Με μια προκλητική επιστολή της στον ΟΗΕ η Άγκυρα προέβη για ακόμη μια φορά σε ανυπόστατους χαρακτηρισμούς για τα νησιά του Αιγαίου.

Συγκεκριμένα, στην πεντασέλιδη επιστολή της από τις 17 Σεπτεμβρίου, την οποία έφερε στη δημοσιότητα η ΕΡΤ, η Τουρκία ισχυρίζεται λίγο ως πολύ ότι τα νησιά του Αιγαίου παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα με μειωμένη κυριαρχία.

Εν ολίγοις η Τουρκία, επιμένει στη σύνδεση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά με την υποχρέωση της αποστρατιωτικοποίησης, ενώ σημειώνεται ότι είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία ισχυρίζεται ότι οι συνθήκες δίνουν το δικαίωμα στην ίδια να αμφισβητήσει τους τίτλους της Ελλάδος επί των θαλασσίων ζωνών.

Την απορρίπτει στο σύνολό της η ελληνική πλευρά 

Άμεση ήταν η αντίδραση της Αθήνας, που μέσω διπλωματικών πηγών σχολιάζει ότι η Τουρκία με τη νέα επιστολή που απέστειλε στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, για πολλοστή φορά, επιχειρεί να διαστρεβλώσει πλήρως την πραγματικότητα. 

Ειδικότερα διπλωματικές πηγές αναφέρουν: “Η Τουρκία με τη νέα επιστολή που απέστειλε στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, για πολλοστή φορά, επιχειρεί να διαστρεβλώσει πλήρως την πραγματικότητα, καθώς και κάθε έννοια του Διεθνούς Δικαίου, προκειμένου να προβάλει τις ανυπόστατες θέσεις της. Η ελληνική πλευρά, την απορρίπτει στο σύνολό της. Διατηρεί το δικαίωμα να απαντήσει στα απαράδεκτα, τελείως ανυπόστατα και έωλα επιχειρήματα της τουρκικής πλευράς, όπως και όταν το κρίνει σκόπιμο”.
epistoli

Αναλυτικά η επιστολή της Τουρκίας στον ΟΗΕ

Η Türkiye μελέτησε προσεκτικά την τελευταία επιστολή, που αναφέρεται παραπάνω, του Μόνιμου Αντιπροσώπου της Ελλάδας. Στην επιστολή, η Ελλάδα εμμένει στη θέση της να υπερασπίζεται την παραβίαση των διατάξεων αποστρατικοποίησης της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης του 1923 (η οποία περιλαμβάνει τη Σύμβαση της Λωζάνης του 1923 σχετικά με το Καθεστώς των Στενών) και τη Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού του 1947 και να επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει τη σημασία αυτών των υποχρεώσεων. Η προσπάθεια της Ελλάδας να υποβαθμίσει τις νομικές της υποχρεώσεις και να ευτελίσει το αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου είναι, τουλάχιστον, απογοητευτική. Περισσότερο από αυτό, ωστόσο, οι πράξεις της Ελλάδας απειλούν τη σταθερότητα των ζωτικής σημασίας εδαφικών καθεστώτων που συμφωνήθηκαν με τις Συνθήκες Ειρήνης της Λωζάνης και των Παρισίων. Οι παραβιάσεις των ρητρών αποστρατιωτικοποίησης αυτών των καθεστώτων θα μπορούσαν πράγματι να «αποτελούν απειλή για τη διεθνή ειρήνη και όλες οι χώρες έχουν συμφέρον να το αποφύγουν».

