Στην οξεία κριτική που άσκησε ο Ευάγγελος Βενιζέλος στην κυβέρνηση για την παρακολούθηση του κινητού του Νίκου Ανδρουλάκη απάντησε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, με άρθρο του στο Protagon.

Ο κ. Γεραπετρίτης επιστρέφει τα βέλη στον κ. Βενιζέλο, ο οποίος δήλωσε ότι βουλευτές και ευρωβουλευτές πρέπει να απαγορεύεται εκ του Συντάγματος γενικά και καθ'ολοκληρίαν να παρακολουθούνται.

Ωστόσο, ο κ. Γεραπετρίτης απάντησε ότι «ο εκτελεστικός νόμος 2225/1994 προβλέπει ειδικά στο άρθρο 3 τις εγγυήσεις για την άρση του απόρρητου των επικοινωνιών χωρίς να διαλαμβάνει καμία απολύτως εξαίρεση για οποιαδήποτε κατηγορία πολιτών.

Ο νόμος αυτός, τον οποίο υπέγραψε ως συναρμόδιος υπουργός ο κ. Βενιζέλος, ισχύει περίπου με το ίδιο περιεχόμενο έως σήμερα. Ούτε, βεβαίως, στο σύγγραμμά του αναφέρει οτιδήποτε σχετικά με την επέκταση της προστασίας των βουλευτών πέρα από την μη υποχρεωτική μαρτυρία. Εάν, όπως διατείνεται ο κ. Βενιζέλος, δεν υπάρχει καν νομιμοφάνεια στην άρση απορρήτου ενός βουλευτή, επειδή αυτός αυτονοήτως προστατεύεται συνολικά, είναι απορίας άξιο πως δεν είχε μνημονευθεί η εξαίρεση αυτή στον νόμο και στο σύγγραμμα του».


Το άρθρο του Γιώργου Γεραπετρίτη αναλυτικά

Σε κείμενο που ανήρτησε ο καθηγητής Ευάγγελος Βενιζέλος χαρακτήρισε αντισυνταγματική την άρση απορρήτου του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη, η οποία έγινε από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Για την πλήρη κατανόηση, επισημαίνω ότι ο κ. Βενιζέλος δεν χαρακτήρισε παράνομη την επισύνδεση επειδή δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία ή επειδή δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι ουσιαστικές προϋποθέσεις εθνικής ασφάλειας.

Επικαλέστηκε ότι βουλευτές και ευρωβουλευτές απαγορεύεται εκ του Συντάγματος γενικά και καθ’ ολοκληρίαν να παρακολουθούνται για οποιονδήποτε λόγο. Με τον τρόπο αυτό αποκλείεται η συζήτηση για τις (αναγκαίες) πρόσθετες ασφαλιστικές δικλείδες, πέρα από την εισαγγελική έγκριση και τον έλεγχο της αρμόδιας συνταγματικής αρχής. Αν κάτι δεν επιτρέπεται γενικά, καμία ασφαλιστική δικλείδα δεν μπορεί να νομιμοποιήσει μια αντισυνταγματική ενέργεια. Ας απομονώσουμε, όμως, τη συζήτηση από τα πολιτικά της χαρακτηριστικά και ας δούμε μόνο τα τεχνικά νομικά.

Ο κ. Βενιζέλος στηρίζει το επιχείρημα του περί καθολικής εξαίρεσης βουλευτών (και κατ’ επέκταση ευρωβουλευτών λόγω της ενωσιακής διάταξης του άρθρου 343 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε συνδυασμό με το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου 7) στον συνδυασμό δύο συνταγματικών διατάξεων.

Διάταξη πρώτη: Ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που έλαβε κατά την άσκηση των καθηκόντων του (άρθρο 61 παρ. 3).

Διάταξη δεύτερη: Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας (άρθρο 19 παρ. 1).

Στον συλλογισμό ελλοχεύουν, κατά την άποψη μου, λογικά και ερμηνευτικά σφάλματα που καθιστούν το συμπέρασμα μη υποστηρίξιμο.

Πρώτον, υφίσταται ερμηνευτικό άλμα από την εξαίρεση βουλευτών από την υποχρέωση μαρτυρίας στην καθ’ ολοκληρίαν εξαίρεση από τη νόμιμη άρση απορρήτου. Η σύνδεση των δύο είναι εντελώς αυθαίρετη: η εξαίρεση από την υποχρέωση μαρτυρίας είναι ένα υποκειμενικό/προσωπικό δικαίωμα περιορισμένης έκτασης και αφορά, κατά τη γραμματική της διατύπωση, αποκλειστικά και μόνο τη μαρτυρία. Η επέκταση ώστε να καταλάβει οποιαδήποτε άρση απορρήτου είναι πέρα από κάθε έννοια αιτιώδους συνάφειας. Και, επιπλέον, ενόσω το Σύνταγμα θέλει η προστασία από τη μαρτυρία να αφορά μόνο πληροφορίες που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, δηλαδή στο πλαίσιο της πολιτικής και δημόσιας δραστηριότητάς του σύμφωνα με τον ίδιο τον κ. Βενιζέλο, με την αναιτιώδη επέκταση θα φτάναμε στην απόλυτη στεγανοποίηση για οποιαδήποτε πληροφορία, την οποία όμως το Σύνταγμα δεν ήθελε να προστατεύσει.

