Η περίπτωση του πρώην ποδοσφαιριστή Βασίλη Τσιάρτα, ο οποίος αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική ως υποψήφιος του κόμματος του Θάνου Τζήμερου και του Φαήλου Κρανιδιώτη, προτάσσεται από κυβερνητικά στελέχη ως επιχείρημα για το περιεχόμενο της τροπολογίας που αφορά τον αποκλεισμό του κόμματος Κασιδιάρη από τις εθνικές εκλογές. Και τούτο διότι ο Τσιάρτας υιοθετεί μεν ομοφοβικές και εθνικιστικές θέσεις, ωστόσο το κόμμα του δεν έχει φασιστικά - ναζιστικά χαρακτηριστικά.

Συνεπώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Άρειος Πάγος θα καλούνταν να κρίνει τη νομιμότητα του κόμματος μέσα από τις ιδεολογικές θέσεις ενός υποψηφίου κι έτσι θα προσέκρουε στο Σύνταγμα και στην κοινή λογική. Το Σύνταγμα στο αρ. 29 ορίζει ότι «Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Από τη στιγμή λοιπόν που δεν υπάρχουν ιδεολογικοί περιορισμοί (σ.σ.: και πώς άλλωστε θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο) ως μόνη λύση προκρίθηκε η εξαίρεση κομμάτων με αξιόποινη δραστηριότητα».

«Το ερώτημα είναι απλό», αναφέρει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου: «Θέλουμε εγκληματικές οργανώσεις στη Βουλή ή όχι;». Έως τώρα και εν αναμονή της αυριανής σχετικής κοινοβουλευτικής συζήτησης, οι αντιδράσεις μερίδας της αντιπολίτευσης δεν έχουν καμφθεί.

Σημειώνεται ότι τον Οκτώβριο του 2013, επί κυβερνήσεως Σαμαρά - Βενιζέλου, η Βουλή με ευρεία πλειοψηφία 235 ψήφων, σε σύνολο 269 ψηφισάντων βουλευτών, είχε υπερψηφίσει την κυβερνητική πρόταση αναστολής της κρατικής χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής.