποία θα πρέπει να έχει μοναδικό ζητούμενο  το πώς θα προστατεύσουμε τη δημόσια υγεία από fake news ή από ανθρώπους που παραπλανούν συμπολίτες μας, τους εμποδίζουν να εμβολιαστούν και με αυτό τον τρόπο ζούμε τη δύσκολη πραγματικότητα που ζούμε εν μέσω πανδημίας».

«Οι δικαστές κρίνουν»

Ο κ. Τσιάρας σημείωσε ότι δεν βλέπει κατάχρηση του νόμου κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων και πως οι δικαστές κρίνουν τι είναι ψευδής είδηση. Τόνισε παράλληλα ότι «στόχος είναι η ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης ώστε να υπάρχει επιτάχυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης και να απλοποιηθούν οι δικαστικές διαδικασίες».

Συγκεκριμένα, είπε: «Έχουμε βάλει πολλά στοιχήματα, το μεγαλύτερο στοίχημα όμως είναι να βρεθούμε επιτέλους στην ψηφιακή εποχή γιατί με αυτό τον τρόπο αφενός μεν θα υπάρξει μια σοβαρή επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης κυρίως όμως θα υπάρχει απόλυτη αντικειμενικοποίηση όλων των διαδικασιών. Και αυτό είναι μεγάλο ζητούμενο ειδικά για ένα χώρο που ο κάθε πολίτης θα θέλει να λειτουργεί με απόλυτη διαφάνεια χωρίς να υπάρχουν αμφισβητήσεις και αμφιβολίες. Για αυτό το λόγο και έχουμε κάνει ένα πολύ μεγάλο έργο μέχρι σήμερα αλλά εντείνουμε το βηματισμό μας με τον τελευταίο μεγάλο διαγωνισμό ο οποίος είναι σε δημόσια διαβούλευση αυτή τη χρονική περίοδο που αφορά στη δεύτερη φάση του ΟΣΔΔΥ-ΠΠ, στην ολοκλήρωση του ΟΣΔΔΥ-ΔΔ και σε άλλα έργα που αφορούν στη ψηφιοποίηση των αρχείων των δικαστηρίων, στο ηλεκτρονικό ψηφιακό ηλεκτρονικό ποινικό μητρώο. Αντιλαμβάνεστε ότι αν σε αυτά έχετε τη δυνατότητα να δείτε ότι ήδη έχουμε καθιερώσει και έχουμε θεσπίσει την ψηφιακή απομαγνητοφώνηση των ποινικών δικαστηρίων, το ηλεκτρονικό πινάκιο, την ηλεκτρονική ψηφιακή έκδοση δεκάδων πιστοποιητικών τα οποία αφορούν στο χώρο των δικαστηρίων αλλά και έργα τα οποία έχουν πολύ μεγάλη αξία και είναι μικρότερα αλλά δεν φαίνονται, αντιλαμβάνεστε ότι λειτουργούμε με μια λογική ολοκλήρωσης της ψηφιακής μεταρρύθμισης. Νομίζω ότι το τέλος του 2024 είναι ο χαρακτηριστικός χρόνος που χρειάζεται προκειμένου και να ολοκληρωθούν τα νέα προγράμματα τα οποία μπαίνουν πλέον στη λειτουργία της Δικαιοσύνης αλλά κυρίως για να έχουμε την εμπέδωση μιας διαφορετικής πραγματικότητας που είναι η ψηφιακή πραγματικότητα για τη Δικαιοσύνη. Είναι ένα μεγάλο βήμα που αλλάζει το χάρτη, αλλάζει τα δεδομένα και μπορεί να δώσει ακόμη μεγαλύτερο αίσθημα εμπιστοσύνης στην ελληνική κοινωνία απέναντι στη λειτουργία της Δικαιοσύνης».

Επιπλέον, πρόσθεσε: «Προσπαθούμε να κωδικοποιήσουμε και ενδεχομένως να ενσωματώσουμε σε ενιαία νομικά κείμενα διασπαρμένες νομοθεσίες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της δικονομίας του ελεγκτικού συνεδρίου που για τη δικονομία ψηφίσαμε δύο νομοσχέδια, κωδικοποιώντας σε δύο νομικά κείμενα τις διάσπαρτες διατάξεις που υπήρχαν σε εκατοντάδες ενδεχομένως νομοσχέδια που αφορούσαν στη λειτουργία του ελεγκτικού συνεδρίου. Δεν είναι μικρό έργο όταν μάλιστα πρέπει κανείς να το αναζητήσει σε πολλά και διαφορετικά μέρη κι επαναλαμβάνω ότι όλα αυτά είναι κομμάτια μιας μεγάλης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που θα μας δώσει τη δυνατότητα η ελληνική Δικαιοσύνη να λειτουργεί με διαφάνεια, με αποτελεσματικότητα, να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις παθογένειες που την ακολουθούν εδώ και πολλά χρόνια κυρίως όμως να εμπνεύσει το αίσθημα της ασφάλειας τους πολίτες».

Ανέφερε, δε, πως έχουν υπάρξει 45 νομοθετήματα σε 21 χρόνια για την επιτάχυνση της Δικαιοσύνης ενώ αποκάλυψε πως «υπάρχουν περισσότερες από 2.000 κενές οργανικές θέσεις».

Όπως είπε «έχει μεγάλη σημασία να μπορούμε να βλέπουμε συγκεκριμένα στοιχεία και να αναζητούμε τελικά το τι φταίει γιατί η προσπάθεια η οποία ξεκίνησε, από διαφορετικούς υπουργούς σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, δεν είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Η αντιμετώπιση των παθογενειών της Δικαιοσύνης, οι μεγαλύτεροι ξέρουμε ότι είναι ο χρόνος απονομής της δικαιοσύνης, είχε πολλούς παράγοντες το υπουργείο και εγώ προσωπικά κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να κωδικοποιήσουμε τη Δικαιοσύνη και να δημιουργήσουμε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο ούτως ώστε να ενισχύσουμε τη λειτουργία της και τη λήψη γρήγορων αποφάσεων. Ξέρουμε ότι υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με την υποστελέχωση στο κομμάτι των δικαστικών υπαλλήλων. Είναι πάνω από 2000 κενές οργανικές θέσεις, είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα το οποίο προσπαθούμε με ένα σχεδιασμό να το αντιμετωπίσουμε. Μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχουμε 260 νέους δικαστικούς υπαλλήλους οι οποίοι προέρχονται από τους εκκρεμείς διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ του 2017-2018 και ήδη ετοιμάζουμε την προκήρυξη για το 2022 για 300 νέες θέσεις. Είναι όμως μια άσκηση την οποία προσπαθώ και εγώ προσωπικά και σε μια γενικότερη συζήτηση να βρούμε τη λύση προκειμένου τα επόμενα 5 χρόνια να στελεχώσουμε τη Δικαιοσύνη με όλες τις απαραίτητες θέσεις και όλα τα απαραίτητα πρόσωπα, κυρίως στον κλάδο των δικαστικών υπαλλήλων, για να λειτουργεί με ακόμα καλύτερο τρόπο».

«Μεγάλη προσπάθεια»

Ο κ. Τσιάρας υπογράμμισε πως «μεγάλη μεταρρύθμιση αποτελεί η εθνική σχολή δικαστικών υπαλλήλων», ενώ είπε πως «με πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης θα γίνει μια μεγάλη προσπάθεια ώστε να δημιουργήσουμε νέα πραγματικότητα στην ελληνική δικαιοσύνη που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και των πολιτών».

Ο υπουργός επεσήμανε χαρακτηριστικά: «Το υπουργείο Δικαιοσύνης είναι πρωτοπόρο, οι προτάσεις μας έτυχαν αποδοχής και αυτη τη στιγμή βρισκονται στην ωρίμανση και στην ολοκλήρωσή τους. Από την πρώτη στιγμή θα αντλήσουμε 550 εκατομμύρια τα οποία θα διατεθούν είτε στη επιμόρφωση των δικαστών είτε την κατεύθυνση του να δημιουργήσουμε την εθνική σχολή δικαστικών υπαλλήλων που είναι μια πολύ μεγάλη μεταρρύθμιση είτε από την άλλη πλευρά ένας άλλος άξονας είναι η ολοκλήρωση της ψηφιοποίησης της Δικαιοσύνης και ο τρίτος άξονας είναι οι υποδομές δηλαδή τα καινούργια κτήρια. Ήδη έχουμε εντάξει στο Ταμείο Ανάκαμψης το νέο Πρωτοδικείο της Αθήνας το οποίο θα δημιουργηθεί πίσω από το χώρο του Εφετείου. Ήδη έχουμε έναν ανοιχτό διαγωνισμό για το νέο δικαστήριο του Πειραιά, ήδη έχουμε δρομολογήσει μέσω ΣΔΙΤ την κατασκευή 11 νέων δικαστικών μεγάρων στην επικράτεια, αντιλαμβάνεστε ότι γίνεται μια πολύ μεγάλη οργανωμένη και σοβαρή προσπάθεια προκειμένου οι πόροι οι οποίοι θα αντληθούν να αξιοποιηθούν με το καλύτερο δυνατό τρόπο».

