Ενα κομμάτι στο παζλ της ισχυρής κοινωνικής πολιτικής που επιχειρεί να δομήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποτελεί η αύξηση του κατώτατου μισθού, ο οποίος από την 1η Μαΐου ανεβαίνει από τα 663 στα 713 ευρώ.

Παράλληλα, από την 1η Ιουνίου υλοποιείται η νέα μείωση στις ασφαλιστικές εισφορές, αυτή τη φορά αθροιστικά κατά μισή μονάδα, στο 3% για τους εργοδότες και 3% για τους εργαζόμενους, από 3,25% που είναι σήμερα αντίστοιχα.

Ηδη από το περασμένο καλοκαίρι, ο πρωθυπουργός εκμυστηρευόταν σε συνομιλητές του ότι μία από τις βασικές του έγνοιες για τη μετα-COVID εποχή είναι η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και το μοίρασμα του μερίσματος της ανάπτυξης, που ξεπέρασε τελικά το 8% το 2021.

Εξάλλου τη διετία που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2020, με τα πρώτα κρούσματα κορονοϊού στη χώρα μας, το σύνολο σχεδόν των επιδοτήσεων και των ενισχύσεων κατευθύνθηκε στην αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας σε πολίτες και επιχειρήσεις.

Η κρίση με τις τιμές της ενέργειας, που ακολούθησε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τον πόλεμο που μαίνεται επί δύο μήνες πλέον, άλλαξε τα δεδομένα, όχι όμως και τον πυρήνα της κοινωνικής πολιτικής που σχεδιάζει η κυβέρνηση, με έμφαση στην έμμεση και άμεση αύξηση των εισοδημάτων.

Με τον πληθωρισμό τον Μάρτιο να τρέχει με 8,9%, ήταν ειλημμένη η απόφαση του κ. Μητσοτάκη να αυξηθεί συνολικά ο κατώτατος μισθός φέτος σε τέτοιο βαθμό ώστε να υπερκεράσει το ποσοστό αυτό. Η αύξηση από τα 650 στα 663 ευρώ την 1η Ιανουαρίου σε συνδυασμό με τη νέα αύξηση οδηγεί σε συνολική άνοδο κατά 9,7%, βοηθώντας στην αντιμετώπιση εν μέρει του κύματος της ακρίβειας.

Οπως τονίζουν από το υπουργείο Εργασίας, οι σχεδόν 650.000 εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα κερδίσουν από έναν επιπλέον μισθό ετησίως.



Οπως επίσης σημειώνουν, η αύξηση του κατώτατου μισθού συμπαρασύρει προς τα πάνω το επίδομα ανεργίας, που ανεβαίνει από τα 407,25 ευρώ στα 438. Επίσης αναπροσαρμόζεται σειρά βοηθημάτων και επιδομάτων που έχουν ως βάση υπολογισμού τον κατώτατο μισθό ή ημερομίσθιο.

Ο πρωθυπουργός μελετά πλέον προσεκτικά όλες τις εισηγήσεις που έχει δεχθεί για τη διαχείριση του ζητήματος των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος και θα τοποθετηθεί ξανά πάνω στο θέμα αυτό στο Υπουργικό Συμβούλιο, χωρίς ωστόσο να έχει λάβει ακόμα τις τελικές του αποφάσεις. Παράλληλα, συνεχίζει να είναι σε επαφή με ομολόγους του στην Ε.Ε. και με τις Βρυξέλλες, πιέζοντας για μια πανευρωπαϊκή απάντηση στο πρόβλημα, με αιχμή του δόρατος την επιβολή πλαφόν στη χονδρική τιμή του φυσικού αερίου (το οποίο συμβάλλει κατά 40% περίπου στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος στη χώρα μας), καθώς και την κεντρική προμήθεια φυσικού αερίου από την Κομισιόν.

Πάνω από ένα δισ. ευρώ

Το τελευταίο εξάμηνο, η κυβέρνηση διέθεσε περισσότερα από 4 δισ. ευρώ για τη στήριξη απέναντι στις ενεργειακές ανατιμήσεις, ενώ τον Απρίλιο συνολικά θα διατεθούν πάνω από 1 δισ. ευρώ για αυξημένη επιδότηση ρεύματος και φυσικού αερίου, έκτακτη συνδρομή 200 ευρώ στους πιο ευάλωτους, επιδότηση του πετρελαίου κίνησης και της βενζίνης, έκτακτη ενίσχυση 200 ευρώ στα ταξί και θα ληφθεί μια σειρά μέτρων ενίσχυσης των αγροτών.

Οι νέες αποφάσεις αναμένεται να έχουν οριστικοποιηθεί μέχρι τα μέσα Μαΐου, ώστε να τεθούν σε εφαρμογή από τον Ιούνιο. Μέχρι τα μέσα του μήνα, εξάλλου, θα είναι σαφές αν η Σύνοδος Κορυφής της 30ής Μαΐου μπορεί να καταλήξει σε συγκεκριμένες αποφάσεις και μέτρα ή δεν υπάρχει η απαιτούμενη ομοφωνία για κάτι τέτοιο.

Δεδομένη πρέπει να θεωρείται η επιδότηση στους λογαριασμούς για όσο διάστημα διαρκεί η διεθνής κρίση, αρχής γενομένης από τον Μάιο, και υπό σοβαρή συζήτηση είναι πλέον η επιβολή εθνικού πλαφόν -με μεγάλο δημοσιονομικό κόστος- στα έσοδα των εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, είτε είναι από λιγνίτη ή φυσικό αέριο είτε είναι από φωτοβολταϊκά ή αιολικά.

Η βάση του σχεδιασμού αυτού βρίσκεται στην πρόταση που είχε καταθέσει ο αρμόδιος υπουργός, Κώστας Σκρέκας, προ διμήνου στην Κομισιόν: Τα κράτη-μέλη θα καθορίζουν ανώτατα όρια για την αποζημίωση της κάθε τεχνολογίας παραγωγής ενέργειας και θα υπολογίζουν, επίσης, το κόστος καυσίμου για κάθε τεχνολογία.

Σε περίπτωση που το κόστος καυσίμου είναι ακριβότερο από την ανώτατη αποζημίωση, ο παραγωγός θα λαμβάνει τη διαφορά. Στο τραπέζι είναι επίσης η μείωση του ΦΠΑ για συγκεκριμένα τρόφιμα και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, χωρίς επίσης να έχει ωριμάσει ακόμα ο σχεδιασμός αυτός.


Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικα στις 26 Απριλίου 2022