Η Türkiye απορρίπτει όλους τους ισχυρισμούς της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων αυτών στην πιο πρόσφατη επιστολή της 25ης Μαΐου 2022. Ωστόσο, πέντε από αυτούς τους ισχυρισμούς αξίζουν συγκεκριμένη διάψευση από νομική άποψη, στο παρόν στάδιο:

Πρώτον, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι ο «κύριος στόχος» της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης και της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων ήταν «να καθιερωθούν μόνιμα σύνορα και εδαφικοί νομικοί τίτλοι για τα ενδιαφερόμενα κράτη». Αυτός ο ισχυρισμός που βασίζεται σε μια υπεραπλούστευση μπορεί εύκολα να διαψευσθεί. Είναι προφανές από τους τίτλους των ίδιων των Συνθηκών ότι ο πρωταρχικός τους στόχος ήταν πολύ ευρύτερος από τον καθορισμό μόνιμων ορίων και εδαφικών νομικών τίτλων. Ομοίως, τα προοίμια και των δύο πράξεων καταδεικνύουν αδιαμφισβήτητα ότι ο γενικός στόχος των εν λόγω συνθηκών ήταν ο τερματισμός της κατάστασης του πολέμου και να αποκατασταθεί η ειρήνη και οι φιλικές σχέσεις. Αυτό επρόκειτο να επιτευχθεί μέσω της διευθέτησης ορισμένων βασικών θεμάτων, τα οποία περιελάμβαναν όχι μόνο τη θέσπιση μόνιμων συνόρων και εδαφικών νομικών τίτλων, αλλά και την αποστρατικοποίηση, η οποία, στο πλαίσιο και των δύο καθεστώτων συνθηκών, ήταν ζωτικής σημασίας για την επίτευξη αυτών των συνθηκών.

Δεύτερον, η Ελλάδα αναφέρεται στην έννοια και τη συνάφεια της αρχής της σταθερότητας και του οριστικού χαρακτήρα των συνόρων, όπως ορίζεται από το Διεθνές Δικαστήριο στο πλαίσιο όπου «δύο χώρες καθορίζουν σύνορα μεταξύ τους» σε μια συνοριακή συμφωνία.

Η αρχή που αναφέρεται στη νομολογία αυτή δεν είναι παρά μια ειδική έκφραση, στο πλαίσιο διμερών συνοριακών συμφωνιών, της γενικότερης και θεμελιώδους αρχής ότι «ένα εδαφικό καθεστώς που καθιερώνεται με συνθήκη επιτυγχάνει μια μονιμότητα την οποία η ίδια η συνθήκη δεν απολαμβάνει απαραίτητα και τη συνεχή ύπαρξη αυτού του καθεστώτος δεν εξαρτάται από τη συνέχιση της ζωής της συνθήκης βάσει της οποίας συμφωνείται το καθεστώς».Είναι το «εδαφικό καθεστώς» στο σύνολό του, όχι απλώς αποσπασμένα μέρη του, που επιτυγχάνει ένα συγκεκριμένο καθεστώς.

Το σύνολο των εδαφικών καθεστώτων που καθιερώθηκαν, προς το γενικό συμφέρον, από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης και τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων έχουν επιτύχει έτσι μια μονιμότητα, η συνέχιση της ύπαρξης των οποίων δεν θα εξαρτιόταν απαραίτητα από τη συνέχιση των συνθηκών που τα δημιούργησαν . Είναι νομικά παρεξηγημένο και εντελώς ιδιοτελές για την Ελλάδα να υποστηρίζει ότι μόνο μία πτυχή του εδαφικού καθεστώτος, δηλαδή ο εδαφικός τίτλος, θα απολάμβανε τέτοιας μονιμότητας και όχι το αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς των εν λόγω εδαφών.

Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η ερμηνεία των Συνθηκών Ειρήνης της Λωζάνης και των Παρισίων για τις οποίες η Ελλάδα επιδίωξε να λάβει θέση είναι προβληματική. Είναι επιτακτική ανάγκη, κατά την ερμηνεία μιας συνθήκης, να λαμβάνεται υπόψη η συνθήκη ως σύνολο. Όπως έχει παρατηρηθεί σε σχέση με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, μια ειρηνευτική διευθέτηση πρέπει να θεωρηθεί ως σύνολο, και οι ρήτρες της ως αλληλένδετες. Το Μόνιμο Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης έκανε παρόμοια παρατήρηση όσον αφορά την ερμηνεία της Συνθήκης του 1919 της Ειρήνης με τη Γερμανία (Συνθήκη των Βερσαλλιών), υπογραμμίζοντας ότι «είναι προφανές ότι η Συνθήκη πρέπει να διαβαστεί στο σύνολό της και ότι το νόημά της δεν πρέπει να καθορίζεται μόνο με συγκεκριμένες φράσεις οι οποίες, εάν αποσπαστούν από το πλαίσιο, μπορούν να ερμηνευτούν με περισσότερες από μία έννοιες».

