Τη φυσιογνωμία και τις κεντρικές παραμέτρους της διαρκούς αντεπίθεσης που σχεδιάζει το Μέγαρο Μαξίμου σε όλα τα μέτωπα, αρχής γενομένης από την παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ το επόμενο Σαββατοκύριακο, συγκροτούν αυτό το διάστημα ο πρωθυπουργός και οι επιτελείς του. Κεντρικός στόχος βεβαίως δεν είναι άλλος από την ανάκτηση της πρωτοβουλίας στην πολιτική σκακιέρα, καθώς, παρά την ξεκάθαρη κυριαρχία της κυβέρνησης και προσωπικά του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως αποτυπώνεται εκ νέου στο σύνολο των τελευταίων δημοσκοπήσεων, είναι σαφές πως η «γαλάζια» διακυβέρνηση έχει ανάγκη από ένα «restart» με φόντο τις ραγδαίες εξελίξεις γύρω από την υπόθεση Ανδρουλάκη.

maskimou
«Είναι ανάγκη να δρομολογηθούν οι κινήσεις εκείνες που θα δώσουν διαφορετικό προσανατολισμό στην επικαιρότητα και θα επιτρέψουν στην κυβέρνηση να καταρτίσει και να υλοποιήσει τον σχεδιασμό της για τους μήνες που έρχονται με μεγαλύτερη άνεση και αποτελεσματικότητα», διαμηνύουν συνομιλητές του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος. Εξάλλου, τα στοιχεία των μετρήσεων, που δείχνουν πως η κυβέρνηση δεν έχει πληγεί από το θέμα των παρακολουθήσεων στον βαθμό που πιθανώς να ανέμενε η αντιπολίτευση, ενώ ταυτόχρονα ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝ. ΑΛ. φαίνεται να αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία δημοσκοπικά, δίνουν στον πρωθυπουργό τη δυνατότητα να διαμορφώσει με μεγαλύτερη πολιτική ψυχραιμία το πακέτο των εξαγγελιών της Θεσσαλονίκης. Με δεδομένο, πάντως, ότι με την ευκαιρία των εγκαινίων της ΔΕΘ θα πρόκειται για το τελευταίο οικονομικό πλάνο που θα παρουσιάσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη διάρκεια της πρώτης θητείας της πρωθυπουργίας του, όπως έχουν γράψει επανειλημμένως τα «Π», αυτό θα περιλαμβάνει συγκεκριμένες παρεμβάσεις με απολύτως σαφή κοινωνική, πολιτική και δημοσιονομική στόχευση. Στο επίκεντρο θα βρεθούν κοινωνικές ομάδες, όπως οι συνταξιούχοι και οι νέοι, ενώ το μεγάλο στοίχημα δεν είναι άλλο από τη διατήρηση της επαφής με τη μεσαία τάξη.

Στο πλαίσιο αυτό και προκειμένου να σταλεί ακόμα πιο ηχηρό μήνυμα κυβερνητικής επανεκκίνησης και ισχυρής δυναμικής ενόψει των εθνικών εκλογών, ο πρωθυπουργός δέχεται εκ νέου σειρά εισηγήσεων από τους συνεργάτες του, προκειμένου να προβεί σε δύο συγκεκριμένες ενέργειες. Αφενός να προχωρήσει σε μια «ελεγχόμενη» ανασύνθεση του κυβερνητικού σχήματος και αφετέρου να υποχωρήσει από την πάγια θέση του να διενεργηθεί η δεύτερη διαδοχική εκλογική αναμέτρηση που έχει προαναγγείλει (μετά την υπέρβαση της απλής αναλογικής) με τον ισχύοντα νόμο που ψήφισε η κυβέρνησή του. Σε ό,τι αφορά τον ανασχηματισμό, η λογική -με βάση και την εμπειρία των αντίστοιχων περιστάσεων στην κυβέρνηση Μητσοτάκη λέει πως, αν τελικώς δρομολογηθεί από τον πρωθυπουργό, θα πρόκειται για απολύτως χειρουργικές και μελετημένες παρεμβάσεις, οι οποίες θα κινούνται στην κατεύθυνση της αποφυγής δυσλειτουργιών που έχουν παρατηρηθεί και της διευκόλυνσης της προεκλογικής στρατηγικής του κυβερνώντος κόμματος.

Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να προωθηθούν σε θέσεις υφυπουργών βουλευτές από νομούς-κλειδιά, όπως η Λάρισα ή ο Εβρος, που μέχρι σήμερα δεν είχαν εκπροσώπηση στο Υπουργικό Συμβούλιο, ή να ενισχυθεί η παρουσία εκπροσώπων από εκλογικές περιφέρειες στις οποίες η Ν.Δ. δείχνει να «χωλαίνει», όπως η Α’ Θεσσαλονίκης ή συνολικά η Δυτική Μακεδονία.

Παράλληλα, δεν αποκλείεται να αναζητηθούν περιπτώσεις που θα υπενθυμίζουν την πάγια επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να απευθύνεται στον χώρο του Κέντρου (ακούγεται εσχάτως ο Γιώργος Φλωρίδης ή ακόμα και η επιστροφή του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη), πολλώ δε μάλλον από την ώρα που πλέον είναι πανθομολογούμενο ότι η συγκεκριμένη δεξαμενή είναι καθοριστική για την έκβαση της εκλογικής μάχης.

Σε ό,τι αφορά τις αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα, αν γίνουν, θα πρόκειται για απολύτως χειρουργικές παρεμβάσεις και με στρατηγική σημασία


Όσο για την αλλαγή του εκλογικού νόμου, οι φωνές πέριξ του πρωθυπουργικού στρατηγείου που τάσσονται αναφανδόν υπέρ της συγκεκριμένης προοπτικής γίνονται ακόμα περισσότερες και πιο δυνατές μετά τη στάση που κρατά ο Νίκος Ανδρουλάκης στο μέτωπο των παρακολουθήσεων. Εξάλλου, η εναλλακτική του... φιλορωσικών τάσεων Βελόπουλου, η οποία ούτως ή άλλως δεν υπήρχε καν στο μυαλό του Κυριάκου Μητσοτάκη, πλέον μετά την επιλογή της αμέριστης στήριξης στην Ουκρανία και της δημόσιας αντιπαράθεσης με τη Μόσχα φαντάζει, αν μη τι άλλο, αδιανόητη.

«Εδώ έλεγε πριν από τα γεγονότα του Αυγούστου ότι δεν πρόκειται να συμφωνήσει ποτέ να συμπορευθεί κυβερνητικά με τη Ν.Δ. ή ακόμα και με τον ΣΥΡΙΖΑ, αν ήταν πρώτο κόμμα, με πρωθυπουργό Μητσοτάκη ή Τσίπρα, σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας. Μάλιστα, έλεγε σχεδόν εκβιαστικά ότι θα δεχόταν να μπει σε οποιαδήποτε συζήτηση μόνο μετά την κάλπη της απλής αναλογικής. Πλέον με τη στάση του έχει τινάξει στον αέρα οποιοδήποτε ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, αν η Ν.Δ. δεν πάρει την αυτοδυναμία, εγκλωβίζοντας και το πολιτικό σύστημα και τη χώρα, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό σε μια απροσδιόριστων επιπτώσεων περιπέτεια», λένε χαρακτηριστικά οι υπέρμαχοι της υιοθέτησης διαφορετικού εκλογικού συστήματος.

Με το επιχείρημα λοιπόν ότι είναι ορατό το ενδεχόμενο μακράς πολιτικής αστάθειας σε μια τόσο κρίσιμη διεθνώς συγκυρία και εν μέσω εθνικής απειλής, οι εν λόγω κύκλοι υποστηρίζουν την προώθηση ενός νόμου που θα χαμηλώνει τον πήχη της αυτοδυναμίας, φέρνοντας στο προσκήνιο το πρότυπο του αντίστοιχου του Προκόπη Παυλόπουλου. Τονίζουν, δε, πως θα ακυρωθεί εξαρχής η όποια επιχειρηματολογία περί θεσμικής εκτροπής ή υπαναχώρησης αναπτύξει η αντιπολίτευση, και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού αφενός ο Αλέξης Τσίπρας έχει κυβερνήσει δύο φορές με το διευρυμένο μπόνους που προέβλεπε το σύστημα του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας και αφετέρου ο μεγαλύτερος θεσμικός κίνδυνος δεν είναι άλλος από το δραματικό σενάριο της ακυβερνησίας.