«Σταθερή θέση της ΝΔ είναι να δημιουργήσει έναν φραγμό σε κόμματα που απειλούν την Δημοκρατία, δηλαδή να τεθούν στην απομόνωση και να μην μπορούν να είναι υποψήφια», δήλωσε στα Παραπολιτικά 90,1 στην εκπομπή «Μπρα ντε φερ», με τους δημοσιογράφους Δημήτρη Τάκη και Χριστίνα Κοραή, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας.

Διερωτήθηκε, επίσης, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θα ψήφιζε την τροπολογία του για το κόμμα Κασιδιάρη στην περίπτωση που γινόταν δεκτή, την ώρα που δεν συμμετέχει στις ψηφοφορίες στη Βουλή.

Επιπλέον, τόνισε πως ο ΣΥΡΙΖΑ «κινείται σε θολά νερά» και «φλερτάρει» με διαμαρτυρόμενους ψηφοφόρους.

Σημείωσε δε, ότι θα πρέπει να προβληματίσει όλους, όταν τίθεται αρχηγός ένας πρώην ανώτατος δικαστικός λειτουργός.

Είπε, επίσης, πως η κυβέρνηση έχει αναλάβει τις ευθύνες που προκύπτουν απέναντι στο δημοκρατικό πολίτευμα.

Τέλος, τόνισε πως είναι απολύτως διακριτοί οι ρόλοι της νομοθετικής από την δικαστική εξουσία.


Αναλυτικά η συνέντευξη του κ. Τσιάρα στα Παραπολιτικά 90,1

Κ.ΤΣΙΑΡΑΣ: Σταθερή θέση της ΝΔ είναι να δημιουργήσει όλους εκείνους τους λόγους για τους οποίους κόμματα τα οποία απειλούν την ίδια τη Δημοκρατία και τα οποία κατά καιρούς έχουν δημιουργήσει μια πολύ μεγάλη ένταση στη λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, να απομονώνονται και φυσικά να μην μπορούν να είναι υποψήφια. Για αυτό το λόγο υπήρξε μια ανάλογη νομοθετική πρωτοβουλία πριν από κάποιο χρονικό διάστημα κατά την οποία ουσιαστικά τίθεται ένας φραγμός κάτι το οποίο φαντάζομαι ότι η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας αλλά και τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου θα έπρεπε να επιδιώκουν και να αποδέχονται. Είδατε τότε ότι αυτή η πρωτοβουλία παρά το ότι ξεκίνησε με την προσπάθεια συνεννόησης και συναίνεσης των πολιτικών κομμάτων δυστυχώς κατέληξε να είναι μια πρωτοβουλία η οποία υποστηρίχτηκε από την κυβερνητική παράταξη και από το ΠΑΣΟΚ και μόνο. Ενώ τα κόμματα τα οποία θεωρητικά υποτίθεται ότι έχουν μια μεγαλύτερη ευαισθησία φροντίσανε να μην συμμετέχουν σε αυτό εκπέμποντας ένα λάθος μήνυμα στην ελληνική κοινωνία.

ΔΗΜ: Θεωρείτε ότι ψαρεύουν σε θολά νερά ή δεν θέλουν να ταυτιστούν με μια κυβερνητική πρωτοβουλία;

Κ.ΤΣΙΑΡΑΣ: Ενδεχομένως συμβαίνουν και τα δύο όμως το ζητούμενο δεν είναι αυτό.

ΔΗΜ.: Δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να πάρει ψήφους του Κασιδιάρη;

Κ.ΤΣΙΑΡΑΣ: Όταν άκουγα την ανάλυσή σας και άκουγα ότι ένα κομμάτι ενδεχομένως να πηγαίνει εκεί φαντάζομαι ότι πιθανά να σκέφτεται ακόμη κι αυτό η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι όμως κρίμα να μετέρχεται μια ρητορικής η οποία έχει αναφορά στη δημοκρατία και στην απομόνωση όλων των ακραίων κομματικών μορφωμάτων από τη μια πλευρά και από την άλλη όταν πρέπει ή καλείται να πράξει το αυτονόητο και να υποστηρίξει μια νομοθετική πρωτοβουλία η οποία απομονώνει αυτά τα μορφώματα να μην έρχεται να συμβάλλει σε αυτό.

