Έρευνα GPO για powergame.gr: Προβάδισμα με απώλειες για την κυβέρνηση – Στο 9,2% η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ
Με 9,2% προηγείται η ΝΔ του ΣΥΡΙΖΑ, όπως καταγράφεται στο Οικονομικό Βαρόμετρο Ιανουαρίου 2022, που διενέργησε η GPO. Η κυβερνητική πλειοψηφία διατηρεί ισχυρό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις σοβαρές δημοσκοπικές πιέσεις που δέχεται, καθώς καταγράφονται οι επιπτώσεις από την πρόσφατη συγκυρία – τα προβλήματα που προκάλεσε η πρόσφατη κακοκαιρία και η επακόλουθη αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να τα διαχειριστεί, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη πανδημική κρίση και το κύμα ακρίβειας που σαρώνει την αγορά.
Ωστόσο, τις απώλειες αυτές δεν τις καρπώνεται ο ΣΥΡΙΖΑ που εμφανίζεται καθηλωμένος, την ώρα που σημειώνεται νέα δημοσκοπική άνοδος του ΚΙΝΑΛ. Η έρευνα της GPO, η οποία έγινε από τις 31 Ιανουαρίου έως τις 3 Φεβρουαρίου 2022, με δείγμα 1000 ατόμων, ηλικίας από 17 ετών και άνω, καταγράφει ενδιαφέρουσες πολιτικές διεργασίες στον χώρο του Κέντρου, την ανησυχία της κοινής γνώμης για τις εξελίξεις, καθώς και τις διεργασίες στο χώρο του Κέντρου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συγκρίσεις ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον κ. Αλέξη Τσίπρα, όπως και η «βαθμολογία» των υπουργών.
Η κυβέρνηση βρίσκεται δημοσκοπικά αυτή τη στιγμή στο χαμηλότερο σημείο της, καταγράφοντας ποσοστό 31,2%, έχοντας απολέσει τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες από τον Σεπτέμβριο του 2021 όταν η δημοσκοπική της επίδοση βρισκόταν στο 35,2%.
Υπάρχει λοιπόν μια συνεχιζόμενη φθορά την οποία, ωστόσο, όπως πολλές φορές έχουμε επισημάνει και στο παρελθόν, αδυνατεί να εισπράξει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το οποίο στη δεδομένη χρονική συγκυρία αποτυπώνεται στο 22% – μισή μονάδα παραπάνω σε σχέση με την έρευνα του Δεκεμβρίου, μειωμένο όμως κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την έρευνα του Σεπτεμβρίου του 2021, όπου κατέγραφε ποσοστό 25%.
Παρατηρούμε ότι και τα δύο κόμματα έχουν απολέσει δυνάμεις μέσα στο τελευταίο εξάμηνο, με την κυβέρνηση να υφίσταται τη φθορά που προκαλούν οι αστοχίες, τα λάθη και οι παραλείψεις στην άσκηση του κυβερνητικού έργου, ενώ η συνεχιζόμενη αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αρθρώσει ένα συνεκτικό εναλλακτικό πολιτικό αφήγημα, τον κρατά καθηλωμένο και σε απόσταση από τη ΝΔ.
Η υποχώρηση όμως και των δύο κομμάτων έχει και μια άλλη ερμηνεία που δεν είναι άλλη από την ξαφνική δημοσκοπική εκτόξευση των ποσοστών του ΚΙΝΑΛ που μετά την εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη στην ηγεσία του καταγράφει μια συνεχόμενη ανοδική τάση φτάνοντας σήμερα στο 14,4%. Μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες το ΚΙΝΑΛ έχει καταφέρει να αυξήσει σημαντικά το βαθμό συσπείρωσης των ψηφοφόρων του και ταυτόχρονα αντλεί δυνάμεις τόσο από τη ΝΔ όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν αυτή η δημοσκοπική άνοιξη του ΚΙΝΑΛ θα μετουσιωθεί σε πραγματική εκλογική δύναμη, είναι ωστόσο αδιαμφισβήτητο ότι η άνοδός του έχει θέσει σε κίνηση το πολιτικό σκηνικό και δημιουργεί σοβαρές ανακατατάξεις.
Το ΚΚΕ εμφανίζεται ενισχυμένο με 6,2%, έναντι 5,5% της δημοσκόπησης του Δεκεμβρίου με την Ελληνική Λύση και το ΜΕΡΑ25 να παραμένουν σταθεροί με ποσοστά περί του 4% και 3% αντίστοιχα. Αξιοσημείωτη είναι η επίδοση που καταγράφει το κόμμα του κ. Κασιδιάρη – Έλληνες για την Πατρίδα με ποσοστό 1,7%, ενώ στο 1% κινείται η Δημιουργία των κ. Τζήμερου και Κρανιδιώτη.
Για το 10,4% του δείγματος που δηλώνει αναποφάσιστο, επιχειρήσαμε να διερευνήσουμε τις πιθανές σκέψεις της συγκεκριμένης υπο-ομάδας του πληθυσμού και να αναδείξουμε τα κόμματα μεταξύ των οποίων ταλαντεύονται.
Η περίοδος που διανύουμε, βέβαια, δεν είναι προεκλογική και οι συγκεκριμένες απαντήσεις ισχύουν μόνο για την δεδομένη χρονική συγκυρία, με βάση όμως αυτές διαπιστώνουμε ότι από το 10,4% των αναποφάσιστων το 2,2% σκέφτεται να επιλέξει κάποιο μικρότερο κόμμα που δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο Κοινοβούλιο. Το 2,1% ταλαντεύεται ανάμεσα στη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ, ενώ το 1,6% μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ. Τα ποσοστά των άλλων συνδυασμών – διδύμων είναι αρκετά χαμηλά, ενώ το 2,8% του δείγματος παραμένει εντελώς αδιευκρίνιστο.
Βλέπουμε, λοιπόν, το εκλογικό εκκρεμές να κινείται μεταξύ τριών κυρίως κομμάτων, τη ΝΔ, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ, γεγονός που επιβεβαιώνει τη δημοσκοπική άνοδο του τελευταίου και την εδραίωσή του ως ρυθμιστικού παράγοντα των πολιτικών εξελίξεων.
Στο νέο Οικονομικό Βαρόμετρο της GPO για το powergame.gr, εκτός των κλασικών και σταθερών δεικτών, διερευνήθηκαν ζητήματα που προέκυψαν από την πρόσφατη κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα.
Κυρίαρχο θέμα των προηγούμενων ημερών υπήρξε η κακοκαιρία που έπληξε μεγάλο τμήμα της χώρας -της Αττικής συμπεριλαμβανομένης- και προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στο οδικό, το σιδηροδρομικό και το ενεργειακό δίκτυο.
Συγκεκριμένα για την κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Αττική Οδό με τον πολύωρο εγκλωβισμό χιλιάδων αυτοκινήτων, οι πολίτες σε ποσοστό 35,5% επιρρίπτουν την ευθύνη κυρίως στην εταιρεία που διαχειρίζεται την Αττική Οδό, ενώ για το 30,5% του δείγματος βασικός υπεύθυνος για την ταλαιπωρία των πολιτών υπήρξε το Υπουργείο Πολιτικής Προστασίας και Κλιματικής Αλλαγής, οι χειρισμοί του οποίου αποδείχτηκαν αναποτελεσματικοί.
Το 6,5% θεωρεί ότι η σφοδρότητα του καιρικού φαινομένου δεν επέτρεψε την ορθότερη διαχείριση του θέματος, ενώ ένας στους τέσσερις πολίτες (25,1%) απαντά αυθόρμητα ότι όλοι οι παραπάνω παράγοντες συνετέλεσαν στην κατάσταση που δημιουργήθηκε.
Όσον αφορά τα προβλήματα που προέκυψαν σε άλλους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, εκεί οι ευθύνες βαρύνουν κατά βάση την Περιφέρεια Αττικής σε ποσοστό 37,5% και ακολούθως το αρμόδιο Υπουργείο Πολιτικής Προστασίας με 19,4%.
Η συνολική διαχείριση της κακοκαιρίας από τον κρατικό μηχανισμό κρίνεται αρνητικά από το 79,1% των πολιτών, οι οποίοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία αποδίδουν ευθύνες σε ποσοστό 87,3% στην Κυβέρνηση για τους χειρισμούς της στην προκειμένη περίπτωση.
Εξίσου αρνητική σε ποσοστό 89,2% είναι και η κριτική που ασκείται στο σύνολο των θεσμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Δήμοι και Περιφέρεια), καθώς η συμβολή τους με ελάχιστες εξαιρέσεις κρίνεται ελλιπέστατη και ανεπαρκής. Η επέλαση του χιονιά αποκάλυψε σε μεγάλο βαθμό τις αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού και την έλλειψη προετοιμασίας για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων.
Θετικά αντιμετωπίζεται από το 56,6% του συνόλου η απόφαση της Κυβέρνησης να ζητήσει από την Αττική Οδό την καταβολή αποζημίωσης ύψους 2.000 ευρώ, έναντι 40,9% που δεν πείστηκε από την συγκεκριμένη πρωτοβουλία.
Οι πολίτες τοποθετήθηκαν και στο άλλο μεγάλο πολιτικό ζήτημα της προηγούμενης εβδομάδας, την πρόταση δυσπιστίας που κατάθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή.
Με βάση λοιπόν αυτά που άκουσαν ή είδαν οι συμμετέχοντες στην έρευνα αξιολόγησαν θετικά σε ποσοστό 43% την τοποθέτηση του Πρωθυπουργού κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, έναντι 46,2% που κρίνουν αρνητικά όσα είπε ο Κ. Μητσοτάκης.
Θετικά αξιολογεί την παρουσία του κ. Τσίπρα το 28,3% έναντι 60,7% που εκφράζει αρνητική άποψη, ενώ όσον αφορά τη στάση του ΚΙΝΑΛ, το οποίο υπερψήφισε την πρόταση δυσπιστίας αλλά τάχθηκε κατά της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, το 27,1% συμφωνεί με την παραπάνω απόφαση, ενώ το 66% διαφωνεί, καθώς τη θεωρεί μάλλον ανακόλουθη.