Σε σχέση με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, η Ελλάδα κακώς επιδιώκει να αποσπάσει το άρθρο 14 παράγραφος 1 από τη διάταξη αποστρατικοποίησης του άρθρου 14 (2). Η Ελλάδα επιχειρεί επιπλέον να αποσπάσει το άρθρο 12 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης από τη διάταξη αποστρατικοποίησης του άρθρου 13 της ίδιας Συνθήκης και από το άρθρο 4 της Σύμβασης της Λωζάνης του 1923 σχετικά με το Καθεστώς των Στενών.

Το σωστό νομικό συμπέρασμα εν προκειμένω είναι ότι η εκχώρηση εδάφους τέθηκε υπό την προϋπόθεση ενός θεμελιώδους περιορισμού της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας: την αποστρατιωτικοποίηση των εν λόγω νησιών. Το καθεστώς αποστρατικοποίησης, τόσο στενά συνδεδεμένο με τον στόχο των συνθηκών και τον εδαφικό διακανονισμό που ορίζεται από αυτές, ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού του εδαφικού οικισμού, χαρακτηρίζεται από την ίδια μονιμότητα με την εκχώρηση εδάφους.Από αυτή την άποψη, δεν είναι η Τουρκία, αλλά η Ελλάδα, που υπονομεύει τη σταθερότητα.

Τρίτον, ο ισχυρισμός της Ελλάδας ότι δεν υφίστανται υποχρεώσεις αποστρατικοποίησης στην Ελλάδα όσον αφορά τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, επειδή η Σύμβαση του Μοντρέ του 1936 σχετικά με το Καθεστώς των Στενών ακύρωσε τη Σύμβαση της Λωζάνης του 1923 σχετικά με το Καθεστώς των Στενών, είναι παρόμοια. Ως γνωστόν, η Λήμνος και η Σαμοθράκη ήταν από τα νησιά που αποστρατικοποιήθηκαν το 1914 (Απόφαση που ελήφθη στις 13 Φεβρουαρίου 1914 από τη Διάσκεψη του Λονδίνου). Το αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς αυτών των δύο νησιών επιβεβαιώθηκε με την εκχώρηση στο άρθρο 12 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης και επίσης από το άρθρο 4 παράγραφος 3 της Σύμβασης του 1923 σχετικά με το Καθεστώς των Στενών. Αυτό το αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς συνεχίζεται σήμερα.

Η αιτιολογική σκέψη στο προοίμιο της Σύμβασης του Μοντρέ σύμφωνα με την οποία τα συμβαλλόμενα κράτη «αποφάσισαν να αντικαταστήσουν με την παρούσα Σύμβαση τη Σύμβαση που υπεγράφη στη Λωζάνη» («résolu de substituer» στα γαλλικά) αναφέρεται μόνο στο καθεστώς των Τουρκικών Στενών. Η σχετική φράση είχε στόχο να προβλέψει τη στρατιωτικοποίηση των Τουρκικών Στενών που ήταν ο ίδιος ο στόχος της Διάσκεψης του Μοντρέ, μιας διάσκεψης που είχε ζητηθεί από την ίδια την Τουρκία. Όπως συμβαίνει με τα προοίμια άλλων Συνθηκών, το προοίμιο της Σύμβασης του Μοντρέ δεν αποτελεί παρά την «πολιτική βάση για τις ειδικές νομικές διατάξεις που ορίζονται στη συνέχεια» στις λειτουργικές διατάξεις της Σύμβασης. Η τελική απόφαση, κατόπιν εξέτασης διαφορετικών προτάσεων.