Κ.ΤΣΙΑΡΑΣ: Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να βρίσκεται και να κινείται στο χώρο των αντιφάσεων και ενδεχομένως των δικών του κατά κάποιο τρόπο προβληματικών θέσεων. Το λεω αυτό για τον εξής λόγο αφενός μεν θα μπορούσε να συζητήσει κανείς για το κατά πόσο ήταν καλή ή όχι η πρόταση που είχε καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που για μένα είναι απορίας άξιο είναι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται να καταθέσει μια πρόταση όταν δικαιολογείται από την άλλη πλευρά ότι δεν ψηφίζει γιατί είναι θέση του αυτή την περίοδο να μην ψηφίζει καμία κυβερνητική πρόταση. Αναρωτιέμαι λοιπόν δηλαδή αν γινόταν δεκτή η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ θα την ψήφιζε;

ΔΗΜ: Είχε ψηφίσει παρών ο ΣΥΡΙΖΑ, είχε αφήσει το εμπάργκο εκτός.

Κ.ΤΣΙΑΡΑΣ: Το «παρών» ειδικά για μια τέτοια διάταξη η οποία επιχειρεί να δημιουργήσει ένα τέτοιο φραγμό ειδικά σε τέτοιου είδους ζητήματα αντιλαμβάνεστε ότι δεν είναι πολιτική θέση. Είναι σαν να θέλουμε να κρυφτούμε πίσω από το δάχτυλό μας ή σαν να θέλουμε να προσπαθήσουμε να πετάξουμε την μπάλα στην εξέδρα και να μην αναλάβουμε τη σημαντική ευθύνη που μας αναλογεί απέναντι σε ένα τέτοιο ζήτημα και στην έκβασή του. Είναι κρίμα διότι όταν λέμε ότι θελουμε να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία και να προασπίσουμε όλους εκείνους τους λόγους οι οποίοι θα κρατήσουν το δημοκρατικό μας πολίτευμα ακέραιο χωρίς απειλές και χωρίς φαινόμενα όπως αυτά που είδαμε σε μια προηγούμενη περίοδ,ο θα έπρεπε όλοι να είμαστε συντεταγμένοι από την ίδια πλευρά. Μπορεί κανείς να κρύβεται, να θεωρεί ότι οι ψήφοι του κοινοβουλίου ειναι ίδιοι όταν μας βολεύουν οι κυβερνητικές πλειοψηφίες και δεν μας ενδιαφέρουν από πού προέρχονται, και από την άλλη πλευρά να δείχνει δήθεν ευαισθησία για τη δημοκρατία ή για όλα αυτά τα ζητήματα που μπορεί να απειλούν τη δημοκρατία. Όλα αυτά είναι στην κρίση των πολιτών, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια παράταξη η οποία δεν έχει ξεκαθαρίσει ούτε την πολιτική της ταυτότητα ούτε πολύ περισσότερο έχει αποδείξει στην ελληνική κοινωνία ότι κινείται με γνώμονα την πραγματική ιδεολογική του θέση ή αναφορές που κατά καιρούς έχουν ενδεχομένως σχέσεις με την Αριστερά ή με όλα αυτά που θέλει να φαίνεται ότι πιστεύει.

ΔΗΜ: Φλερτάρει με τον Κασιδιάρη;

Κ.ΤΣΙΑΡΑΣ: Δεν θα σας πω ότι φλερτάρει με τον Κασιδιάρη ενδεχομένως φλερτάρει με διαμαρτυρόμενους ψηφοφόρους. Ο ΣΥΡΙΖΑ ούτως ή άλλως ουσιαστικά κινήθηκε και βρήκε τη σανίδα στην οποία κατάφερε να επιπλεύσει μέσα από ένα γενικότερο κύμα διαμαρτυρίας και όχι μέσα από μια σοβαρή πολιτική κυβερνητική πρόταση.

Αναφορικά με τις διαμαρτυρίες των δύο ανωτάτων δικαστικών για το κόμμα Κασιδιάρη:

Κ.ΤΣΙΑΡΑΣ: Προφανώς είναι ένα ζήτημα που πρέπει να μας προβληματίσει όλους δηλαδή το γεγονός ότι ένας πρώην δικαστικός βρίσκεται επικεφαλής ενός κόμματος που ξέρουμε ποια είναι η αφετηρία του, πια είναι η συμπεριφορά του και τι γενικότερα πιστεύει είναι ένα ζήτημα που πρέπει να μας προβληματίσει όλους.

