Οι δηµοσκοπήσεις αποτελούν εργαλεία. Όπως όλα τα εργαλεία, έχουν νόηµα όταν αξιοποιούνται σωστά και µε βάση τα ουσιαστικά δεδοµένα που παρέχουν. ∆υστυχώς, στην Ελλάδα το δηµόσιο ενδιαφέρον εστιάζεται στη λεγόµενη «ψαλίδα», δηλαδή τη διαφορά µεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κόµµατος, εν προκειµένω µεταξύ της Νέας ∆ηµοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ. Όµως, έτσι όπως είναι δοµηµένος ο εκλογικός νόµος, είτε στην περίπτωση της απλής αναλογικής είτε της ενισχυµένης αναλογικής που θα εφαρµοστεί στις µεθεπόµενες εκλογές, καµιά απολύτως σηµασία δεν έχει η διαφορά µεταξύ πρώτου και δεύτερου κόµµατος. Εχει αναντίρρητα µεγάλο ενδιαφέρον, ιδίως για τη διαµόρφωση του πολιτικού σκηνικού µετά τις εκλογές, πλην όµως το πρώτο κόµµα (εφόσον δεν µεταβληθεί το άθροισµα των κοµµάτων που δεν εκπροσωπούνται στη Βουλή) θα λάβει τον ίδιο αριθµό των εδρών είτε κερδίσει µε µία µονάδα είτε µε είκοσι µονάδες διαφορά.

livanos

Άλλωστε, η περιβόητη ερώτηση για την πρόθεση ψήφου στις δηµοσκοπήσεις διατυπώνεται ως εξής: «Αν την προσεχή Κυριακή είχαµε βουλευτικές εκλογές…». Όµως, την προσεχή Κυριακή δεν έχουµε βουλευτικές εκλογές. Οι δηµοσκοπήσεις είναι, λοιπόν, µια φωτογραφία της στιγµής και βεβαίως αδυνατούν να προβλέψουν, να εκτιµήσουν ή να περιγράψουν το αποτέλεσµα που θα βγάλει η επόµενη κάλπη. Αντιθέτως, στις έως σήµερα δηµοσιευµένες δηµοσκοπήσεις υπάρχουν αρκετά πιο ουσιαστικά στοιχεία που προσφέρονται για πολιτική επεξεργασία και η σωστή ανάγνωση των δεδοµένων αυτών µπορεί να αποτελέσει πολιτικό πλεονέκτηµα.

Κατ’ αρχήν, έχει πολύ µεγάλο ενδιαφέρον αν σε µετρήσεις οι οποίες διεξάγονται σε τοπικό επίπεδο διαπιστώνεται ότι οι τάσεις δεν βρίσκονται σε ευθυγράµµιση µε τις αντίστοιχες δηµοσκοπικές επιδόσεις των κοµµάτων στο εθνικό επίπεδο. Με τον τρόπο αυτόν µπορεί να εντοπιστεί -και πιθανόν να διορθωθεί- κάποιο πρόβληµα µικρής έντασης σε πανελλαδική κλίµακα, πλην όµως πολύ σηµαντικό για την τοπική κοινωνία.

∆εύτερος σηµαντικός άξονας είναι η δηµοσκοπική συµπεριφορά ορισµένων κοινωνικών, επαγγελµατικών ή ηλικιακών οµάδων. Hδη από το 2012 παρατηρείται µια διαφορετική εκλογική συµπεριφορά µεταξύ των ψηφοφόρων έως 45 ετών σε σχέση µε τους µεγαλύτερους σε ηλικία. Ειδικά η ψήφος των πολιτών µεταξύ 17 και 34 ετών πρέπει να µελετάται συνεχώς, καθώς οι τάσεις τους µεταβάλλονται πιο εύκολα και πιο γρήγορα σε σχέση µε τους µεγαλύτερους σε ηλικία. Η συγκεκριµένη ηλικιακή κατηγορία ενηµερώνεται σχεδόν αποκλειστικά από το ∆ιαδίκτυο, περνά περισσότερη ώρα σε νέα µέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε σχέση µε το αγαπηµένο Facebook των µεσηλίκων, αποστρέφονται τα παραδοσιακά µέσα µαζικής ενηµέρωσης και γενικά έχουν µια έντονη αµφισβήτηση των παραδοσιακών καναλιών ενηµέρωσης.