Είναι προφανές από τις ειδικές νομικές διατάξεις της Σύμβασης του Μοντρέ και του Πρωτοκόλλου της, καθώς και από τις εργασίες της Διάσκεψης του Μοντρέ και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο πραγματοποιήθηκε, ότι στόχος της Σύμβασης ήταν να απαλλάξει μόνο την Τουρκία από τις υποχρεώσεις αποστρατικοποίησης. Το άρθρο I του Πρωτοκόλλου, που συνήφθη ταυτόχρονα με τη Σύμβαση, είναι σαφές ως προς το γεωγραφικό εύρος της εκ νέου στρατιωτικοποίησης που προοριζόταν και συμφωνήθηκε από τα μέρη. Προβλέπει, με αναφορά στην ίδια τη Σύμβαση του Μοντρέ, ότι: «Η [Τουρκία] μπορεί να επαναστρατιωτικοποιήσει αμέσως τη ζώνη των Στενών όπως ορίζεται στο Προοίμιο της εν λόγω Σύμβασης». Δεν υπάρχουν διατάξεις για οποιοδήποτε άλλο κράτος ή άλλο τομέα. Πράγματι, την παραμονή της Διάσκεψης, ο κ. Μαυρουδής, ένας από τους ανώτερους εκπροσώπους της Ελλάδας στο Συνέδριο, δήλωσε δημόσια ότι η Σύμβαση του Μοντρέ δεν επιδιώκει να εξασφαλίσει για τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ένα νομικό καθεστώς παρόμοιο με αυτό που επρόκειτο να υπάρξει. Διεκδικήθηκε από την Türkiye για τα Στενά (Βραδινή, 19 Ιουνίου 1936). Αυτό προκύπτει από τις εργασίες προετοιμασίας της Σύμβασης του Μοντρέ (Actes de la Conférence de Montreux concernant le régime des détroits (1936)), όπου δεν υπάρχει τίποτα που να υποδηλώνει κοινή αντίληψη των μερών ότι η Σύμβαση θα απαλλάσσει οποιαδήποτε άλλο κράτος από την Τουρκία από τις υποχρεώσεις αποστρατιωτικοποίησης. Όσον αφορά πολιτικές δεσμεύσεις ή δηλώσεις – σε οποιαδήποτε μορφή – που δεν αντικατοπτρίστηκαν σε νομικό μέσο που διαπραγματεύτηκαν και τελικά συμφωνήθηκαν από τα μέρη, γίνεται αναφορά στη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, το οποίο ευνοεί μια προσεκτική και περιοριστική προσέγγιση. αποδίδοντας νομική βαρύτητα και ερμηνεύοντας τέτοιες δεσμεύσεις ή δηλώσεις.

Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρξε κατάργηση, το 1936 ή οποτεδήποτε, της νομικής κατάστασης που δημιουργήθηκε με την Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1914, η οποία έγινε επίσημα αποδεκτή από την Ελλάδα στις 21 Φεβρουαρίου 1914, και επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια στο σύνολό του στο άρθρο 12 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης του 1923.

Τέλος, δεν μπορώ παρά να επισημάνω στη σαφή κρατική πρακτική στο θέμα αυτό, η οποία δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς τις επίμαχες διεθνείς υποχρεώσεις: γεγονός είναι ότι δεν ήταν μέχρι τη δεκαετία του 1960 που η Ελλάδα άρχισε να στρατιωτικοποιεί τη Λήμνο. Για περίπου 30 χρόνια, η Ελλάδα τηρούσε πράγματι τις υποχρεώσεις της και, τα επόμενα χρόνια, ως απάντηση στις επίσημες διαμαρτυρίες της Τουρκίας, η Ελλάδα παρείχε επίσημες εξηγήσεις για το πώς οι εν λόγω πράξεις δεν παραβίασαν τις υποχρεώσεις της αποστρατικοποίησης (υποχρεώσεις την ύπαρξη των οποίων επιβεβαίωσε η Ελλάδα ), συμπεριλαμβανομένου σε σχέση με το νησί της Λήμνου. Αυτά τα γεγονότα υπονομεύουν το ελληνικό επιχείρημα ότι υποτίθεται ότι ήταν απαλλαγμένο από οποιαδήποτε τέτοια υποχρέωση ήδη από το 1936 και μετά.