Ερωτηθεις αν εκτιμά ότι τα αντανακλαστικά της κυβέρνησης είναι αργά:

Κ.ΤΣΙΑΡΑΣ: Τώρα έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει τιμητής μιας πραγματικότητας που δεν έχει καμία σχέση με τη δική του θέση, ότι η ΝΔ είχε θέσει το θέμα της επιλογής των ανωτάτων δικαστικών ούτως ώστε να μην υπάρχει αυτό το ζήτημα το οποίο ενδεχομένως δημιουργεί έναν προβληματισμό και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και είναι ένα γενικότερο θέμα συζήτησης. Τότε όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλησε να το συζητήσει, το ξεπέρασε χωρίς την απαραίτητη προσοχή. Η κυβέρνηση που είχε την εντολή της συνταγματικής αναθεώρησης ήταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εγώ θα σας πω ότι για τον Α ή Β λόγο ότι αυτό δεν έγινε στο σωστό λόγο και προφανώς το αποδέχομαι αλλά δεν είναι εκεί το ζήτημά μας. Το ζήτημα είναι ότι ερχόμαστε σε ένα δεύτερο χρόνο αυτό να το διορθώσουμε. Έπρεπε ή δεν έπρεπε σύσσωμο το πολιτικό σύστημα και ειδικά τα κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου να είναι από την ίδια πλευρά και να προσπαθούν με κάθε τρόπο να το αντιμετωπίσουν; Ακόμη κι αν υπήρχαν διαφωνίες δεν θα έπρεπε να είναι όλοι μαζί; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα και σε αυτό έπρεπε να απαντήσει με ευθύνη το ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα κόμματα.

Ερωτηθείς πόσο προβληματικό είναι αυτό που έκανε ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, ποιες είναι οι συνέπειες, αν θα πρέπει να απέχει από τη διαδικασία και αν σκέφτεται η κυβέρνηση για αίτηση αναίρεσης:

Κ.ΤΣΙΑΡΑΣ: Η κυβέρνηση έχει αναλάβει τις πρωτοβουλίες που προκύπτουν μέσα από την ευθύνη απέναντι στο ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα, και νομίζω ότι το έχουμε κάνει και με σοβαρότητα και με συνέπεια αλλά και με μια προσέγγιση η οποία εκτιμώ ότι έχει αποδείξει ακόμη και στον τελευταίο πολίτη γιατι ακριβώς ενδιαφερόμαστε και τι πραγματικά θέλουμε, άλλοι είναι αυτοί που κρύβονται. Ως υπουργός Δικαιοσύνης δεν μπορώ να έχω οποιαδήποτε δυνατότητα κριτικής αυτό που μπορώ να πω είναι ότι είναι απολύτως διακριτοί οι ρόλοι της νομοθετικής από τη δικαστική εξουσία κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει.

Κ.ΤΣΙΑΡΑΣ: Πρέπει πρώτα και πάνω από όλα να σεβόμαστε το σύνταγμα. Είναι διακριτός ο ρόλος της νομοθετικής εξουσίας βεβαίως αλλά και ο ρόλος της δικαστικής εξουσίας.

Ερωτηθείς αν θα ήταν καλύτερο η τελευταία προσθήκη που έκανε ο κ. Βορίδης να ήταν στην αρχική τροπολογία:

Κ.ΤΣΙΑΡΑΣ: Η προσθήκη αφορά σε ακόμη μεγαλύτερη διαφάνεια και ακόμη μεγαλύτερη αντικειμενικότητα, και απορώ πως σηκώνεται αυτή η συζήτηση ειδικά από τα πολιτικά κόμματα όταν αντί του συμβούλιου του Α1 μιλάμε για την ολομέλεια του Α1. Αντιλαμβάνεστε ότι η όλη προσπάθεια η οποία γίνεται έχει απλά και μόνο στόχο το πώς θα υπάρχει μεγαλύτερη αντικειμενικότητα και μεγαλύτερη διαφάνεια.