Παράλληλα, οι νέοι ψηφοφόροι είναι πιο δραστήριοι σε θέµατα δικαιωµάτων και ισότητας και έχουν µεγαλύτερη ευαισθησία σε ζητήµατα αλληλεγγύης. Αυτό οφείλεται, έως ένα σηµείο, και στα ίδια τους τα βιώµατα.

Όπως αποδείχθηκε στην πρώτη θητεία, αν δεν υπήρχε στιβαρό σχέδιο για τη χώρα, δύσκολα θα µπορούσαν να αντιµετωπιστούν τα πρωτόγνωρα δύσκολα και απρόβλεπτα που έχει η ζωή

Στις εκλογές του 2023 µπορούν να ψηφίσουν για πρώτη φορά όσοι και όσες έχουν γεννηθεί µεταξύ 2003 και 2006. Αυτοί οι νέοι ψηφοφόροι έζησαν την παιδική τους ηλικία µέσα στην οικονοµική κρίση και τη χρεοκοπία, είδαν τους γονείς τους να αντιµετωπίζουν οικονοµικά προβλήµατα και ενδεχοµένως στερήθηκαν περισσότερα πράγµατα από όσα περίµεναν. Οι νέοι ψηφοφόροι είναι διατεθειµένοι να ακούσουν προτάσεις που δίνουν λύσεις στα προβλήµατά τους. Από τη στέγασή τους και τη δηµιουργία καλύτερων πανεπιστηµίων ή τεχνικών σχολών, µε πτυχία που θα έχουν ουσιαστικό αντίκρισµα, µέχρι τη στήριξη στα πρώτα επαγγελµατικά τους βήµατα.

Αντίστοιχες οριζόντιες πολιτικές εµφανίζονται να «αιτούνται» και άλλες µεγάλες κατηγορίες πολιτών: Οι γυναίκες, που δηλώνουν σχεδόν σε όλες τις µετρήσεις ότι θέλουν καλύτερα σχολεία, µε διευρυµένο ωράριο και δυνατότητα ίσων ευκαιριών στην εργασία σε σχέση µε τους άνδρες. Οι άνεργοι, που θέλουν να βρουν εργασία µε αξιοπρεπή µισθό, δίχως να ζουν αιωνίως µε επιδόµατα, αλλά και οι µισθωτοί ιδιωτικού τοµέα, που θέλουν να πληρώνουν λιγότερους φόρους και να πληρώνονται για τις υπερωρίες που προσφέρουν στην εργασία. 

Ουδείς, λοιπόν, αµφιβάλλει ότι είναι σηµαντικές οι πολιτικές εντυπώσεις που απορρέουν από τις δηµοσκοπήσεις και η Νέα ∆ηµοκρατία θα ήταν η τελευταία που θα µπορούσε να τις αγνοήσει, καθώς εµφανίζει, µεταπολιτευτικά, µια πρωτόγνωρη υπεροχή στο τέλος της πρώτης κυβερνητικής θητείας. Ωστόσο, τα ποιοτικά στοιχεία των µετρήσεων της κοινής γνώµης -για όποιον έχει τη διάθεση να τα διαβάσει- παρέχουν πολύ πιο σηµαντικά στοιχεία για τον σχεδιασµό και την υλοποίηση αντίστοιχων πολιτικών. Να ακούσεις, δηλαδή, αυτό που ζητά ο πολίτης. Αυτό έκανε η Ν.∆. και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, για να σχεδιάσει την πρώτη θητεία, που ολοκληρώνεται, αυτό θα κάνει και τώρα, για το χτίσιµο της δεύτερης. ∆ιότι, αν δεν σχεδιάσεις το µέλλον, εκείνο που σου αποµένει είναι απλώς να το υποστείς. Και όπως αποδείχθηκε στην πρώτη θητεία, αν δεν υπήρχε στιβαρό σχέδιο για τη χώρα, δύσκολα θα µπορούσαν να αντιµετωπιστούν και τα πρωτόγνωρα δύσκολα και απρόβλεπτα που έχει η ζωή, όπως η πανδηµία ή η διατάραξη της ειρήνης στη γειτονιά µας.