Αναφορικά με την αξιολόγηση των δικαστών είπε ότι θα συζητήσει για το θέμα με τα ανώτατα δικαστήρια και τις δικαστικές ενώσεις και συμπλήρωσε ότι «θα πρέπει να υπάρχει μια σταδιακή αξιολόγηση και κατά την φοίτηση των δικαστών στη σχολή».

Χαρακτηριστικά, είπε: «Έχουμε ψηφίσει νέο κώδικα δικαστικών υπαλλήλων, αλλαγές στον κώδικα πολιτικής  δικονομίας, αλλαγές στον ποινικό κώδικα, τη δικονομία του ελεγκτικού συνεδρίου. Το νομοσχέδιο το οποίο θα  συζητηθεί αυτή την εβδομάδα στη Βουλή αφορά στην αναμόρφωση της εθνικής σχολής δικαστών και βεβαίως εκκρεμεί  το τελευταίο νομοσχέδιο, για να κλείσουμε αυτό τον κύκλο, που είναι ο κώδικας δικαστηρίων και δικαστικών λειτουργών. Εκεί προφανώς υπάρχει μια ανοιχτή συζήτηση και για τα θέματα της αξιολόγησης και για τα θέματα των πειθαρχικών, είναι μια συζήτηση που προτίθεμαι να κάνω και με την ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων ενδεχομένως και με τις δικαστικές ενώσεις. Πρέπει όλοι να καταλάβουμε ότι απέναντι στην μεγάλη πρόκληση που αφορά το πώς η δικαιοσύνη θα λειτουργεί  όσο γίνεται καλύτερα και πως θα αντιμετωπίσει τις δικές της μεγάλες παθογένειες  όλοι πρέπει να συμβάλουμε με το ποσοστό που μας αναλογεί  στην μεγάλη αυτή προσπάθεια και νομίζω ότι από αυτό δεν εξαιρείται κανείς.  Με το νέο νομοσχέδιο που αφορά στην εθνική σχολή δικαστών προβλέπονται διάφορα ζητήματα σταδιακής αξιολόγησης και κατά τη διάρκεια της φοίτησης των νέων δικαστών στη σχολή, και αυτό νομίζω είναι το πρόκριμα    προκειμένου να στείλουμε ένα μήνυμα ότι πλέον οι δικαστές πρέπει να ειναι προσαρμοσμένοι σε μια εντελώς διαφορετική δικαστική και κοινωνική πραγματικότητα την οποία πρέπει να παρακολουθούν σε μια διαδικασία δια βίου εκπαίδευσης και πρέπει σε ένα μεγάλο βαθμό να την υπηρετούν εφόσον θέλουν να λειτουργούν μέσα από το ρόλο που το ίδιο το σύνταγμα και η πολιτεία τους αναθέτει. Νομίζω ότι η συντριπτική πλειοψηφία είναι σε αυτή τη λογική, σε αυτή την κατεύθυνση. Είναι καιρός να κάνουμε και τα αναγκαία βήματα όλοι μαζί χωρίς ούτε διάθεση συγκρούσεων ούτε περισσότερο διάθεση του να παρέμβει κανείς στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, αντίθετα όλοι πρέπει να αναλάβουμε το κομμάτι της ευθύνης που μας αναλογεί για να μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε και το κύρος και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και να μένουν ούτε περιθώρια για ψιθύρους ούτε  πολύ περισσότερο για αμφισβήτηση σε σχέση με τη λειτουργία της Δικαιοσύνης».