Συνολικά το 38,5% των πολιτών τάσσεται υπέρ των πρόωρων εκλογών έναντι του 60,1% που δεν επιθυμεί την παραίτηση της Κυβέρνησης και την πρόωρη προσφυγή σε εκλογική αναμέτρηση.
Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης, όπως έχουμε δει και σε παλαιότερες έρευνες δεν επιθυμεί σε γενικές γραμμές τη διατάραξη του εκλογικού κύκλου και τις πρόωρες εκλογές που στις περισσότερες περιπτώσεις εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες.
Η καταγεγραμμένη δημοσκοπική άνοδος του ΚΙΝΑΛ έχει δημιουργήσει ρεύματα μετατοπίσεων μεταξύ των ψηφοφόρων, ανοίγοντας ταυτόχρονα τη συζήτηση στον ευρύτερο πολιτικό χώρο του κέντρου και της κεντροαριστεράς.
Μεταξύ λοιπόν του κ. Μητσοτάκη, Τσίπρα και Ανδρουλάκη το 30,1% του δείγματος θεωρεί ότι εκφραστής του κέντρου είναι ο Πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ με τον Πρωθυπουργό να ακολουθεί με 26,4% και τον κ. Τσίπρα με 19,4%.
Στο χώρο της κεντροαριστεράς ο ανταγωνισμός μεταξύ των ηγετών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ είναι ακόμη πιο έντονος με τον κ. Ανδρουλάκη να καταγράφει βραχεία κεφαλή με 40,4% έναντι 39,6% του κ. Τσίπρα.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΒΑΡΟΜΕΤΡΟ
Στους σταθερούς οικονομικούς δείκτες της έρευνας, η συνεχιζόμενη υγειονομική κρίση συνεχίζει να επηρεάζει σημαντικά το 62,9% των Ελλήνων που σε ποσοστό 46,2% είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών ως απόρροια της πανδημίας.
Οι προβλέψεις για το επόμενο διάστημα παραμένουν δυσοίωνες με το 46,8% του δείγματος να αναμένει επιδείνωση της προσωπικής οικονομικής του κατάστασης έναντι μόλις 13,3% που περιμένει βελτίωση και 37% που θεωρεί ότι τα πράγματα θα παραμείνουν σταθερά.
Αρνητικές παραμένουν οι εκτιμήσεις και για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας με το 51,9% να δηλώνει απαισιόδοξο για την πορεία της έναντι 25,6% που αναμένει βελτίωση. Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι παρά το γενικό αρνητικό κλίμα ο συγκεκριμένος δείκτης εμφανίζεται βελτιωμένος κατά 7,5% ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τη μέτρηση του Δεκεμβρίου που βρισκόταν στο 18,1%.
Το 46,2% πιστεύει ότι η Κυβέρνηση έχει στηρίξει ουσιαστικά όλο αυτό το διάστημα τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους, η μεγάλη πλειοψηφία, ωστόσο, σε ποσοστό 73,8% θεωρεί ότι τα μέτρα που έχει λάβει έως τώρα η Κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της ακρίβειας δεν επαρκούν και δεν μπορούν να την αντιμετωπίσουν.
Ωστόσο, παρόλη τη συνεχιζόμενη οικονομική αβεβαιότητα, τα ζητήματα της οικονομίας αποτελούν προνομιακό πεδίο για τον Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος υπερέχει εμφανώς σε όλους τους επιμέρους δείκτες.
Στον πίνακα της δημοφιλίας των Υπουργών της Κυβέρνησης δεν παρατηρούνται μεγάλες διαφοροποιήσεις με εξαίρεση τον Υπουργό Κλιματικής Αλλαγής κ. Στυλιανίδη, για τον οποίο οι αρνητικές γνώμες αυξάνονται κατά 21,3% και πηγαίνουν από το 42,3% του Δεκεμβρίου στο 63,6% σήμερα.
*Η έρευνα της GPO έγινε με σχεδιασμένο δείγμα 1000 ατόμων, ηλικίας 17 ετών και άνω, από 31 Ιανουαρίου έως 3 Φεβρουαρίου 2023, με τηλεφωνικές συνεντεύξεις. Η μέθοδος είναι στρωματοποιημένη και το δείγμα κατανεμήθηκε με τη μέθοδο των ποσοστώσεων, με αναλογία ως προς τις Περιφέρειες. Το μέγιστο τυπικό στατιστικό σφάλμα σε σχέση με τα αποτελέσματα της μέτρησης είναι 2,9%. Τα αποτελέσματα της έρευνας έχουν σταθμιστεί με τη σύνθετη στάθμιση ως προς το φύλο, την ηλικία και την κομματική προτίμηση. Επισημαίνουμε ότι τα στοιχεία της μέτρησης που παρουσιάζουμε αποτελούν την καταγραφή των τάσεων που επικρατούν τη δεδομένη χρονική περίοδο διεξαγωγής της έρευνας.