Δεύτερον, υφίσταται ερμηνευτικό άλμα στην καθολική απαγόρευση μιας ολόκληρης κατηγορίας πολιτών από την άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Το άρθρο 19 παρ. 1, το οποίο είναι αυτονοήτως ειδικό ως προς την άρση απορρήτου έναντι οποιασδήποτε άλλης διάταξης, δεν εξουσιοδοτεί τον νόμο να εξαιρέσει υποκείμενα αλλά μόνο να θέσει τις «εγγυήσεις» υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο. Οι εγγυήσεις αυτές μπορεί να είναι διαβαθμισμένες ανά κατηγορία (για παράδειγμα να προβλέπονται πρόσθετες εγγυήσεις για κρατικούς λειτουργούς), αλλά δεν μπορεί να συνεπάγονται την παροχή καθολικής εξαίρεσης. Αυτό θα ήταν εκτός του γράμματος του Συντάγματος και θα συνιστούσε παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης χωρίς συνταγματικό έρεισμα, παρέχοντας μια αδικαιολόγητη προνομία έναντι των υπολοίπων πολιτών.

Τρίτον, καταγράφεται η λανθάνουσα παραδοχή ότι εξ ορισμού ένας βουλευτής ή ευρωβουλευτής δεν μπορεί να λειτουργεί επί ζημία της εθνικής ασφάλειας και άρα δεν πληρούται η τελολογία της συνταγματικής πρόβλεψης για την άρση του απορρήτου. Πιστεύω ότι αυτή η σκέψη δεν μπορεί με κανένα τρόπο να περάσει τη συνταγματική δοκιμασία. Οχι μόνο διότι θα έπληττε ουσιωδώς το ωφέλιμο αποτέλεσμα της άρσης του απορρήτου αλλά κυρίως διότι οι προνομίες που χορηγεί το Σύνταγμα στο πολιτικό προσωπικό δεν διευρύνονται κατά βούληση για να επιφέρουν μια αενάως ανοιχτή προστασία. Ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Εξαιρέσεις από γενικώς ισχύοντες συνταγματικούς κανόνες, κατεξοχήν υπέρ μελών της εκτελεστικής και της νομοθετικής λειτουργίας, θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Αυτό δεν συνιστά μόνο ερμηνευτική αρχή του Συντάγματος αλλά και δικαιοπολιτική ανάγκη. Διαφορετικά δημιουργείται ένας χώρος απόλυτης έλλειψης λογοδοσίας και ευθύνης. Και, όπως δυστυχώς απέδειξε η πράξη στο πρόσφατο παρελθόν, η ιδιότητα του βουλευτή δεν σημαίνει άνευ ετέρου και πίστη στη δημοκρατία και τους θεσμούς.

Τέταρτον, λανθάνει επίσης η παραδοχή ότι το νομικό ερώτημα εάν βουλευτές και ευρωβουλευτές απολαύουν απόλυτης προστασίας απορρήτου υπό οποιανδήποτε συνθήκη προέκυψε το πρώτον σήμερα. Οι δύο συνταγματικές διατάξεις περί άρσης απορρήτου και προστασίας βουλευτών από μαρτυρία ισχύουν αυτούσιες από το 1975. Εάν πράγματι υπήρχε η αντίληψη ότι υφίσταται ασάφεια ως προς το εύρος της προστασίας του πολιτικού προσωπικού, ο νομοθέτης θα το είχε επιλύσει, όπως πάντοτε συμβαίνει σε κάθε συνταγματική αμφισημία. Εντούτοις, ο εκτελεστικός νόμος 2225/1994 προβλέπει ειδικά στο άρθρο 3 τις εγγυήσεις για την άρση του απόρρητου των επικοινωνιών χωρίς να διαλαμβάνει καμία απολύτως εξαίρεση για οποιαδήποτε κατηγορία πολιτών. Ο νόμος αυτός, τον οποίο υπέγραψε ως συναρμόδιος υπουργός ο κ. Βενιζέλος, ισχύει περίπου με το ίδιο περιεχόμενο έως σήμερα. Ούτε, βεβαίως, στο σύγγραμμά του αναφέρει οτιδήποτε σχετικά με την επέκταση της προστασίας των βουλευτών πέρα από την μη υποχρεωτική μαρτυρία. Εάν, όπως διατείνεται ο κ. Βενιζέλος, δεν υπάρχει καν νομιμοφάνεια στην άρση απορρήτου ενός βουλευτή επειδή αυτός αυτονοήτως προστατεύεται συνολικά, είναι απορίας άξιο πως δεν είχε μνημονευθεί η εξαίρεση αυτή στον νόμο και στο σύγγραμμα του.

Το θεσμικό πλαίσιο της νόμιμης άρσης απορρήτου θα πρέπει να βελτιωθεί ακολουθώντας τις βέλτιστες πρακτικές αλλοδαπών εννόμων τάξεων. Σε μια εύλογη ισορροπία μεταξύ της διασφάλισης των δικαιωμάτων των πολιτών και της αποτελεσματικής υποστήριξης της εθνικής ασφάλειας. Στη δύσκολη αυτή εξίσωση απαιτείται δημιουργικό και καθαρό πνεύμα. Και σε καμία περίπτωση πολιτικοί συμψηφισμοί και προκρούστεια θεώρηση του Συντάγματος.