Νέα δεδοµένα διαµορφώνονται στην πολιτική στρατηγική του Μεγάρου Μαξίµου µετά την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛ., η οποία δείχνει σε αυτήν τη συγκυρία να δίνει νέο ενδιαφέρον στη λεγόµενη «µάχη του Κέντρου» κι ενώ η χώρα βρίσκεται στο δεύτερο µισό της κυβερνητικής θητείας.

Πολλά, βεβαίως, θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια της δυναµικής που θεωρείται βέβαιο ότι θα καταγραφεί το αµέσως επόµενο διάστηµα για τη Χαριλάου Τρικούπη, ωστόσο είναι σαφές πως η πάγια στόχευση του πρωθυπουργού για τη συνεχή ενίσχυση των ερεισµάτων της Ν.∆. στην κεντρώα εκλογική δεξαµενή αποκτά πλέον διαφορετικές διαστάσεις.

Σε αυτό συντελούν και οι αντίστοιχοι σχεδιασµοί του ΣΥΡΙΖΑ, που επίσης προσανατολίζονται στο ίδιο κοινό, προκειµένου να αυξηθούν τα δηµοσκοπικά ποσοστά του κόµµατος της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, αλλά και να αναχαιτιστεί η περαιτέρω διείσδυση του ΚΙΝ.ΑΛ. στους κόλπους των κεντροαριστερών ψηφοφόρων.

Μέσα σε αυτό το κλίµα, άπαντες στο πρωθυπουργικό στρατηγείο επιχειρούν να ιχνηλατήσουν το πολιτικό πεδίο των επόµενων µηνών, µε τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τους συνεργάτες του να σχεδιάζουν αναλόγως την τακτική τους, χωρίς φυσικά να µετακινούνται από τις βασικές γραµµές τους, καθώς ούτως ή άλλως η πολιτική «πυξίδα» της κυβέρνησης εξακολουθεί να κοιτάει σταθερά στο Κέντρο.

Αλλωστε, είναι κοινή πεποίθηση στο «γαλάζιο» στρατόπεδο πως σε αυτό ακριβώς το επίπεδο θα κριθεί η µάχη των επόµενων εθνικών εκλογών, και δη της αυτοδυναµίας (στη δεύτερη διαδοχική κάλπη, όπως έχει προαναγγείλει ο πρωθυπουργός), αφού -σύµφωνα µε τις σχετικές αναλύσεις- η Ν.∆. δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από τους κοµµατικούς σχηµατισµούς που βρίσκονται στα δεξιά της, οι οποίοι και συγκεκριµένο «ταβάνι» έχουν, όπως φαίνεται, και δηµοσκοπικά και υπό τις παρούσες συνθήκες είναι αδύνατο να διεµβολίσουν την παραδοσιακή εκλογική βάση της παράταξης.

Με τον αέρα, λοιπόν, της αδιαµφισβήτητης πολιτικής του κυριαρχίας, όπως αυτή συνεχίζει να καταγράφεται στις δηµοσκοπήσεις, παρά την όποια φθορά καταγράφεται εν µέσω της παρούσας δύσκολης συγκυρίας, αλλά και της συµπλήρωσης δυόµισι χρόνων διακυβέρνησης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στρέφει την προσοχή του στη διατήρηση της πλατιάς πλειοψηφίας που του χάρισε το εκλογικό σώµα τον Ιούλιο του 2019.

Στο πλαίσιο αυτό, θα «χτυπήσει» αµφίπλευρα Τσίπρα και Ανδρουλάκη στον ίδιο τον «πυρήνα» της στρατηγικής τους, διαµηνύοντας ότι η κυβέρνησή του απέδειξε στην πράξη ότι είναι «µια σύγχρονη δύναµη σύνθεσης και µετριοπάθειας» και γι’ αυτό ακριβώς έχει καταφέρει αρχικά να επικρατήσει και στη συνέχεια να διατηρήσει δυνάµεις στις τάξεις των κεντρώων ψηφοφόρων.

Η προσπάθεια αυτή θα έχει, εκτός των άλλων, και ισχυρό σηµειολογικό περιεχόµενο, µε τον πρωθυπουργό και ορισµένους εκ των κορυφαίων υπουργών να χρησιµοποιούν στο εξής ακόµα περισσότερο ορολογίες πέριξ της έννοιας του προοδευτισµού.