Η Ελλάδα υποστηρίζει ότι η Τουρκία δεν έχει το δικαίωμα να επιμείνει στη συμμόρφωση με τις διατάξεις αποστρατικοποίησης της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων, καθώς η διάταξη αποστρατικοποίησης της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (σύμφωνα με την Ελλάδα) δεν αποτελεί μέρος ενός νομικού καθεστώτος που σχετίζεται με την αποστρατιωτικοποίηση, αλλά αντίθετα είναι μόνο «μια χωριστή και παρεπόμενη διάταξη». Αυτός ο ισχυρισμός, αν και δεν αποτελεί έκπληξη συνακόλουθο της συνεχιζόμενης υποβάθμισης από την Ελλάδα των υποχρεώσεών της αποστρατικοποίησης, είναι χωρίς καμία νομική αξία.

Η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συνθηκών που θεσπίζουν ένα «αντικειμενικό καθεστώς» σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το «αντικειμενικό καθεστώς» που δημιουργήθηκε με αυτή τη Συνθήκη έχει προσδώσει στα εν λόγω νησιά ένα ιδιαίτερο διεθνές καθεστώς. Οι διατάξεις του, συμπεριλαμβανομένων αναμφίβολα εκείνων που σχετίζονται με την αποστρατικοποίηση, έχουν τέτοιο χαρακτήρα που «κάθε ενδιαφερόμενο κράτος έχει το δικαίωμα να επιμείνει στη συμμόρφωσή τους με αυτές». Αντιστρόφως, «κάθε κράτος που έχει στην κατοχή του τα νησιά πρέπει να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που το δεσμεύουν, που απορρέουν από το σύστημα αποστρατιωτικοποίησης που θεσπίζεται από αυτές τις διατάξεις».

Οι περιπτώσεις αποστρατικοποίησης «εμπίπτουν προφανώς στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης των Νήσων Άαλαντ».

Αυτό σημαίνει ότι κάθε ενδιαφερόμενο κράτος, συμπεριλαμβανομένων των κρατών που δεν είναι μέρη της εν λόγω συνθήκης, έχει το δικαίωμα να επιμείνει στη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις της συνθήκης. Μια πληθώρα εξουσίας επιβεβαιώνει ότι, όπως η Σύμβαση του 1856 για την Αποστρατιωτικοποίηση των Νήσων Άαλαντ που προσαρτήθηκε στη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1856, η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947 είναι επίσης μια συνθήκη που δημιουργεί ένα τέτοιο «αντικειμενικό καθεστώς» ή «γενικό καθεστώς». » (στα γαλλικά: «situation object» ή «statut objectif»).Το είδος της συνθήκης που θα εμπίπτει σε αυτή τη ρουμπρίκα εξηγήθηκε με σαφή και συνοπτικό τρόπο από τον δικαστή McNair στο Status of South West Africa.

Όπως η Ελλάδα γνωρίζει πολύ καλά, η Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού του 1947 ταιριάζει απόλυτα με αυτήν την περιγραφή.

Είναι, επιπλέον, αναμφισβήτητο ότι οι σχετικές διατάξεις αποστρατικοποίησης συμπεριλήφθηκαν στη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια της Τουρκίας. Η Τουρκία έχει επομένως πλήρως το δικαίωμα να επικαλεστεί τις διατάξεις του καθεστώτος αποστρατικοποίησης της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων και η Ελλάδα είναι νομικά υποχρεωμένη να συμμορφωθεί με αυτές.

