Με μία πολιτική παρέμβαση, η οποία θέτει την Ελλάδα στον πυρήνα του πιο προωθημένου προβληματισμού μεταξύ των πολιτών και των πολιτικών ανδρών και γυναικών της Ε.Ε., έκανε αισθητή την παρουσία του ο Έλληνας υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, στη συνεδρίαση του ατύπου συμβουλίου των υπουργών Υγείας της Ε.Ε., το οποίο πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα, στην Γκρενόμπλ της Γαλλίας.

Συγκεκριμένα, ο Θάνος Πλεύρης υποστήριξε με τεκμηριωμένα στοιχεία πολιτικής την κεντρική ανάγκη της Ε.Ε. για την ανάπτυξη μίας ενιαίας στρατηγικής μεταξύ των κρατών- μελών της, σε ζητήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, καθώς και για την ανάδειξη του διεθνούς ηγετικού ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Υγεία, άξονες οι οποίες αποτέλεσαν, άλλωστε, τα κεντρικά θέματα στις συνεδριάσεις του ατύπου συμβουλίου των υπουργών Υγείας της Ε.Ε.

Έτσι, στην ομιλία του, ο Θάνος Πλεύρης έκανε εκτενή αναφορά στην αλληλεγγύη, την οποία επέδειξε η Ε.Ε. στο θέμα της διαπραγμάτευσης με τις παρασκευάστριες εταιρείες για την έγκαιρη και επαρκή προμήθεια των εμβολίων κατά του νέου κοροναϊού, καθώς και των θεραπειών κατά της λοίμωξης Covid-19.

Ο Θάνος Πλεύρης ζήτησε επίσης, ως θέση της Ελλάδας, την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών – μελών της Ε.Ε., τη χάραξη μιάς κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής στην Υγεία, καθώς και την ανάγκη για την ισότιμη πρόσβαση όλων των Ευρωπαίων πολιτών στις νέες θεραπείες.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν και οι συζητήσεις του Έλληνα υπουργού Υγείας, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο περιθώριο των εργασιών του άτυπου συμβουλίου.

Ο Θάνος Πλεύρης είχε, έτσι, εκτενή συζήτηση με την Επίτροπο Υγείας της ΕΕ, Στέλλα Κυριακίδου και με τους Ευρωπαίους ομολόγους του σχετικά με τα ζέοντα θέματα της υποχρεωτικότητας για τους εμβολιασμούς των Ευρωπαίων πολιτών έναντι του νέου κοροναϊού, καθώς και για τα μέτρα προστασίας από τον νέο κοροναϊού και αντιμετώπισης της πανδημίας, που εφαρμόζονται σε κάθε χώρα, μέτρα τα οποία έχουν ήδη αρχίσει να αίρονται σε σειρά χωρών της Ε.Ε., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, η οποία, όμως, θα προχωρήσει με πιο αργά βήματα, καθώς εμφανίζει πιο χαμηλά επίπεδα εμβολιαστικής κάλυψης, επίπεδα τα οποία μόλις έφτασαν στο ύψος των αντιστοίχων ευρωπαϊκών μέσων όρων του εμβολιασμού.