«Το ΠΑΣΟΚ και η Αριστερά επιχειρούν εδώ και δεκαετίες να καπηλευθούν τις προοδευτικές απόψεις και ιδέες. Ηταν, όµως, η Ν.∆. εκείνη που στο παρελθόν προχώρησε πραγµατικά σε πρωτοβουλίες που δίνουν πολιτικό νόηµα στη συγκεκριµένη λέξη, ενώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανοίγει συνεχώς νέους ορίζοντες για τη χώρα σε ζητήµατα κοινωνικής µέριµνας και δικαιοσύνης, ισότητας και ψηφιακής επανάστασης», διαµηνύουν συνοµιλητές του πρωθυπουργικού γραφείου, αποτυπώνοντας τις ακριβείς προθέσεις του Μεγάρου Μαξίµου.

Ως εκ τούτου, ο πρωθυπουργός θα επιµείνει να υπογραµµίζει τις κυβερνητικές παρεµβάσεις (και να προαναγγέλλει τις επόµενες) σε µέτωπα που τα προηγούµενα χρόνια θα έλεγε κανείς ότι ανήκαν στην ατζέντα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, µε λάβαρο φυσικά περιπτώσεις που ακουµπούν στην κοινωνική επικαιρότητα και την περαιτέρω οικονοµική στήριξη των ασθενέστερων.

Παράλληλα, σίγουρη θα πρέπει να θεωρείται για το άµεσο µέλλον η σταθερή επικοινωνιακή υπενθύµιση της παρουσίας ουκ ολίγων κεντρώων και κεντροαριστερών αναφορών παραγόντων στο περιβάλλον του Μαξίµου, αλλά και στο κυβερνητικό σχήµα (από Σκέρτσο και Γεραπετρίτη µέχρι Πιερρακάκη, Μενδώνη, Γιατροµανωλάκη και Λιβάνιο και από Τσιόδρα µέχρι Βλαστάρη).

Πρόσωπα

Εν µέσω αυτής της τρικοµµατικής διελκυστίνδας για τον χώρο του Κέντρου, επανέρχονται στο προσκήνιο ορισµένα από τα πολιτικά στελέχη που συνδέθηκαν µε το πάλαι ποτέ «κραταιό ΠΑΣΟΚ» και τα οποία, ενώ παραµένουν πολιτικά άστεγα, είχαν έρθει κοντά στο παρελθόν, ανοικτά, µε τη Ν.∆. του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά σε διαφορετικό «γήπεδο» ο καθένας.

Οι δύο πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, ο οποίος -ως γνωστόν- διετέλεσε υπουργός Προστασίας του Πολίτη αλλά πλέον είναι εκτός κυβέρνησης, και η Αννα ∆ιαµαντοπούλου, που προτάθηκε από τον πρωθυπουργό για την προεδρία του ΟΟΣΑ. Σε ό,τι αφορά τον πρώτο, ο οποίος κατά την εσωκοµµατική διαδικασία του ΚΙΝ.ΑΛ. βρισκόταν σε ανοικτή γραµµή µε τον διαχρονικό πολιτικό του φίλο Ανδρέα Λοβέρδο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι θα ενεργοποιηθεί το σχέδιο συµµετοχής του στο «γαλάζιο» ευρωψηφοδέλτιο.

Αλλωστε, ο µέχρι πρότινος υπουργός κάθε άλλο παρά εντάσσεται στο κάδρο του καλέσµατος επιστροφής που απηύθυνε ο Νίκος Ανδρουλάκης στους πολιτικά άστεγους, πρώην κορυφαίους κοµµατικούς παράγοντες του ΠΑΣΟΚ, αφού κατέλαβε κυβερνητικό θώκο στην αυτοδύναµη «γαλάζια» διακυβέρνηση. Στον αντίποδα, στο επίκεντρο του ανοίγµατος βρίσκεται η Αννα ∆ιαµαντοπούλου, όπως και ο Γιώργος Φλωρίδης, που αµφότεροι έχουν συνδεθεί µε σενάρια συνεργασίας µε τη «φιλική» προγραµµατικά Ν.∆. της εποχής Μητσοτάκη.

Μάλιστα, όπως λένε οι γνωρίζοντες, το κεφάλαιο αυτό δεν έχει κλείσει για το Μέγαρο Μαξίµου, ακόµα κι όταν οι προαναφερθέντες προχώρησαν σε έκκληση για µαζική συµµετοχή στις κάλπες του ΚΙΝ.ΑΛ., στις οποίες έδωσε το «παρών» έπειτα από µακροχρόνια αποχή και ο Ευάγγελος Βενιζέλος.