Η Ελλάδα υποστηρίζει επίσης, ότι το άρθρο 89 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων υποστηρίζει τη θέση της ότι η Συνθήκη δεν δημιουργεί ένα αντικειμενικό καθεστώς. Ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να αντικρουστεί με απλή παραπομπή στο γράμμα της εν λόγω διάταξης. Το άρθρο 89 είναι μια ειδική διάταξη που αφορά τα κράτη που αναφέρονται στο προοίμιο και που δεν έχουν γίνει ακόμη συμβαλλόμενα μέρη της Συνθήκης. Δεν έχει καμία σχέση με την Τουρκία, η οποία είναι ένα ενδιαφερόμενο κράτος που δικαιούται να επιμείνει στη συμμόρφωση με τις διατάξεις της Συνθήκης περί αποστρατικοποίησης βάσει του διεθνούς δικαίου.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, όπως είχε προηγουμένως παρατηρήσει η Τουρκία, οι παραβιάσεις της Ελλάδας των ζωτικών της υποχρεώσεων αποστρατικοποίησης, που επισημαίνονται συνεχώς από την Τουρκία ως παράνομες πράξεις, έχουν αναπόφευκτα αντίκτυπο στο νομικό καθεστώς που διέπει την κυριαρχία της Ελλάδας στα σχετικά νησιά. Από την άποψη αυτή, η Τουρκία, ένα άμεσα ζημιωθέν κράτος, δικαιούται, στη νομική σχέση μεταξύ της Ελλάδας και της ίδιας, να αμφισβητήσει την αντίθεση έναντι της Τουρκίας του κυριαρχικού τίτλου της Ελλάδας (και των θαλάσσιων δικαιωμάτων που συνδέονται με αυτόν) στα νησιά. Αυτό συμβαίνει επειδή αυτός ο τίτλος κυριαρχίας έχει, από τη δεκαετία του 1960, επιβαρυνθεί ως αποτέλεσμα των πράξεων της Ελλάδας για στρατιωτικοποίηση των εν λόγω νησιών, κατά ουσιώδη παραβίαση των υποχρεώσεων της Ελλάδας από τη συνθήκη.

Η Türkiye καλεί για άλλη μια φορά την Ελλάδα να τηρήσει τις διατάξεις αποστρατικοποίησης των Συνθηκών Ειρήνης της Λωζάνης του 1923 και του Παρισιού του 1947 και να επαναφέρει το αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου όπως ήταν πριν από την εκδήλωση των παραβιάσεων της Ελλάδας. Αυτό θα διασφάλιζε επίσης ότι τα εδαφικά καθεστώτα που θεσπίζονται από αυτές τις συνθήκες παραμένουν άθικτα στο σύνολό τους και δεν θίγονται με κανέναν τρόπο…

…Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω επαναλαμβάνοντας τη δέσμευση της Τουρκίας για την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών της με την Ελλάδα, την οποία αφορούν τα ζητήματα αυτής της ανταλλαγής επιστολών. Είμαστε έτοιμοι να εργαστούμε για τη δημιουργία μιας δυναμικής που θα διευκολύνει την επίλυση όχι μόνο μιας αλλά και όλων των μακροχρόνιων, νομικά αλληλένδετων διαφορών για το Αιγαίο με δίκαιο τρόπο, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, με τα μέσα που ορίζονται στο άρθρο 33 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, με βάση την αμοιβαία συναίνεση των μερών. Ωστόσο, μια τέτοια δυναμική απαιτεί καταρχήν ειλικρινή και ουσιαστικό διάλογο αντί να χρησιμοποιείται εχθρική πολιτική ρητορική και κλιμακωτές ενέργειες σχεδόν σε καθημερινή βάση σε πλήρη περιφρόνηση των δικαιωμάτων και των ζωτικών έννομων συμφερόντων της Τουρκίας, όπως επισημαίνεται και στην επιστολή του υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου”.