Τίποτα πιο σταθερό στην εξωτερική πολιτική, και ειδικότερα στις σχέσεις Ελλάδος - Τουρκίας, από τις µεταβλητές. Και αυτό, για δύο ολόκληρους αιώνες.

Τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις µας έχουν περάσει διακυµάνσεις, που εναλλάσσουν θετικό και αρνητικό κλίµα µε ταχύτητα και απότοµα.

Από την εποχή του «Βυθίσατε το ΧΟΡΑ», του Casus Belli, της ∆ιπλωµατίας των Σεισµών, της σχετικά ήρεµης πρώτης περιόδου Ερντογάν στην Τουρκία µέχρι την απότοµη αλλαγή κλίµατος το 2019 και παρά τα θετικά µηνύµατα που αρχικά είχαν ανταλλαγεί, νέα δεδοµένα προέκυψαν µε το τουρκολιβυκό σύµφωνο και τα γεγονότα του Έβρου, µέχρι τις µέρες µας, µε την ευθεία αµφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδος.

αβ
Οι αλλαγές αυτές έχουν να κάνουν κυρίως µε τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις και λιγότερο µε το γεωπολιτικό τοπίο, όπου µε κορυφαίο το θέµα των οριοθετήσεων και µε ευαγγέλιο το ∆ιεθνές ∆ίκαιο θα µπορούσε να είχε εγκατασταθεί ένα κλίµα διαλόγου και συνεννόησης, που θα οδηγούσε σε επωφελή, για όλους, θετικά αποτελέσµατα, δηµιουργώντας συνθήκες σταθερότητας και ειρήνης.

Τον τελευταίο καιρό η ενίσχυση των εθνικιστικών κύκλων και η αύξηση της επιρροής τους στην Τουρκία και οι συνακόλουθες παραχωρήσεις της κυβέρνησης Ερντογάν, συνάµα δε και η «αφύπνιση» του βαθέος κράτους, το οποίο πάντα ξεπέρναγε τις ηγεσίες της Τουρκίας, δηµιουργούν νέο σκηνικό, επαναφέροντας τις πάγιες και γνωστές εθνικιστικές στρατηγικές, τόσο στις εσωτερικές πολιτικές δυναµικές της Τουρκίας όσο και στις σχέσεις µε την Ελλάδα.

Μέχρι πρόσφατα η επίσηµη θέση της Τουρκίας δεν αµφισβητούσε την εθνική κυριαρχία της Ελλάδος και αρκείτο σε πίεση για να ανοίξει το κεφάλαιο της συζήτησης για τα κυριαρχικά δικαιώµατα. Και είναι γνωστή η διαφορά ανάµεσα στην εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώµατα. Τα δεύτερα είναι άρρηκτα δεµένα µε την οριοθέτηση των Θαλάσσιων Ζωνών. Και σηµειώνουµε ότι δεν ήταν επίσηµη θέση της Τουρκίας, γιατί σίγουρα το παραλήρηµα εθνικιστών ήταν πρόβληµα εσωτερικό των γειτόνων µας.

Και να µην ξεχνάµε ότι η αντιπολίτευση της Τουρκίας, εδώ και καιρό, κατηγορεί τον κ. Ερντογάν ότι δεν θέτει το θέµα των δεκαοκτώ νησιών, των οποίων την ελληνικότητα αµφισβητούν, και επαναφέρει στο προσκήνιο την αβάσιµη απαίτηση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών.

Αν εξαιρέσει κανείς ανεξέλεγκτο και ατυχές συµβάν, δεν θα οδηγηθούµε σε νέα κρίση. Πολύ ορθά όµως είµαστε προετοιµασµένοι για να αντιµετωπίσουµε τις εσωτερικές, στην Τουρκία, δυναµικές, κατά την προεκλογική περίοδο


Αξίζει να σηµειωθεί ότι στις κατά καιρούς διµερείς µας επαφές, ακόµα και στις συναντήσεις των δύο κυβερνήσεων το 2012-2013, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, δεν είχαν τεθεί τέτοια ζητήµατα.

Προ ολίγων ηµερών και για πρώτη φορά, κατά παράβαση των διεθνών συνθηκών, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας και δύο ηµέρες µετά ο κ. Ερντογάν έθεσαν, επίσηµα πλέον, σε αµφισβήτηση την εθνική κυριαρχία της Ελλάδος στα ∆ωδεκάνησα.

Η Ελλάδα, παρ’ όλα αυτά, και µπροστά στη νέα αυτή διακύµανση, πολύ ορθά, χωρίς να κλείνει την πόρτα του διαλόγου, θωρακίζεται.

Η Ελλάδα δεν απειλείται, όπως συχνά ακούγεται. Η Ελλάδα προκαλείται, αλλά δεν φοβάται. Γιατί, όταν νιώθεις ότι απειλείσαι, φοβάσαι. Και, όταν φοβάσαι, ηττάσαι. Το δε αµυντικό σύστηµα της χώρας, αξιόπιστο και ισχυρό, εγγυάται την αποτροπή κάθε παράλογης κίνησης.

Η συνετή πολιτική του κ. Μητσοτάκη είναι και µήνυµα στους γείτονες, το οποίο µακριά από ρητορικές εντυπωσιασµού για εσωτερική κατανάλωση τους φέρνει και προ των δικών τους ευθυνών για τη δηµιουργία περιβάλλοντος σταθερότητας και, το κυριότερο, αµοιβαία επωφελούς, συνετού και έντιµου διαλόγου.

Στο τόξο αστάθειας, που εκτείνεται από τη Βόρειο Αφρική µέχρι την Ουκρανία, έχουµε κάθε λόγο να δηµιουργήσουµε µια ζώνη σταθερότητας στην ευρύτερη γειτονιά µας, µε δυνατότητες θετικής παρέµβασης στην εκτόνωση των εντάσεων που η σηµερινή συγκυρία προκαλεί. Ειδικότερα, δε, η Ελλάδα µπορεί να λειτουργεί τόσο ως σταθερός όσο και ως σταθεροποιητικός παράγοντας για ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο.

Το τελευταίο έχει ως προϋπόθεση την επίλυση του Κυπριακού, που από µόνο του ως εξέλιξη θα είναι το κλειδί και για τις σχέσεις ανάµεσα στις δύο χώρες, αλλά και συνολικά για όλες τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου.

Εκτιµώ ότι, αν εξαιρέσει κανείς ανεξέλεγκτο και ατυχές συµβάν, δεν θα οδηγηθούµε σε νέα κρίση. Πολύ ορθά όµως είµαστε προετοιµασµένοι για να αντιµετωπίσουµε τις εσωτερικές, στην Τουρκία, δυναµικές που αναπτύσσονται, κατά την προεκλογική περίοδο, που είναι ήδη σε εξέλιξη και που τα απόνερά της επηρεάζουν, έστω και συγκυριακά, τις πάντα ευαίσθητες ελληνοτουρκικές σχέσεις.